Όπως και το ματσακόνι, θεωρείται εργασία ναύτη σε καράβι, αλλά δηλώνει επίσης και την σεξουαλική επαφή, το σφυροκόπημα της γυναικός κατά την ερωτική επαφή με το αντρικό μόριο, θυμίζοντας έτσι την σχετικήν εργασίαν εκτελουμένη από τον ναύτη... Απλά το αεροματσάκονο, σαν δημιούργημα της σύγχρονης τεχνολογίας, όπως βοηθά τον ναύτη να ματσακονίσει καλύτερα και γρηγορότερα, έτσι υποδηλώνει ακόμη δυνατότερη και με περισσότερη ένταση σεξουαλική επαφή. Αυτό το μέσα-έξω θα γίνει τόσο δυνατά και γρήγορα όσο είναι αδύνατον να επιτευχθεί με ανθρώπινα χέρια και δύναμη, αλλά μονάχα με ένα δυνατό εργαλείο!

- Την είδες την δόκιμο πλοίαρχο ;
- Άμα μου παρακολλήσει έχει να φάει αεροματσάκονο... θα δει τον Χριστό φαντάρο το παλιοπούτανο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα που πριν καν κλείσει τα 18 της οδηγάει το αμάξι του μπαμπά πηγαίνοντας με τις ξεκωλιάρες φίλες της που αλλού;Στις καφετέριες...

Επίσης υποδηλώνει την μικρή σχετικά σε ηλικία γυναίκα που δεν κατάφερε κάτι συγκεκριμένο στη ζωή της παρά μόνο να μάθει να οδηγεί και να κάνει πίπες.

- Κοίτα με τι αέρα και υφάκι παρκάρει αυτή εδώ η αυτοκινούμενη πίπα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκτός από γυναίκα που το μόνο γυναικείο της χαρακτηριστικό είναι τα μακρυά μαλλιά (εξού κι ο αγαπητός cult ποδοσφαιριστής) σημαίνει το τραβέλι / τρανς με ανδροπρεπή χαρακτηριστικά και μοναδικό θηλυκό στοιχείο τα μακρυά μαλλιά / περούκα.

- Ρε την είδες την τραβέλω ;
- Έλα ρε μαλάκα, σαν τον Βαμβακούλα είναι, έλεος!

Βαμβακούλας (από Remedios Varo, 03/04/12)(από Khan, 03/04/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το βρωμοθήλυκο, η ποταπή γυναίκα, η τιποτένια και ενίοτε το πορνίδιο που αποβλέπει στο συμφέρον από κάποιον ερωτικό σύντροφο/σχέση. Δεν συνεπάγεται σωματική βρωμιά απαραίτητα μιας και είναι κατά κύριο λόγο μεταφορική λέξη.

- Τι έχεις ρε φίλε και είσαι έτσι; Τι σου συνέβη;
- Άστα ρε φίλε, με παράτησε η βρώμα για τον καινούργιο γκόμενο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Θα ήταν φυσικό να είναι και ο ομοφυλόφιλος που επιδίδεται σε στοματικό σεξ ή επιζητεί έστω το στοματικό σεξ με επιβήτορες παρόλο που είναι βρώμικος ψυχικά / σωματικά. Η λέξη εν μέρει αυτό σημαίνει, αλλά προήλθε και από φαντάρους της Αεροπορίας Στρατού που, ως γνωστόν, είχαν το λεγόμενο βύσμα-τσιμπούκι και τα κανόνιζε όλα για εκείνους δωρικά και τηλεφωνικά! Βρωμοτσίμπουκας ήταν εκείνος που με υποχθόνιο τρόπο κανόνιζε βυσματικές-τσιμπουκωτές άδειες με το βύσμα / τσιμπούκι του. Γινόταν αντιπαθής από τα υπόλοιπα βύσματα πολύ σύντομα, σαν επακόλουθο.

- Ρε είδες το κωλόψαρο που πήρε 7ημερη τσιμπουκωτή;
- Άντε μωρέ με τον βρωμοτσίμπουκα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο του μεγάλου σαν κεφαλάκι γάτας πουτσοκέφαλου!

Εκτός σεξουαλικής συζητήσεως σημαίνει μεγάλα κομμάτια στερεοποιημένης λάσπης και προφανώς άχρηστης προς σοβάντισμα τοίχων.

Μπορεί να σημαίνει πολλά που μπορούν να σχετιστούν με ένα κεφαλάκι γάτας γύρω μας. Στην cult ταινία του Μπόκολη «Ποιος θα πηδήξει την γοργόνα», νεαρός αγνώστων λοιπών στοιχείων και ενώ γαμάει από τον κώλο την συμπρωταγωνίστριά του (γοργόνα) της λέει «Πάρε το γατοκέφαλο μου!» -κτλ.

Πώπω τι γατοκέφαλο έχεις στον πούτσο σου επάνω! Μόνο μάτια δεν έχει και μουστάκια!

(από Remedios Varo, 03/04/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οφθαλμοφανώς θα μπορούσε κάποιος να πει ότι είναι ακριβώς το ίδιο με τον καριόλη. Δεν είναι όμως! Ο καριόλας είναι κάτι ανάμεσα σε καριόλη και καριόλα. Είναι ο ομοφυλόφιλος καριόλης άντρας με θηλυκή συμπεριφορά / εμφάνιση.

Κάποιος τηλεθεατής κάποτε σε παλαιότερη εκπομπή του Ευαγγελόπουλου / Εθνικού Σταρ αποκάλεσε έτσι έναν θηλυπρεπέστατο ομοφυλόφιλο καλεσμένο (βλ. σχετικό μήδι).

- Κοίτα φάτσα ο καριόλας!

(από Remedios Varo, 03/04/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. O μουσικός πνευστού οργάνου.

  2. Μεταφορικά εκείνος/η που του/της αρέσει να επιδίδεται σε στοματικό σεξ με περίτεχνο τρόπο, θυμίζοντας πραγματικά έμπειρο μουσικό πνευστού φιλαρμονικής. Συνήθως δεξιοτέχνης στην πίπα.

- Θα σου κάνω μια πίπα που θα σου μείνει αξέχαστη!
- Άντε ρε παλιόπουστα, κλαρινοπαίχτη! Θα 'θελες!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μαλάκας αναγραμματισμένος ώστε να μην προσβάλλεται η αισθητική μερικών λεπτεπίλεπτων ανθρώπων με το άκουσμα της λέξης «μαλάκας».

- Κοίτα φίλε μια γκόμενα!
- Τρελό μωρό, δες και μ' ένα λακαμά που κυκλοφορεί!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνήθως θεωρείται εργασία ναύτη σε καράβι, αλλά δηλώνει επίσης και την σεξουαλική επαφή, το σφυροκόπημα της γυναικός κατά την ερωτική επαφή με το αντρικό μόριο, θυμίζοντας έτσι την σχετικήν εργασίαν εκτελουμένη από τον ναύτη...

Άμα μου κάτσει η τύπισσα, έχει να φάει τρελό ματσακόνι!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified