Κοινώς, από το' να μπαίνει κι από τ' άλλο βγαίνει. Φράση αγανάκτησης, που την λέμε όταν τα λόγια μας πάνε εις μάτην. Συχνά απαντάται και σαν ''μπενάκης-βγενάκης'', λόγω προφανούς ηχητικής ομοιότητας του πρώτου μέρους της φράσης με το γνωστό επώνυμο. Ίσως δε αυτή να ήταν και η αφορμή για την προέλευσή της.

Συνώνυμα: Φωνή βοώντος.

Σου λέω μάλλιασε η γλώσσα μου.... Χαμπάρι ο κύριος, μπαινάκης-βγαινάκης!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κόλπα, ακίνδυνου -θεωρητικά- επιπέδου και χαρακτήρα. Η λέξη προέρχεται απο την ιταλική cerimonia (που με την σειρά της βρίσκει ρίζες στην λατινική caerimonia) που σήμαινε την (θρησκευτική) τελετή. Με την πάροδο του χρόνου και κατόπιν ευρείας χρήσεως στα Επτάνησα, όπου πάμπολλες λέξεις εισχώρησαν στο ντόπιο λεξιλόγιο κατά τις περιόδους της ενετοκρατίας, η λέξη έφτασε να δηλώνει αρχικώς τα αθώα παιδικά κόλπα/πειράγματα και κατόπιν να πάρει την χρήση όπως την ξέρουμε και την χρησιμοποιούμε σήμερα. Δηλαδή, τα πάσης φύσεως τεχνάσματα, ελιγμούς, παγαποντιές προκειμένου να πετύχουμε/αποφύγουμε κάτι.

Συνώνυμα: κόνξες, τσαλιμάκια, κορδελάκια.

  1. Μη μου κάνεις τώρα τσιριμόνιες, άστα αυτά! Θα γίνει έτσι όπως είπαμε, μην με σκας πάλι...

  2. - Τι σου είπε, τελικά ο Βαγγέλης ; - Εεεε, πήγε να μου κάνει κάτι τσιριμόνιες στην αρχή, αλλά τον έβαλα στη θέση του και τα βρήκαμε. Όλα ΟΚ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βάζω χέρι, σε κοπέλα κυρίως (γιατί όπως λέει και ο θυμόσοφος λαός, το κοτόπουλο και η γυναίκα θέλουν χέρι). Επίσης μπορεί να απαντηθεί και σαν χεριάζω, μόνο που στην περίπτωση αυτή το λήμμα αποκτά και τις σημασίες του α) δέρνω και β) πειράζω (και ενίοτε κλέβω).

  1. - Πέτυχα τον Τάσο στο σινεμά, χτες... - Μιλήσατε ; - Όχι γιατί καθόταν παραδίπλα και χερίκωνε μια, δεν κατάλαβα και ποια ήταν, μες στα σκοτάδια...

  2. - Τα τσογλάνια μου γρατζούνισαν την πόρτα, τα μαλακισμένα... - ... Θέλουν ένα χερίκωμα ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πίνω πολύ νερό.

- Μαλάκα, μετά τα σαλάμια κι εκείνα τ'αλμυρά που είχα ντερλικώσει ήπια 5 λίτρα νερό, γκαγκάνιασα σου λέω....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Και καλά. Δήθεν. Λέμε τώρα. Τάχα μου. Ντεμέκ. Όλα αποτελούν συνώνυμα της φράσης αυτής, που διαδίδεται ταχέα το τελευταίο διάστημα, τείνοντας να πάρει την θέση των «προκάτοχων» της, ενίοτε.

Σημ. Τις περισσότερες φορές, η φράση κλείνει μια πρόταση (ή τον σχολιασμό), σπανιότερα δε, λειτουργεί σαν εισαγωγή.

  1. -Γιατί δεν ακολούθησε τελικά ο Αντώνης χτές, ρε συ; -Ήρθαν, λέει, οι γονείς του ξαφνικά και δεν μπορούσε να φύγει, σε φάση... - Α καλα... Γκομενοδουλειά, μυρίζομαι...

  2. (από συζήτηση για ταινία...) - Κάτσε δεν κατάλαβα, αυτά τα Χόμπιτ, δηλαδή, τι είναι; - Εεε, σε φάση, κάτι μεταξύ ανθρώπου και νάνου, πως να στο περιγράψω...

  3. -Έβγαλα εισιτήρια για Νέα Υόρκη, φεύγω την άλλη βδομάδα! -Ωραίοοος! Θα ζήσεις το αμερικάνικο όνειρο ρε! Γκόμενες, λεφτά, σπίτια... - Ναι, σε φάση...

Δες και φάση. Σύγκρινε: ένα πράμα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ψηλός άνθρωπος.

Από το αριθμητικό πρώτος (δηλ. ο νούμερο ένα μιας σειράς) και το μπόι, που σημαίνει ύψος (boy στα τούρκικα είναι το ανάστημα).

Ενίοτε μπορεί να χρησιμοποιηθεί και ειρωνικά, δηλ. προς κάποιον αρκετά κοντό.

Να σημειωθεί, ότι πλήθος εκφράσεων έχουν την λέξη μπόι, έναντι των πιο κοινών ύψος/ανάστημα: π.χ. κρίμα το μπόι σου, ρίχνω μπόι, είναι στο μπόι μου (κάτι ή κάποιος) κλπ.

  1. Τον Στέφανο είχα να τον δώ απο πέρσι το καλοκαίρι, πρώτο μπόι έγινε!

  2. - ...κι εγώ θα παίξω μπροστά, για να παίρνουμε καμιά κεφαλιά... - Σιγά ρε πρώτο μπόι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γνωστή προσευχή ''Πάτερ Ημών''. Στον ενικό, λειτουργεί σαν απειλή. (πχ. κάτσε ήσυχα αλλιώς θα ακούσεις το πάτερ ημών). Ο πληθυντικός όμως, δίνει στη φράση μας μια χροιά προειδοποίησης, συμβουλής, προετοιμασίας για το τι πρόκειται να ακολουθήσει. Ενίοτε, χρησιμοποιείται κυριολεκτικά. Απλά ο αδόκιμος πληθυντικός δίνει μια όχι τόσο επίσημη νότα, μια πιο σκωπτική άποψη.

Φαίνεται (ή ακούγεται καλύτερα) σαν μπαμπαδισμός, αλλά δεν είναι.

  1. Σύμφωνα με την επίμαχη μετάφραση, η ημέρα της κρίσεως κοντοζυγώνει: 21 Μαΐου του 2011. Αφήστε τα πληκτρολόγια κι αρχίστε τα πατερημά!
    (από φόρουμ lexilogia.gr)

  2. να απολυθούν όλοι οι παπάδες.
    ποιά είναι η παραγωγκότητά τους ;
    με τα πατερημά και κυριελέησον ανεβαίνει το ΑΕΠ ; (απο phorum.gr)

  3. Ρε σου λέω, τα' χω πάρει! Θα με δούνε και θα αρχίσουνε τα πατερημά ....

(από Galadriel, 30/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κοπέλα, που είτε συχνάζει είτε όχι στην περιοχή απ' όπου προέρχεται κ το λήμμα (Μπουρνάζι), φέρει τα εξής χαρακτηριστικά: μαλλί ντεκαπαρισμένο ως τη ρίζα, μακιγιάζ σαν τσίρκο του Πεκίνου (π.χ. φούξια κραγιόν, φιστικί σκιά), στράπλες ή τιραντέ τοπάκι για προφανή επίδειξη του (μεγάλου ή άνω του μετρίου συνήθως) μπούστου, φουστίτσα σούπερ-μίνι ή οποιοσδήποτε άλλος κακόγουστος συνδυασμός (π.χ. σορτσάκι γυναικείο με μπότα, καλσόν χοντρό με γόβα-στιλέτο), καθώς και αξεσουάρ που σε λάμψη και μπιχλιμπίδι ξεπερνούν ακόμα και το παλάτι του χαλίφη του Μπαχρέιν.

Ο εν λόγω τύπος κοριτσιού, ακούει μέινστριμ r&b και Πέγκυ Ζήνα, πίνει φρεντοτσίνο (ή όποιον άλλο μυστήριο τύπο καφέ λανσάρεται στη μόδα) και έλκεται από δύο τύπους ανδρών: α) κάγκουρες (εαν η μπουρναζογκόμενα μας είναι μικρή σχετικά σε ηλικία) και β) σφίχτες (όταν είναι κάπως πιο μεγάλη).

Προσοχή! ο τύπος αυτός γυναικών δεν προέρχεται από την περιοχή που αναφέρεται στο συνθετικό του τίτλου τους, απλά το μέρος χρησιμοποιείται σαν σημείο αναφοράς, λόγω της μακρόχρονης παράδοσης στον τρόπο διασκέδασης που έλκει τα συγκεκριμένα άτομα.

– Πολύ μωρό αυτή η Βιβή, ε...;
– Έλα ρε μαλάκα, σύνελθε! Η μπουρναζογκόμενα;;;

Δες και -μούνα, -γκόμενα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατά κόσμον η μπύρα Άμστελ. Τίτλος που αποκόμισε λόγω της συχνής εμφάνισής της παραπλεύρως οικοδόμων, ημεδαπών τε και αλλοδαπών εις τα ανά τη χώραν γιαπιά.

Ρε Νάσο, πετάξου μια μέχρι το περίπτερο και φέρε 2-3 μπυράκια.
— Τι μάρκα;
— Εε, του οικοδόμου ρε, κλασσικά.

Δες και όπου φτωχός κι η μπύρα του.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το κλασσικό μπακιρένιο, συνήθως κοκκινόχρωμο κανατάκι που σερβίριζαν παλιότερα το κρασί, αλλά κι ακόμα σε διάφορα ντεμέκ ταβερνεία ή ρακοκρασάδικα (πχ. Θησείο, Γκάζι). Το όνομα του, από το ιταλικό quartuccio (=quarto), σημαίνει τέταρτο, ακριβώς γιατί περιέχει 1/4 του κιλού κρασί. Εξού και πολλές φορές λέγεται και καρτούτσο.

- Μάστορα, πιάσε ένα κατρούτσο ακόμη...

(από jimakos, 10/02/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified