1. Το χάλια πιτόγυρο, γύρος του κώλου.

  2. Κάτι που το ξέρουν όλοι, έκανε δηλαδή τον γύρο του κόσμου. Σε αυτήν την περίπτωση συνοδεύεται και με το πριν 80 ημέρες.

  1. Άσ' το πάμε για πίτσα, εδώ κάνουν τον γύρο του κώ.

  2. Αυτό το λες νέο, εδώ έχει κάνει τον γύρο του κό πριν 80 ημέρες!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άτομο που όταν ο Θεός έβρεχε μυαλά, κρατούσε ομπρέλα. Το γεια σου άτομο.

- Άκουσες τι είπε;
- Εντελώς φεύγα το παιδί!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το γλωσσόφιλο, το μπαλαμούτιασμα, το αλληλοχούφτωμα και τέτοια.

- Αυτό δεν ήταν πάρτυ μασκέ, πάρτυ σε μπουρδέλο ήταν... Έπεσε φάσωμα σου λέω! Όλοι πήγαν με όλους!

Εκ του κάνω φάση. Βλ. και μπαλαμουτιάζω, χαμουρεύω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ή αποκατάστα, μια κατάσταση που δεν είναι καλή.

Χάλια το πάρτυ, αποκατάστα σου λέω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιφώνημα για που κάτι δεν αντέχεται, δεν είναι σωστό. Πολλές φορές συνοδεύεται με τα χέρια και το κεφάλι στραμμένα προς τον ουρανό.

Επίσης χρησιμοποιείται και ως επίθετο για άτομα με περίεργα γούστα ή περίεργη συμπεριφορά.

  1. - Τον είδες πώς είναι ντυμένος;
    - Έλεος!

  2. Καλά μιλάμε, είσαι έλεος! Δεν περίμενα να κάνεις κάτι τέτοιο!

Βλ. και έλεορ, πολυέλεος, νισάφι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όρος που προέρχεται από το τζάμι (επιφώνημα σε περιπτώσεις τελειότητας), και το γαμάτος (που χρησιμοποιείται σε ίδιες περιστάσεις).

-Τζαμάτος ο γκόμενός της! Θεός!

Βλ. και τζαμάουα, τζαμιροκουάι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ο υπερθετικός του κατακαημένος.

  2. Ο ντυμένος με κουρέλια, ρούχα που έχουν ξεφτίσει και πιθανώς και ο Νώε να τα είχε φορέσει επίσης...

  1. -Τον παράτησε και έφυγε με τον καλύτερό του φίλο...
    -Ε, τον καρακαμένο τι έπαθε!

  2. -Πώς γυρνάει ρε μ' αυτά τα κουρέλια, σαν καρακαμένος!

Βλ. και καμένος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αλλιώς καραλόλ, το πολύ lol, το πολύ αστείο-ειρωνικό.

(lol=Laugh Out Loud)

- Καρα-lol! Πολύ καλό το ανέκδοτο!

Βλ. και lol, λολ, lol-some, lol-οκαύτωμα, Loles, rotf-lol, LMFAO κ.λπ., lolen

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα άτομα που είναι πολύ ποζάρες, με γουστέλλειψη και κάνουν τα πάντα για να τραβήξουν την προσοχή των άλλων, κυρίως με έξαλλη εξωτερική εμφάνιση, χρησιμοποιείται συχνότερα για τις Barbie.

-Είδες τι φοράει πάλι σήμερα; Το μίνι δε φτάνει ούτε στον αφαλό!
-Αφού είναι σουργελέισον ρε!

Δες και -έισον, -έισιον.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πολύ έλεος, δηλαδή κάτι το οποίο δεν αντέχεται με τίποτα.

- Καλά ρε μάγκα μου, τι χαζό τέλος ήταν αυτό στην ταινία; Έλεος!
- Πολυέλεος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified