Μπερδεμένη κατάσταση.

- Έμαθες για το καινούριο σύστημα στο πρωτάθλημα...
- Άσε μπερδεψοκατάσταση...

Got a better definition? Add it!

Published

Στη γωνία.

- Έβαλε μια γκολάρα, η μπάλλα καρφώθηκε εκεί που γαμιένται οι αράχνες.

Cunning spider (από Vrastaman, 29/03/09)Στη γωνία! (από Vrastaman, 29/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Kλάνω (για μωρά ή παιδάκια).

Έκανες προυπ; Μύρισε!

(από HODJAS, 08/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βαρέθηκα και φεύγω.

- Ουφ! Μπιζέρσα! Πάω σπίτι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τυχαία, "με το μάτι", χωρίς να υπολογίζω (την ποσότητα, το χρόνο κτλ, για να φτιάξω κάτι).

- Για πόση ώρα ανακατεύω το μίγμα...
- Ε, στα κουτουρού.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πούτσα.

Η Σάσα είναι μεγάλη ψώλα. Αν βάλεις στη σειρά τις καρέσες που έχει φάει, φτάνεις στην Αμερική!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πέθανε.

Πήγα να δω τί έκανε ο παππούς και τί να δω, ντακόρδιασε. Τον κηδέψαμε προχθές.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γυναίκα που είναι πολύ χοντρή, άσχημη, ίσως και να βρομάει. Επίσης δεν έχει πολλούς φίλους και διστάζει να συζητά με τους γείτονες.

- Ο κυρ Κώστας κάθε μέρα δεν ξεχνά να μου λέει καλημέρα και να μου φέρνει την εφημερίδα στην πόρτα μου.
- Ναι είναι ο ιδανικός γείτονας. Απορώ όμως, πώς παντρεύτηκε αυτή τη μπλαμούτσα τη γυναίκα...

(από klanidi, 03/05/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατάληξη που παραπέμπει σε υποτιθέμενο φάρμακο που παίρνεις για να τα γράφεις όλα στ' αρχίδια σου.

- Ρε συ, κόψε το σταρχιδιαμόλ και κάτσε δούλεψε λιγάκι...

Σχετικό λήμμα: γραψαρχιδίνη

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση εκδήλωσης ικανοποίησης που σημαίνει ότι η ομάδα σου κέρδισε (δύο μηδέν).

- Πόσο ήρθε η Νικάρα;
- Δύο μηδέν λακέρδα!
- Έλα ρε, τέλεια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified