Από το τούρκικο yalama: σπυρί στα χείλη, ίσως ο έρπης.

Μεταφορικά, ο κακόγουστος στη συμπεριφορά ή την εμφάνιση.

  1. Όχι ρε πούστη μου, πάλι έβγαλα γιαλαμά κι έχω και ραντεβουδάκι...

  2. Υποτίθεται έχει βάλει τα καλά του και κοίτα τον είναι σα γιαλαμάς!

Για έναν γιαλαμά τον στρμωξαν στην ψειρού (από allivegp, 14/02/12)Ασημάκης Γιαλαμάς (από joe909, 14/02/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φρεσκοχεσμένη κουράδα βοοειδούς. Μεταφορικά ο νωθρός, ο χωρίς πνεύμα και ενέργεια άνθρωπος, ο μαλθακός.

  1. Πρόσεχε μη πατήσεις καμιά σβουνιά άμα πας στο σταύλο.

  2. Κοίτα έναν ποντικαρά ρε πώς φιδιάζει, έκατσε πάλι σα σβουνιά το κωλόψαρο. Σήκω πάνω ρε στραβάδι, έχεις επερεσία στις τουαλέτες...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μικρό, συνήθως, περιφερειακό αντικείμενο. Εναλλακτικά, το όμορφο αντικείμενο - το μπιμπελό.

- Κατάφερα να συναρμολογήσω το έπιπλο από το Ικέα, αλλά γμτ μου περισσέψανε μερικές βίδες και κάτι άλλα τζίτζιλι-μίτζιλι!

- Πήρα ένα παπάκι, ρε φίλε, πανέμορφο και ατρακάριστο! Σου λέω τζιτζιλί το εργαλείο...

Βλ. και τζιτζιλόνι vs. τζιτζί.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αρχοντοσλάνγκ ή αριστο(κρατο)σλάνγκ ή μπουρζοσλάνγκ (από τους μπουρζουάδες).

Παλιακή έκφραση που παραπέμπει σε καταστάσεις ψευτοκυριλέ, από ανθρώπους ανώτερης συνήθως τάξης ή μορφωτικού επιπέδου που η κλάση τους δεν επιτρέπει σλάνγκικες εκφράσεις.

Όταν δεν θέλουν να προσβάλλουν ευθέως (π.χ. φάτηνα στον κώλο τώρα μαλάκα, εγώ στα ‘λεγα), αλλά με πλάγιο τρόπο (ίσως γιατί είναι μπροστά και μικρά παιδιά και ακούνε), θέλουν να υποδηλώσουν ότι κάποιος ελαφρόμυαλος ή αλαζόνας που νόμιζε ότι τα ήξερε όλα τον ήπιε, του ήρθε από κει που δεν το περίμενε.

Κυριολεκτικά, το αυτό.

Με άλλα λόγια:
Ρούφα την τώρα και μη μιλάς.
Σκάσε και κολύμπα.

  1. Τα λέγαμε με το Γιωργάκη να μη μπλέξει μ’ αυτή τη σουρλουλού, θα του τα φάει όλα. Τώρα με το διαζύγιο, αφού της έκανε και το παιδί, κάτσε στη μπανάνα Γιωργάκη, δεν θα του αφήσει ούτε τη γκαρσονιέρα στην Κυψέλη.

2, Θέλατε και μνημόνιο να σωθείτε από τη χρεωκοπία φραπέλληνες της μίζας και του βολέματος, κάτσε στη μπανάνα μαλάκα Έλληνα που θα πιάσεις κότσο το ντόιτς.

(από VAG, 23/03/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά:

α) ο καλικάντζαρος
β) ο αναρριχητής (εδώ)

Μεταφορικά: ο δίχως στυλ, ο κακομούτσουνος, ο περίεργος στην όψη, ο ατημέλητος άνθρωπος.

Χρησιμοποιείται επίσης και για γραφή που δεν είναι ευανάγνωστη (τα γράμματα λέγονται και καρκαντζούλια), αλλά και για πράξεις που δεν αρμόζουν στις περιστάσεις (καρκαντζαλιές).

  1. Κοίτα τον πως ντύθηκε ο γιαλαμάς, σαν καρκάντζαλος είναι πάλι...

  2. Τι γράμματα είναι αυτά παιδάκι μου; Σα καρκαντζούλια είναι, θα μου βγουν τα μάτια...

  3. Άρχισες πάλι τις καρκαντζαλιές; Για συμμαζέψου, το μαγαζί είναι κυριλέ...

  4. Καρκαντζουλέησιονς, πάλι μετεξεταστέος έμεινες ρε κούτσουρο;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύνθετη λέξη, αποτελείται από τον πούτσο και την κατάληξη –κλέτα, δανεική και συντμημένη από τη μοτοσικλέτα (motorcycle) ή τη μπισικλέτα (bicycle).

Προφανώς πρόκειται για συνένωση λέξεων με αλληγορικό νόημα. Από τη μία, ο φαλλός, που εκπροσωπείται από τη λέξη «πούτσος» και συμβολίζει τη σεξουαλική πράξη και την προς τα πάνω βλέψη, την ανόρθωση, τη δημιουργικότητα και από την άλλη η (μοτοσι)-κλέτα που αντιπροσωπεύει την ελευθερία, την περιπλάνηση, το ταξίδι. Σα να λέμε ταξιδιάρικο γαμήσι ή γαμιώντας ταξιδεύεις.

Ακούγεται συνήθως από άνθρωπο που έχει στην κατοχή του (ή έστω του αρέσουν) δίκυκλα μηχανοκίνητα ή μη οχήματα, εις περίπτωση ήντινα επιθυμεί όπως επιβιβάσει νεαρά κορασίδα χαλαρών ηθών. Βέβαια, υπάρχει πάντα ο κίνδυνος να χαρακτηριστεί, από την τελευταία, ως χυδαίος μαλακοκαύλης, κάφρος τσουτσουνοπαίχτης και γενικά μουνόδουλος φαντασιωσιόπληκτος. Για το λόγο αυτό η ηχητική ομοιότης μεταξύ πουτσοκλέτας και άλλης –κλέτας σώζει την κατάσταση, όπως εξάλλου διαφαίνεται και εις το παράδειγμα (1) του λήμματος.

Εις άλλη περίπτωση χρησιμοποιείται η ίδια λέξη για να εκφράσει τον ξυλοδαρμό (ο οποίος πολλάκις συνδέεται με τη συνουσία) με τη μετακίνηση, κοινώς «σε πάω γαμιώντας», «σε γαμάω κωλοφεράντζα» κλπ. παράδειγμα (2) του λήμματος

Άλλη ενδεχόμενη χρήση του όρου, είναι κατά τη μετατροπή ενός φυσιολογικού, κατά τα φαινόμενα ανδρικού μορίου, εις πουτσοκλέτα. Αυτό συμβαίνει καθώς εκαυλώθει το εν λόγω μόριο από τυχόν πιπινοκαυλάκι περαστικό και πρόστυχο και μετατράπηκε σε όχημα που μαρσάρει έτοιμο να εκτοξευτεί πυραυλοκίνητο. παράδειγμα (3) του λήμματος

  1. -Κοπελιά φαίνεται να σ’ αρέσουν οι βόλτες, τι λες πάμε μια βόλτα;
    - Μπα! Και με τι θα πάμε βόλτα ρε καρμοίρη;
    - Ανέβα στην πουτσοκλέτα και θα δεις τον κόσμο μ’ άλλο μάτι…
    - Α να χαθείς, χυδαίε.
    - Γιατί βρε κοπελιά, χιλιάρα μηχανή λέμε…

  2. Κακα τα ψεμματα...αν ο καραφλας ειχε ενα κρανος θα τους εβγαζε πουτσοκλετα εξω μονος του! Αυτη η αγελοποιηση και η μηδεν προσωπικοτητα μου φερνει εμετο! Καταφεραν να στρεψουν την κοινη γνωμη υπερ του χρυσαυγιτη...(εδώ)

  3. Πουτσοκλέτα μαs τον έκανεs! (εδώ)

Πουτσοκλέτα πρωτότυπο 1 (από VAG, 11/07/12)Πουτσοκλέτα "η εξέλιξη" (από VAG, 11/07/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μουσική σλανγκιά: περιγράφει μια ρυθμική ποιότητα της μουσικής, συνήθως με σταθερό ή/και αργό τέμπο, που εκφράζει υπόγεια συναισθήματα υποβόσκουσας έντασης αλλά και επικοινωνία βασισμένη στη μυστικιστική ρυθμικά επανάληψη (ως λούπα) που σταδιακά κορυφώνει χωρίς ουσιαστικές αλλαγές στα μουσικά μοτίβα, αλλά σε εναλλαγές ήχων και ριφ.

Αναφέρεται συνήθως στη μαύρη μουσική, τζαζ, φανκ, σόουλ, λάτιν, χιπ χοπ κ.ά.

Εδώ υπάρχει σαφής διαφοροποίηση από το «γκρουβ» όπως χρησιμοποιείται στην αγγλική. Η «γκρούβα» είναι ελληνική έκφραση και όπως όλα τ’ άλλα, εμείς οι ελληναράδες μουσικάντηδες νοσταλγοί των σέβεντηζ, την πήραμε και της γαμήκαμεν τα πρέκια, όπως άλλωστε της αρμόζει.

- Καιρό είχαν να ακούσω τόσο άνετη μπάντα. Φαίνεται καθαρά ότι ξέρουν πολύ καλά τι κάνουν και γκρουβάρουν άψογα. Η «γκρούβα» 'ηταν ανέκαθεν δύσκολο πράγμα για τους Μεσόγειους. Οι δικές μας μπάντες έχουν (και είχαν) πολύ καλούς μουσικούς αλλά από γκρουβ είναι πάντα σφιγμένοι. (εδώ)

- Υπαρχουν διαφορετικα ειδη groove,ο σωστος μεταλ ντραμμερ θα γκρουβαρει και αυτος,οπως γκρουβαρει και ο κρουστος της Συμφωνικης του Βερολινου... Wink,οπως γκρουβαρει και ο ντραμμερ του Μακη,οπως πρεπει να γκρουβαρει καθε μουσικος (και τραγουδιστης),γκρουβ δεν απαιτει μονο το shuffle & το funk.
εδώ

- Παίξε μια γκρούβα απ' τα παλιά ρε Γιώργη να θυμηθούμε τα νιάτα μας που χτυπιόμαστε στα πατώματα με τον Τζέιμς Μπράουν...

Για πολλούς η απόλυτη γκρούβα... (από VAG, 23/07/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επαγγελματική σλανγκιά (1): Απομεινάρι ή μικρό κομμάτι τάβλας με μήκος κάτω του ενός μέτρου.

Επαγγελματική σλανγκιά (2): Ψάρι ανοιγμένο στη μέση με βγαλμένη τη ράχη για ψήσιμο στη σχάρα ή το τηγάνι. Χρησιμοποιείται κυρίως για κέφαλους.

Απαντάται στη βόρεια Ελλάδα και μάλλον ο όρος αναφέρεται σε επιφάνειες λεπτές σε πάχος.

Μεταφορικά, πέρα από την προφανή ηχοποίητη χλάπα-χλούπα που ό,τι πετάει το ντουφεκάει, συνδέεται με αρνητικό πρόσημο με τη μασαμπούκα με μια δόση υπερβολής, αλλά και με οτιδήποτε υπερβολικό σε δραστηριότητα φάση κι έτσι ξερω γω.

1. Καθαρίζουμε τα ψάρια, τα χαράζουμε και τα ανοίγουμε στη μέση από την κοιλιά χλάπα τα λέει ο ψαράς μου. Τα αλατίζουμε, τα αλευρώνουμε, και τα τηγανίζουμε σε καυτό ελαιόλαδο.

2. Το πιο χυδαίο απ΄όλα όμως είναι ότι τα «μεγάλα» και «ανεξάρτητα» blog που ΕΣΕΙΣ με τις επισκέψεις σας τα ανεβάζετε στις πρώτες θέσεις έχουν κάνει χλάπα της το θέμα, αποδεικνύοντας πόσο βρομερά και διατεταγμένα λειτουργούν.

(από VAG, 04/07/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που χρησιμοποιείται για να δείξει το σταδιακό σπάσιμο νεύρων.

Σου λιμάρω τα νεύρα, δηλαδή σου ροκανίζω την υπομονή σε σημείο που σ' τα κάνω τόσο κοφτερά που κόβουν με το παραμικρό, σε σημείο που έχουν αρχίσει και διαγράφονται. Σ' τα κάνω κρόσσια αλλά με διάρκεια, λάου λάου. Σ' τα κάνω τσατάλια αλλά με σχέδιο να σου αποδομήσω τη λογική σκέψη και να ανατρέψω την κοσμοθεώρηση για το ζεν και τον ταοϊσμό.

Εδώ το ζητούμενο δεν είναι ένα απλό σπάσιμο αρχιδιώνε, αλλά το σπάσιμο του τσαμπουκά. Να ξεχάσει ο άλλος ποιος είναι. Να βγει από τα ρούχα του, να ξεχάσει το όνομά του. Είναι αυτό που λένε «και πες πες, μας τα 'κανε φραπές», αλλά στο πιο σπασαρχίδικο.

Είναι κάποιοι άνθρωποι που έχουν μια κλίση σε αυτό, π.χ πολιτικοί, συνδικαλιστές, μικροπωλητές, επιχειρηματίες, υπάλληλοι τηλεφωνικών κέντρων κλπ. Απαιτούνται ιδιαίτερα προσόντα για να σου ροκανίζουν σιγά σιγά την ηρεμία. Μουρμούρα, γκρίνια και πολλά άλλα όπλα που διαθέτουν στην φαρέτρα τους κυρίως εκπρόσωποι του ασθενούς φύλου.

1. Το θέμα είναι ότι εμένα άμα μου μπει ιδέα, μπορώ τον άλλο να τον γανιάσω και να του λιμάρω τα νεύρα όπως τρώει η θάλασσα τον βράχο.

  1. - Ρε συ πού 'ναι η Άννα που την ψάχνω εδώ και κάτι μέρες;
    - Τι τη θες, να σου λιμάρει τα νεύρα, άσε κι έχει και περίοδο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ετυμολογία: ‹ γάνα (=επίχρισμα) + κατάλ. -ιάζω.
Επίσης για τη γάνα: η σκουριά που σχηματίζεται στα χάλκινα σκεύη που δεν τα έχουμε γανώσει, η καπνιά που κάθεται στα μαγειρικά σκεύη από τη φωτιά. Γάνωμα = κασσιτέρωμα, γυάλισμα.

Μεταφορικά: φωνάζω δυνατά λόγω αγανάκτησης, λόγω θυμού. Αλλιώς, δείχνει ταλαιπωρία, υπερβολική κουρασεμπορική Α.Ε., μανούρα που έχει προκληθεί χωρίς να εμπλέκεται ο θιγόμενος.

Πιο γενικά, δηλώνει μια κατάσταση σύγχυσης και δυσαρέσκειας που προκαλεί γκρίνια και μεταφέρεται μέσα από αυτό το πολυχρηστικό ρήμα. Ίσως να προέρχεται από την πολλαπλή χρήση της λέξης γάνα που συνήθως δίδει μια αρνητικότητα στα πράματα.

Ακόμα μερικοί ορισμοί με παραδείγματα (από εδώ):
1. η γλώσσα μου είναι καλυμμένη από λευκή επίστρωση εξαιτίας της δυσπεψίας ή άλλης αρρώστιας και γι' αυτό αποχτά άσχημη γεύση 2. για σκεύη, καλύπτομαι από σκουριά: «γάνιασε ο τέντζερης» 3. (συνεκδ.) διψώ πολύ: «γάνιασα μέχρι να βρω νερό» 4. (μτφ.) ταλαιπωρούμαι τρομερά: «γάνιασα να τρέχω για να σε προλάβω» 5. (μτφ.) μαυρίζω: «το παιδί γάνιασε απ το κλάμα» 6. για ασπρόρουχα, λερώνω: «τα γανιασμένα ρούχα δύσκολα καθαρίζουν στην πλύση». Συνώνυμο: γαριάζω.

  1. Μη γανιάζεις βρε Πασχάλη μου, αφού θα πάμε που θα πάμε στα συμπεθέρια...

  2. Αφού το κατάλαβες από την πρώτη στιγμή, τι μ' έχεις και γανιάζω;

  3. Αστοδιάτανο το παλιόπαιδο, μας γάνιασε όλους που την κοπάνησε μες στη νύχτα...

  4. Γάνιασα να καταλάβω τη διαφορά μεταξύ μουνιού και επανάστασης και κατέληξα στο πρώτο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified