Ηχητικό ξεφύσιμα με το στόμα για αποδοκιμασία. Από το τουρκικό zarta (σφοδρότητα, ορμή).

(βλ.: Λεξικό του Δυτικοκρητικού Ιδιώματος» του Αντώνιου Ξανθινάκη)

- Εχουβίσανέ ντονε κι επαίξανέ ντου και πολλές ζάρπες.

(από nikolaosvlas, 19/09/11)Ο Spike Jones βαράει ζάρπες (από nikolaosvlas, 29/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μονάδα στρατού με ιδανικές συνθήκες διαβίωσης.

Στη διάρκεια του 2ου Παγκόσμιου πολέμου οι έγκλειστοι σε γερμανικά στρατόπεδα συγκέντρωσης αποκαλούσαν Καναδά τα στρατόπεδα με καλές συνθήκες διαβίωσης. Υπάρχει και σχετικό γερμανικό θεατρικό έργο με τίτλο «Kanada».

Ο χαρακτηρισμός «Καναδάς» ήταν σε ευρεία χρήση από τους στρατιώτες του 563ου Τάγματος Πεζικού που έδρευε στη Λητή Θεσσαλονίκης όταν υπηρέτησα το 1961. Τα 2/3 του Τάγματος ήταν χαρακτηρισμένοι αριστεροί, στον δε Λόχο βαρέων όπλων όλοι οι ημιονηγοί ήταν αριστεροί εκτός των βαθμοφόρων. Οι συνθήκες στο 563 Τ.Π. δεν ήταν καλές και όλοι ήλπιζαν σε μια μετάθεση σε κάποια άλλη μονάδα, σε μια μονάδα που θα ήταν «Καναδάς». Ο όρος ήταν σε κοινή χρήση και στο Λόχο Διοικήσεως της Σχολής Εφέδρων Αξιωματικών στο Ηράκλειο Κρήτης όπου επίσης υπηρέτησα.

  1. Ρε συ, με μεταθέτουνε στη μονάδα ΤΑΔΕ.
    – Δε τρέχει τίποτα φίλε, Καναδάς!

  2. Ρε συ, εδώ είναι Καναδάς σε σύγκριση με τα τάγματα στη Μακεδονία!

Στρατοπεδο συγκέντρωσης (από nikolaosvlas, 21/09/11)(από nikolaosvlas, 21/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ξοδεύω, ή χάνω όλα μου τα χρήματα σε ψώνια, ή στο τζόγο.

Ήρθε στην Ελλάδα στο Μεσοπόλεμο με τους επαναπατρισμένους ομογενείς από τις Η.Π.Α. Ετυμολογικά είναι προφανώς ο συνδυασμός του ξε με το buck (χαρτονόμισμα του ενός δολαρίου) των αμερικανών.

  1. – Που πας ρε, αφήνεις το παιχνίδι στη μέση!
    – Με ξεμπακίσατε, φεύγω!

  2. Δεν έχω φράγκο. Πήγα για ψώνια με τη γυναίκα μου και ξεμπακίστηκα.

Ξεμπακισμένος (από nikolaosvlas, 21/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified