Ξοδεύω, ή χάνω όλα μου τα χρήματα σε ψώνια, ή στο τζόγο.

Ήρθε στην Ελλάδα στο Μεσοπόλεμο με τους επαναπατρισμένους ομογενείς από τις Η.Π.Α. Ετυμολογικά είναι προφανώς ο συνδυασμός του ξε με το buck (χαρτονόμισμα του ενός δολαρίου) των αμερικανών.

  1. – Που πας ρε, αφήνεις το παιχνίδι στη μέση!
    – Με ξεμπακίσατε, φεύγω!

  2. Δεν έχω φράγκο. Πήγα για ψώνια με τη γυναίκα μου και ξεμπακίστηκα.

Ξεμπακισμένος (από nikolaosvlas, 21/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μονάδα στρατού με ιδανικές συνθήκες διαβίωσης.

Στη διάρκεια του 2ου Παγκόσμιου πολέμου οι έγκλειστοι σε γερμανικά στρατόπεδα συγκέντρωσης αποκαλούσαν Καναδά τα στρατόπεδα με καλές συνθήκες διαβίωσης. Υπάρχει και σχετικό γερμανικό θεατρικό έργο με τίτλο «Kanada».

Ο χαρακτηρισμός «Καναδάς» ήταν σε ευρεία χρήση από τους στρατιώτες του 563ου Τάγματος Πεζικού που έδρευε στη Λητή Θεσσαλονίκης όταν υπηρέτησα το 1961. Τα 2/3 του Τάγματος ήταν χαρακτηρισμένοι αριστεροί, στον δε Λόχο βαρέων όπλων όλοι οι ημιονηγοί ήταν αριστεροί εκτός των βαθμοφόρων. Οι συνθήκες στο 563 Τ.Π. δεν ήταν καλές και όλοι ήλπιζαν σε μια μετάθεση σε κάποια άλλη μονάδα, σε μια μονάδα που θα ήταν «Καναδάς». Ο όρος ήταν σε κοινή χρήση και στο Λόχο Διοικήσεως της Σχολής Εφέδρων Αξιωματικών στο Ηράκλειο Κρήτης όπου επίσης υπηρέτησα.

  1. Ρε συ, με μεταθέτουνε στη μονάδα ΤΑΔΕ.
    – Δε τρέχει τίποτα φίλε, Καναδάς!

  2. Ρε συ, εδώ είναι Καναδάς σε σύγκριση με τα τάγματα στη Μακεδονία!

Στρατοπεδο συγκέντρωσης (από nikolaosvlas, 21/09/11)(από nikolaosvlas, 21/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ηχητικό ξεφύσιμα με το στόμα για αποδοκιμασία. Από το τουρκικό zarta (σφοδρότητα, ορμή).

(βλ.: Λεξικό του Δυτικοκρητικού Ιδιώματος» του Αντώνιου Ξανθινάκη)

- Εχουβίσανέ ντονε κι επαίξανέ ντου και πολλές ζάρπες.

(από nikolaosvlas, 19/09/11)Ο Spike Jones βαράει ζάρπες (από nikolaosvlas, 29/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ανεμοδαρμένη κορυφή.
Σε κοινή χρήση στην Κρήτη.

-Εδώ ο αέρας παίρνει καρέκλες. Κι αυτός έχτισε το εξοχικό εδώ, στην ψωλή του αέρα!

Ανεμοδαρμένη κορφή (από nikolaosvlas, 19/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έχω λαρυγγίτιδα, αλλά και γενικά ένα έντονο αίσθημα πνιγμού, συνήθως μαζί με βράχνιασμα κρυολογήματος.

Σε ευρεία χρήση στα Χανιά Κρήτης.

Προέρχεται από το ιταλικό crup που σημαίνει διφθερική λαρυγγίτιδα.

- Τι έχεις;
- Γιατρέ μου, γκρούβομαι, γκρούβομαι!

Γκρούψιμο (από nikolaosvlas, 21/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Και γρυ. Δηλώνει απόλυτη άγνοια.

Σύμφωνα με το Ελληνικό Λεξικό του Ινστιτούτου Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης ετυμολογικά η λέξη προέρχεται από το αρχαίο οὐδέ γρῦ =ούτε μία συλλαβή. Το γρῦ είναι ηχομιμητικό για τη φωνή του χοίρου (προφ. [grū]). Το γρι πολλές φορές συνοδεύεται με ένα τσακ που πετυχαίνεται με το νύχι του αντίχειρα να τραβιέται απότομα προς τα έξω στους πάνω κοπτήρες.

Αν και αρχαία ελληνική λέξη, σήμερα είναι αναμφισβήτητα στη σφαίρα της ελληνικής σλανγκ, θεωρείται χυδαία λέξη και χρησιμοποιείται μόνο σε συζητήσεις με οικία πρόσωπα. Ρώτα και θα δεις ότι οι περισσότεροι πιστεύουν ότι προέρχεται από κάποια τούρκικη λέξη, ή από τα γαλλικά!

δεν ξέρει γρι ελληνικά / γαλλικά.
δε σκαμπάζει γρι από μουσική. δεν καταλαβαίνω γρι.

Δεν ξέρει γρι γαλλικά (από nikolaosvlas, 21/09/11)

Και με άλλη ορθογραφία: γρυ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προφανώς και απροσδοκήτως ο Ζευς, Δίας.

Σε χρήση από τους βοσκούς στην περιοχή του Ψηλορείτη, κοντά στα Ζωνιανά. Σε μια αλλόκοτη διαδικασία στη μονή του Xριστού Xαλέπας, όπου ο ηγούμενος είναι κατά παράδοση από την οικογένεια Βάμβουκα, οι κτηνοτρόφοι που έχουν γίνει θύματα ζωοκλοπής καλούν αυτούς που υποψιάζονται για ενόχους και τους ζητούν να ορκιστούν στην εικόνα του Αγίου Γεωργίου. Οι αθώοι που κατηγορούνται ορκίζονται άφοβα, ενώ οι ένοχοι, συνήθως, πριν μπουν στην εκκλησία ομολογούν την ενοχή τους και συμβιβάζονται με τα θύματα της κλοπής.

Ο όρκος λέει: «Νή Ζα, μα και τον Άι Γιώργη φάσκω σου και κάτεχε το, δε φταίω στο πράμα σου έργω η βουλή μου».

«Νή Ζα, μα και τον Άι Γιώργη, φάσκω σου και κάτεχε το, δε φταίω στο πράμα σου έργω η βουλή μου», δηλαδή «Μα τον Δία μα και τον Άι Γιώργη σου λέω και να το ξέρεις ότι δεν έκανα ούτε ξέρω τίποτε γι αυτό που με ρωτάς».

(Ορκίζονται δηλαδή στον Δία χωρίς συνήθως να ξέρουν ότι «Νη Ζα» θα πει «Μα το Δία», όπως λέμε «Μα το Θεό». Το «Ζα» συχνά το παίρνουν με τη σημασία του ζώα, όπως ζα λένε τα πρόβατα και τις αίγες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οριστική και αμετάκλητη άρνηση εξόφλησης χρέους. Σε ευρύτατη χρήση στα Χανιά.

Ο Πιστολάκης ήταν χρηματοδότης και μεγολοπαράγοντας του Κόμματος των Φιλελευθέρων του Βενιζέλου. Οι κρητικοί που κατέβαιναν από τα χωριά για να συμμετάσχουν στις γιγαντιαίες συγκεντώσεις του κόμματος στα Χανιά δικαιούντο και ένα γεύμα σε συγκεκριμένο εστιατόριο στην πλατεία της Αγοράς που το πλήρωνε το γραφείο του Πιστολάκη στα Χανιά. Οι δε ερίτιμοι πελάτες μετά το γεύμα έλεγαν στον εστιάτορα: Μανόλης Δασκαλάκης από το Μπρόσνερο (π.χ.), να πας να πληρωθείς από του Πιστολάκη το γραφείο. Με τον καιρό όμως κατέληξε να γίνει ρήση των κακοπληρωτών, με την έννοια ότι οριστικά και αμετάκλητα ο οφειλέτης δεν πρόκειται να πληρώσει.

Ο γιος του παλαιού κομματάρχη Πιστολάκη στη δεκαετία του 1970, ήδη σε προχωρημένη ηλικία, κοντός και χοντρός , κυκλοφορούσε τα καλοκαίρια στα Χανιά με μια λευκή ντεκαποτάμπλ κουρσάρα με οδηγό, φορώντας λευκό κοστούμι και καπέλο Παναμά. Ήταν μια σκέτη αναχρονιστική καρικατούρα αποικιοκράτη.

- Κύριε Μανόλη σας έχω τηλεφωνήσει επανειλημμένως για κείνη την οφειλή σας.
- Ναι το θυμάμαι!
- Πότε θα την εξοφλήσετε;
- Να πας να πληρωθείς από του Πιστολάκη το γραφείο!...

Δεε, πρόκειται!... (από nikolaosvlas, 21/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το βιδάνιο είναι ένα συγκεκριμένο ποσοστό χρημάτων που παίρνει από κάθε κερδισμένο παίκτη αυτός που διοργανώνει ένα παιγνίδι χαρτιού, π.χ. ο καφετζής. Αυτή είναι η αμοιβή του για τον χώρο που προσφέρει, τα τραπέζια, τις τσόχες, τις τράπουλες και το σέρβις. Πολλές φορές, ανάλογα με την συμφωνία, περιλαμβάνεται και οτιδήποτε καταναλώσουν οι παίκτες.

Προέρχεται από το ρώσικο свидания (ζβιντάνια) = αποχαιρετισμός, το δικό μας «άντε γεια». Δηλαδή στη συγκεκριμένη περίπτωση η πληρωμή κατά το τέλος του παιχνιδιού.

Κι άρχιζε να πίνει με δίψα έπινε όσα λεφτά είχε, έπινε βερεσέ, έπινε και τα βιδάνια (από το «Τράτα Κουλουριώτικη», Καϋμοί στο Γρυπονήσι, του Γιάννη Σκαρίμπα)

(από nikolaosvlas, 19/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απεχθάνεται τα σπορ και μιλάει συνεχώς για παθήσεις που έχει ή νομίζει ότι έχει. Εύθικτο άτομο και τελείως μυγιάγγιχτο.

- Ρε συ να πάρουμε και κείνο τον ξάδερφό σου το γυαλάκια στην εκδρομή.
- Δεν τον ξέρεις καλά. Σκέτη σαβούρα, σπασαρχίδης μημουάπτης.

"Μη μου άπτου", πίνακας του Bronzino. (από Khan, 22/09/11)

Από το μη μου άπτου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified