Oματιά, ματιά, οματέ, αμαθιά, αματιά: Κομμάτι από παχύ έντερο χοίρου παραγεμισμένο με κιμά, σταφίδες και μπαχαρικά.

Στην ανατολική Κρήτη λέγεται αμαθιά ή αματιά, και στη δυτική Κρήτη οματιά ή ματιά.

Στο Λεξικό του Ιδιώματος της Δυτικής Κρήτης ο Α. Ξανθινάκης το ετοιμολογεί από το αρχαίο αιματία = ζωμός από αίμα, ο μέλας ζωμός των Σπαρτιατών.

-Άφηκές μου μωρέ ένα κομμάτι οματέ;

οματέ (από nikolaosvlas, 09/10/11)αματέ (από nikolaosvlas, 09/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σκληραγωγημένος, ανθεκτικός στις ασθένειες και στις κακουχίες. Από το σκύλος και εντουρά (=αντοχή). Παρεμβάλλεται το ν για ευφωνία.

Στον Αποκόρωνα και στο Σέλινο. Από το Λεξικό του Δυτ/κρητικού Ιδιώματος του καθηγητή Α. Ξανθινάκη.

Διάλε ντο κακό ντο πάθει, γιατί 'ναι σκυλονέντουρος.

Σκυλέντουρος σε παγωμένε νερά (από nikolaosvlas, 09/10/11)Σκυλέντουρος σε βράχο (από nikolaosvlas, 09/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γάγκλα ή γάγκλα, είναι η καμπύλη, η κύρτωση, η στροφή δρόμου. Το αρχαίο ουσιαστικό ζάγκλον που σημαίνει δρεπάνι, αναλύεται στο επιτατικό ζα- (όπως στο ζάπλουτος), στο θέμα αγκ, που σημαίνει κάμπτω (αγκ-ύλη, άγκ-υρα) και στο καταληκτικό επίθεμα -ον. Αλλά υπάρχει και μεταγενέστερος τύπος δάγκλον (πβ. το ησυχιανό «δάγκλον, δρέπανον» ). Από τους τύπους αυτούς, ζάγκλον και δάγκλον, παράγονται αντίστοιχα οι λέξεις ζάγκλα και δάγκλα, που σημαίνουν αυτή που είναι δρεπανοειδής.

Πβ. ότι το παλαιότερο όνομα της Μεσσίνης στη Σικελία ήταν Δάγκλη, ή Ζάγκλη, διότι, κατά Θουκυδίδη 96. 4,5), «δραπανοειδές το χωρίον εστί». Πβ. και το κρητικό ζάγλος, καθώς και το επώνυμο Δαγκλής, ιδίας παραγωγής. Συνών. κούρμπα.

Όλα τα παραπάνω είναι από το Λεξικό του Δυτικοκρητικού ιδιώματος του καθηγητή Αντ. Ξανθινάκη, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης.

Τούτονα το κλαδί δε κάνει για κατσούνα, είναι ούλο γάγκλες.

Δρόμος με γάγκλες (από nikolaosvlas, 09/10/11)Κλαδιά όλο γάγκλες (από nikolaosvlas, 09/10/11)

βλ. και έκφραση «έχω γάγκλα», σε παρακάτω σχόλιο. Επίσης βλ. κορδέλες

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ζάβαλης, -λη: Κακόμοιρος. Από το τούρκικο zavalli = ταλαίπος, καημένος.

Συνηθίζεται στη κλητική άναρθρα και λέγεται με αγαθή διάθεση. (Βλέπε Λεξικό του Δυτ/κρητικού Ιδιώματος του Α. Ξανθινάκη).

Αυτός ο χαρακτηρισμός είναι σε καθημερινή χρήση στην Κίσσαμο κυρίως, αλλά όχι στον Αποκόρωνα,όπου, σύμφωνα με τη Μαρίκα Τζεράκη-Βλασσοπούλου (Η Τζαμπιώ στο μικρόφωνο, Χανιά 1978, Πρόλογος σελ.3), μπορεί να γίνει αιτία παρεξήγησης, καθώς νομίζει ο Αποκορωνιώτης ότι τον λες ζαβό, δηλαδή παλαβό.

Κάμε κι αλλιώς ανε μπορείς ζάβαλε.

Στο 3:54 ακούγεται (από GATZMAN, 08/10/11)Ζάβαλης (από nikolaosvlas, 15/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται σε περιπτώσεις μάταιης προσμονής.

Κυκλοφορεί κυρίως στην ελληνική επαρχία όπου η σεξουαλική στέρηση ωθεί σε φαντασιώσεις με χήρες.

- Υπομονή ρε μαλάκα, ο ψηλός είπε πως θα σε διορίσει στο Δασαρχείο
- Τι υπομονή ρε! Υπομονή και υπομονή σαν της χήρας το μουνί. Εδώ δε με διόρισε πέρσι και θα με διορίσει φέτος που έχουμε και κρίση!

Ιώβια υπομονή (από nikolaosvlas, 15/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατάρα στη διάρκεια της γερμανικής κατοχής, απευθυνόμενη σε σκύλο που σε γαύγιζε ή σου επιτίθετο.

- Γαβ, γαβ!
- Ουστ! Που να σε φάει αυτός που σ' έχει!

Ε, πουνα σε φάει!... (από nikolaosvlas, 15/10/11)(από Galadriel, 28/05/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λενικό ή ελλενικό (χωράφι): Γόνιμο, μαξουλίδικο, βαλίδικο, ψωμερό, γεννηταρούδικο χωράφι.

Σε χρήση στην ύπαιθρο Χανίων και Ρεθύμνου.

[i]Προσοχή ετυμολογικά δεν προέρχεται από το ρώσικο Lenin!... αλλά σύμφωνα με το Λεξικό του δυτικοκρητικού ιδιώματος του Α. Ξανθινάκη από τη λέξη ελληνικό.[/i]

Ελλενικό χωράφι είναι και κάνει ό,τι κι ανε ντου βάλεις.

Λενικό χωράφι (από nikolaosvlas, 15/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Περίτεχνος τρόπος σεξουαλικής ικανοποίησης γυναικών με το χτύπημα του αιδοίου με τη φτέρνα.

Σε ευρεία χρήση, ως λέξη και πρακτική, στην ορεινή Κρήτη.

- Τι έγινε με την Ελένη, ρε;
- Τι να γίνει! Απ' ότι κατάλαβα δεν έχει χρόνο για σχέσεις. Ετοιμάζεται για το Πολυτεχνείο.
- Α, δηλαδή ο φτερνίτης πάει σύννεφο!

Κάπως έτσι! (από nikolaosvlas, 30/09/11)Το όργανο (από nikolaosvlas, 09/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι η κοινή γνωστή, σωτήρια, αγία καπότα.

Η έκφραση «ναι αλλά μόνο με σκουφίτσα» ήταν το διαφημιστικό σλόγκαν της πρώτης καπότας ελληνικής κατασκευής μετά τον Πόλεμο. Η διαφημιστική αφίσα απεικόνιζε ένα νεαρό με κόκκινο σκούφο που έκλεινε πονηρά το μάτι. Σε χρόνο dt έγινε η φράση της ημέρας πανελληνίως.

- Πού πας ρε Μανώλη;
- Φεύγω, έχω δουλειά!
- Τι δουλειά ρε! Πας να δεις το πρόσωπο! Μόνο με σκουφίτσα, έτσι;

Πάντως η φατσούλα της ..σκουφίτσας θα μπορούσε να \'ταν τραβεστί (από sstteffannoss, 29/09/11)\'Αλλες μάρκες εποχής (από Vrastaman, 30/09/11)

Και σκουφάκι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πληθωριστικό χρήμα. Άνευ αξίας χαρτονόμισμα.

Πακοτίλιες ο κόσμος ονόμαζε τα πληθωριστικά χαρτονομίσματα στην εποχή του μεγάλου πληθωρισμού προς το τέλος της γερμανικής κατοχής.

Ετυμολογικά νόμιζα στην αρχή ότι η λέξη προέρχεται από το γαλλικό pacotille που σημαίνει ευτελές αντικείμενο, ένα σκουπίδι (marchandise de très faible valeur). Μετά από ψάξιμο προέκυψε ότι η λέξη προέρχεται από το ιταλικό paccottiglia που προφέρεται ακριβώς όπως η δικιά μας πακοτίλια και έχει ακριβώς την ίδια σημασία. Βλέπε το Il Piccolo Palazzi Dizionario de la Lingua Italiana.

- Πόσο έχεις τις πατάτες;
- Δεν παίρνω πακοτίλιες! Λάδι έχεις;

Πληθωριστικό χρήμα (από nikolaosvlas, 28/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified