Είδος στοματικού sex όπου η γυναίκα περιποιείται τον σύντροφό της, όχι απλώς γλείφοντας μέσα-έξω, αλλά στριφογυρίζοντας ταυτοχρόνως το ανδρικό μόριο.

— Τι έγινε ρε μαν με το γκομενάκι χθες;
Άσε φίλε... μου έκανε ένα στριφολαρυγγάτο η κοπελιά... ξηγήθηκε μόρτικα η τύπισσα.

έλα στον παππού να μάθεις... (από BuBis, 30/09/09)

Δες και -άτος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το βουλευτής, οπού μετά από αποκοπή του -υ- η λέξη πλέον αποκτά διφορούμενη έννοια: από τη μια όλοι καταλαβαίνουν ότι μιλάμε για έναν από τους 300 και από την άλλη εννοείται ότι το συγκεκριμένο άτομο «βολεύει» και κόσμο.

- Ρε φίλε... πώς θα γίνει να πιάσω δουλειά στο υπουργείο μεταφορών; - Θες να μιλήσω στον μπατζανάκη της ξαδέρφης μου; Είναι βολευτής ... κάτι θα κάνει και για σένα...

(από GATZMAN, 17/06/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κοινώς μια γκόμενα που έχει τρελό σώμα και χάλια μάπα. Κόβεις το κεφάλι και τρως το υπόλοιπο.

- Μαλάκα, κοίτα κωλαράκι η κοπελιά... Και βυζί... μπαλκόνι...
- Στάσου μαλάκα να γυρίσει να δεις πρόσωπο... Γκόμενα-γαρίδα σε φάση!!

Γκόμενα τ. butterface (< but her face), αν και πολύ αυστηρά κττμγ (από Khan, 13/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η τρομερά καυτερή κλανιά... που πηγάζει από τα άδυτα του εντέρου και συνήθως μυρίζει.

- Πωωω ρε φιλαράκι.... έφαγα κρύα χαλασμένα φασόλια για πρωινό... και άφησα ένα πυροκλάνι... γάμα τα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συγχώνευση των λέξεων Ας + (πού)μ(ε) = Ασμ

- Και τώρα εσύ τι γουστάρεις, ας πούμε; Να φας ξύλο;
ή - Και τώρα εσύ τι γουστάρεις, ασμ...; Να φας ξύλο;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λογοπαίγνιο με το όνομα του γνωστού μοντέλου της Nissan (Micra) για να προσδιορίσουμε την πραγματική αξία του συγκεκριμένου αυτοκινήτου.

- Άντε ρε...βιάζομαι, πήγαινε λίγο πιο γρήγορα!
- Τι θες ρε μ****α;!;!; Nissan Picra έχω...όχι Ζ4!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το σύνολο των γυναικών που πάνε ανά πεντάδες (τουλάχιστον) στην εκκλησία, φέρουν τα ίδια χαρακτηριστικά (1.55 το πολύ, κοιλάρες, βυζάρες, λεπτά ποδαράκια και απαραιτήτως κοντό μαλλί βαμμένο και φτιαγμένο στο κομμωτήριο την προηγουμένη το πολύ, χρυσός σταυρός και καλτσόν). Ο χαρακτηρισμός τους αποδίδεται στον χαρακτηριστικό θορύβο που παράγουν όταν βρίσκονται σε ομάδες (και μιλάνε ταυτόχρονα) που θυμίζει έντονα κοπάδι από γλάρους που πετάει κοντά στο ακρογιάλι.

- Φιλέ η γιαγιά σου είναι αυτή;
- Πω έχεις δίκιο ρε... καλύτερα να αλλάξουμε δρόμο γιατί θα πέσουμε μέσα στο κοπάδι με τις γλαρίνες και θα μας ζαλίσουν τα @@ για το μαλλί και τα σκουλαρίκια...

δώστε βάση στον ήχο που παράγουν οι γλάροι (από King_Alobar24, 04/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ουσιαστικός ορισμός του «τσέος» προέρχεται από το μπάτσος - μπατσέος - τσέος.

Χρησιμοποιείται:

  • είτε για να προσδιορίσει την άμεση επαφή με μπάτσους, χωρίς αυτοί να αντιληφθούν ότι αναφέρεσαι σε αυτούς,
  • είτε επειδή το να είσαι μπάτσος από κάποιους θεωρείται υποτιμητικό και ταπεινωτικό, για να προσφωνήσεις κάποιον που, εν ολίγοις, δεν ξηγιέται σωστά ή αλλιώς μόρτικα.

- Ρε τελικά δεν μπορώ να σε πάω στο αεροδρόμιο το βράδυ.
- Έλα ρε μαλάκα... μην είσαι τσέος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κοινώς η γκόμενα που τη βλέπεις και πετρώνεις... Όχι ακριβώς ολόκληρος, ένα μέρος σου όμως στάνταρ.

(Για όσους δεν κατάλαβαν, ας κάνουν μία ιστορική αναδρομή στην ελληνική μυθολογία και στην τερατόμορφη «Μέδουσα»).

Δες ακόμη: αστερίας, γκόμενα-γαρίδα, πουτσομούρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απο το αγγλικό «Local»... Χρησιμοποιείται από τους Έλληνες της Αγγλίας για να προσδιορίσουν τους κλασσικούς τύπους με την ασορτί φόρμα, κάλτσα πάνω από το αθλητικό παπούτσι, και καπελάκι (απαραίτητα), οι οποίοι είτε θα σε κλέψουν, είτε θα σε μαχαιρώσουν, είτε και τα 2 ...τα αντίστοιχα δικά μας «καβούρια» ή «κάγκουρες» σε πιο χαρντκόρ έκδοση.

- Μαλάκα σκάνε λοκάλια... Κρύψε τα τσιγάρα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified