Τυχαία, "με το μάτι", χωρίς να υπολογίζω (την ποσότητα, το χρόνο κτλ, για να φτιάξω κάτι).
- Για πόση ώρα ανακατεύω το μίγμα...
- Ε, στα κουτουρού.
Τυχαία, "με το μάτι", χωρίς να υπολογίζω (την ποσότητα, το χρόνο κτλ, για να φτιάξω κάτι).
- Για πόση ώρα ανακατεύω το μίγμα...
- Ε, στα κουτουρού.
Got a better definition? Add it!
Αόριστος του ζουφιάζω. Κουρνιάζω.
Η γάτα ζούφιασε στη φωλιά της. Κοιμάται εδώ και ώρα.
Got a better definition? Add it!
Πέθανε.
Πήγα να δω τί έκανε ο παππούς και τί να δω, ντακόρδιασε. Τον κηδέψαμε προχθές.
Got a better definition? Add it!
Got a better definition? Add it!
Προστακτική του ρήματος παλουκώνω, προστάζω κάποιον να καθίσει ήσυχα σ' ένα μέρος.
Παλουκώσου επιτέλους! Με ζάλισες!
Got a better definition? Add it!
Κατάληξη που παραπέμπει σε υποτιθέμενο φάρμακο που παίρνεις για να τα γράφεις όλα στ' αρχίδια σου.
- Ρε συ, κόψε το σταρχιδιαμόλ και κάτσε δούλεψε λιγάκι...
Σχετικό λήμμα: γραψαρχιδίνη
Got a better definition? Add it!
Βαρέθηκα και φεύγω.
- Ουφ! Μπιζέρσα! Πάω σπίτι.
Got a better definition? Add it!
Got a better definition? Add it!
Γυναίκα που είναι πολύ χοντρή, άσχημη, ίσως και να βρομάει. Επίσης δεν έχει πολλούς φίλους και διστάζει να συζητά με τους γείτονες.
- Ο κυρ Κώστας κάθε μέρα δεν ξεχνά να μου λέει καλημέρα και να μου φέρνει την εφημερίδα στην πόρτα μου.
- Ναι είναι ο ιδανικός γείτονας. Απορώ όμως, πώς παντρεύτηκε αυτή τη μπλαμούτσα τη γυναίκα...
Βλ. και χουφτιάρα, μπράσκα, η, όρκα, πατοκαφρόλα, φακλάνα, φρι Γουίλι, free Willy, φώκια, χαβούζα, η, χαβούζα, η, μπουρέκλα, θωρηκτό Ποτέμκιν, μποχλάδα /-ω, κεφτές με πόδια, κουνιότα
Got a better definition? Add it!
Συντομογραφία του «προφανώς».
- Θεωρώ ότι πέρα από όσα έχουν συμβεί μέχρι τώρα, την αγαπάς την Ξανθή...
- Προφ.
Βλ. και σχετικό λήμμα προφάνουσλυ
Got a better definition? Add it!