Το δεύτερο μαξιλάρι-ρεζέρβα που συνήθως χρησιμοποιείται για να μπαίνει ανάμεσα στα σκέλια κατά τη διάρκεια του βαθέως ύπνου (στάδια 3 & 4) προς αποφυγήν εφίδρωσης των γλουτών, κυρίως κατά τους θερινούς μήνες στις μεσογειακές χώρες.

Η ονομασία προέρχεται από την -κατά περίπτωση συχνή ή λιγότερο συχνή- συνήθεια του χρήστη να πέρδεται ακουσίως κατά τη διάρκεια του ύπνου, με συνέπεια το εν λόγω μαξιλάρι να γίνεται δέκτης δύσοσμων αερίων.

Σαν αξεσουάρ είναι λίαν βοηθητικό και πρακτικό, εκτός από τις περιπτώσεις εκείνες, που (1) μπερδεύεται με το κανονικό μαξιλάρι του χρήστη και (2) ο κοιμώμενος χρησιμοποιεί ως τέτοιο το μαξιλάρι της/του συγκοιμώμενης /-νου γκόμενας / συζύγου, κτλ.

Άσε φίλε, μπέρδεψα χθες το μαξιλάρι μου με το κλανομαξίλαρο και το πρωί έζεχνα κλανίλα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φιλοσοφικός όρος της Νεοελληνικής Γλώσσας, ιδιαίτερα προσφιλής στους κύκλους των λεγόμενων πασοκικών φιλοσόφων, των νεοπαπαρολόγων και γενικότερα των πολιτικών αεριτζήδων.

Πρωτοχρησιμοποιήθηκε τον Οκτώβριο του 2008 από τον Γεώργιο Ανδρέα Παπανδρέου σε μια ομιλία στην Κοζάνη. Πρόκειται για ένα επαναστατικό και ριζοσπαστικό εφεύρημα της παγκόσμιας ρητορικής: παραπλανητική καταφατική πρόταση με σκοπό την παραδοχή πτώχευσης δίχως ενεργοποίηση CDS και χωρίς να αποτελεί πιστωτικό γεγονός.

Φράση με τεράστιο γλωσσολογικό ενδιαφέρον, αφού η προσθήκη αρνητικού προσήμου πριν από το ρήμα (λεφτά δεν υπάρχουν) δεν αλλοιώνει το νοηματικό της περιεχόμενο.

Λεφτά υπάρχουν! (περίπου 1 χρόνο αργότερα ανακοινώνεται η προσφυγή χώρας στο ΔΝΤ υπό την απειλή στάσης πληρωμών)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified