Ατάκα που την λέμε συνήθως σε σπαστικούς γείτονες οι οποίοι μας απειλούν ότι θα καλέσουν την αστυνομία, επειδή έχουμε πολύ δυνατά την ένταση της μουσικής. Η ατάκα αυτή χρησιμοποιείται πάντοτε ειρωνικά, και έγινε γνωστή από την κωμική σειρά «Δέκα λεπτά κήρυγμα».

- Ρε αλήτες είναι 11 η ώρα! Χαμήλωσε τη μουσική γιατί θα καλέσω το 100!
- 001, με την όπισθεν!
- Άι στο διάλο κωλόπαιδα...

(από boulgaroktonos, 03/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πολυάγκιστρο, ή αλλιώς αγκορέτο, ένα πολύ διαδεδομένο είδος ψαρέματος.

Έχει πάρει το όνομα του από την μορφή της αρματωσιάς, η οποία μπορεί να περιλαμβάνει τουλάχιστον δέκα αγκίστρια δεμένα στην σειρά, πάνω στο παράμαλο. Μπορείτε να το φτιάξετε μόνοι σας, ή να το βρείτε έτοιμο στην αγορά σε διάφορες μορφές. Αυτό σημαίνει ότι μπορεί να είναι φτιαγμένο με διάφορα μεγέθη πάχους της πετονιάς και διάφορα μεγέθη και τύπους αγκιστριών. Συνήθως χρησιμοποιείται, και μάλιστα είναι πολύ αποτελεσματικό, για το ψάρεμα του κέφαλου, του λαβρακιού και της τσιπούρας. Αυτό δεν αποκλείει βέβαια να βρεθεί πιασμένο στα αγκίστρια σας ένα χταπόδι. Τα πιο κοινά δολώματα με τα οποία αρματώνουμε το πολυάγκιστρο μας είναι το άσπρο ψωμί, η σαρδέλα και η ψαροτροφή.

- Ωραία μέρα σήμερα, πάμε για ψάρεμα;
- Και δεν πάμε...
- Ψαροντούφεκο ή αγγουρέτο;
- Εμμ, αγγουρέτο σήμερα γιατί πάμε για ήπια πράγματα...

(από boulgaroktonos, 10/01/12)

Κλοπυράϊτ: εδώ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο του αλβαναρία. Το λήμμα αυτό, το χρησιμοποιούμε όταν θέλουμε να αναφερθούμε σε κάποια παρέα αλβανών (μεγάλη συνήθως) η οποία ως γνωστόν το παίζει «γαμάμε» (τίγκα στο φλίπερ, και δώστου οι μπύρες). Αλβανίες θα συναντάτε στο μετρό, σε πλατείες, στην Ομόνοια, και όχι μόνο.

-Κοίτα την αλβανία που πλάκωσε...
-Τσάμπα μπύρες, τι περίμενες;;

(από boulgaroktonos, 15/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άτλας λέγεται κάποιος που είναι καραφλός, και υπερβολικά ψηλός. Επίσης μπορεί να είναι και παχύσαρκος. (Προέρχεται από τον Άτλα, της μυθολογίας)

-Πω ρε φίλε κοίτα αυτόν στη γωνία! Είναι τεράστιος!
- Ο Άτλας να πούμε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η χοντροκώλα γκόμενα, που είναι φαρδιά κάτω και στενή πάνω, αυτή που έχει μεγάλη λεκάνη.

-Κοίτα την αχλάδω που περνάει!

(από boulgaroktonos, 03/01/12)(από boulgaroktonos, 03/01/12)

Βλ. και αχλαδομουνοπατσαβούρα, αχλαδομούνα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κλασικός λιγούρης γέρος που παίρνει μάτι. Σε ακραίες περιπτώσεις, τον συναντούμε με κυάλια στην παραλία. Γερολάζαρους θα δείτε σε καφενεία, πλατείες,τράπεζες και γενικότερα σε δημόσιους χώρους, πχ. ΙΚΑ.

- Ρε αγάπη μου, εκείνος ο γέρος στη γωνία με παίρνει μάτι συνέχεια!
- Χέστονε μωρέ τον γερολάζαρο να πούμε...

(από boulgaroktonos, 03/01/12)

Χαρακτηρισμοί με κύριο όνομα για συνθετικό: αστραπόγιαννος, βιαστικοθοδώρα, βουβαντώνης, γερολάζαρος, γυναικοθόδωρος, λωλοστεφανής, μαλακαντρέας, μαλακαντώνης, μουγγοθόδωρος, ντελημπάσχος, ντελήσαββας, παστρικοθοδώρα, στραβόγιαννος, τρελαντώνης, τρεμολάζαρος, τρομπογιώργης, τρυπαντωνάκης, ψευτοθόδωρος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το χρησιμοποιούμε όταν θέλουμε να μιλήσουμε για ένα κεφάλι κουρεμένο σύρριζα, ένα φαλακρό κεφάλι ή για κούρεμα με την ψιλή. Σπάνια το συναντάμε και ως «γούλα». Η λέξη γουλί όμως έχει και άλλες έννοιες:

  1. Το μέρος της ρίζας των φυτών που τρώγεται.

  2. Το βότσαλο, εξ ου και πολλές παραλίες στην Ελλάδα έχουν αυτό το όνομα.

  3. Καθετί λείο και γυμνό σαν το κλειστό λάχανο λέγεται επίσης γουλί.

- Ο Νάσος κουρεύτηκε γουλί!
- Για πάμε να του κάνουμε σύννεφο!

(από boulgaroktonos, 23/12/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δίκροκες ονομάζονται δύο γκόμενες που είναι κολλητές. Πάνε παντού μαζί, είναι συνέχεια μαζί, κοινώς «αυτοκόλλητες». Πάνε δυο-δυο, σαν το δίκροκο αυγό.

- Μόλις πέρασαν η Μαρία με την Έφη.
- Πολύ ωραίες δίκροκες...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κωδική έκφραση ώστε να μην καταλαβαίνουν οι γυναίκες τι συζητάμε με τους φίλους μας. Χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσουμε μια γυναίκα αρκετά ελκυστική, και πολύ σέξι, που μας παραπέμπει σε πονηρές σκέψεις - θέλουμε να την «φάμε» δηλαδή. Η έκφραση είναι νηστίσιμο στην ουσία ρωτάει: τρώγεται; είναι γαμήσιμο;

- Κοίτα ρε μαλάκα εκείνη με το κόκκινο!!!
- Είναι νηστίσιμο;;

πατοος (από georgegreek, 28/12/11)αρτησιμο (από georgegreek, 28/12/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αρσενικό της ζαργάνας, κάποιος ο οποίος είναι τρυφερός με τις γυναίκες, συνώνυμο του γουτσουγουτσουνιάρης.

- Τι θα φάμε απόψε Σούλα;
- Ό,τι θέλει ο ζαργανιάρης μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified