Ο βετεράνος, ο παλαίμαχος, ο παλιός, το παλιοσείρι - στρατιωτικές εκφράσεις (εξού και η αναφορά στην καραβάνα) που βγήκανε και απέξω από τα στρατόπαιδα και τις λέμε και οι λοιποί άσχετοι.

Ο ξεσκολισμένος, ο έμπειρος, ο γνώστης, ο ξύπνιος και συνεπώς ψύχραιμος σε δύσκολες καταστάσεις που δε μασάει. Χρησιμοποιείται από τους κοινούς θνητούς και ως αντίστοιχη των γκουρού, σενσέι, επαΐων κλπ.

Αντίστοιχη έκφραση με το «παλιά πουτάνα στο κουρμπέτι», και βεβαίως και το γριά πουτάνα... (θεγκζ σις), εφόσον όσα ξέρει ο δικός της κώλος, δεν τα ξέρει ο κόσμος όλος.

Πάσα: γαϊδουράγκαθος.

κλασομούνι: Το φαινόμενο οφείλεται σε συσσώρευση αέρα στον κόλπο καθώς ο μπούτσος τρομπάρει μέσα-έξω. Και, ως γνωστόν, ότι μπει, θα βγει. Είναι λίγο embarrassing για τη γκόμενα, αλλά άμα είναι παλιά καραβάνα, βάζει τα γέλια και πάτε γι' άλλο ένα.

Από εδώ - Brasil/Ημίζ: Στο καμάκι είμαι παλιά καραβάνα
Διάσημος ράπερ
Φορώ μπαντάνα
''Θες να γίνεις των παιδίων μου η μάνα;''

Από εδώ: gaidouragathos (από τα σχόλια παρακάτω): Μια παλιά καραβάνα που ήξερα, έλεγε: «Τον άντρα τον θέλω νάναι σπασμένος, χαρακωμένος...».

Εδώ: Είναι αυτό που λέμε παλιά καραβάνα... Το σκόρ είναι υπερβολικό γιαυτό που έπαιξε η ΆΕΚ σήμερα. Μπορεί να δείχνει μια επιβλητική ομάδα που κέρδισε άνετα αλλά ένα έχω να πώ και να επισημάνω. (81'-88') τρία γκόλ. Και σίγουρα έπαιξε ρόλο η εμπειρία και οι παλιές καραβάνες τισ ΆΕΚ. (Λύμπε,Δέλλας,Μπλάνκο)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που μεταφέρει πληροφορίες πρωτογενώς χωρίς εγκεφαλική επεξεργασία. Από το αυτί του ξεκινάει ένα νοητό μπουρί της σόμπας, του οποίου το άλλο άκρο βρίσκεται στο στόμα του: κάθε πληροφορία που εισέρχεται κουτρουβαλάει σύντομα προς τα κάτω και ξεχύνεται σαν εμετός έξω χωρίς σκέψη ή κακή πρόθεση.

Δεν πρόκειται για κουτσομπόλη, απλά ο αθρώπας δεν είναι σε θέση να κρατήσει τίποτα για πάρτη του ως καλός αγωγός πληροφοριών.

Μεταφέρει εξίσου άνετα, φυσιολογικά και ακομπλεξάριστα δικά του προσωπικά δεδομένα - τόσο προσωπικά που συχνά αφήνει τους ακροατές μαλάκες. Περιγράφει με ανατριχιαστικές λεπτομέρειες όλα όσα δεν αφορούν κανέναν, τα σχολιάζει πρώτος, γελάει με αυτά και φεύγει, χάνοντας συνήθως το υπέροχο θέαμα των πεσμένων σαγονιών των συνομιλητών τους που αναρωτιούνται από πού τους ήρθε.

Προφ από τα τρύπα και στόμα. Έχει τρύπα ολονών το στόμα; Σοβαρά; :P

-Μαλάκα αυτός ο φίλος σου ο Βαγγέλης δεν υπάρχει, τι είναι αυτά που λέει αριστερά και δεξιά...!
-αχαχαχα τι σας είπε πάλι το ζώον, για τις αιμορροΐδες του;
-Τι, το λέει παντού;! Ρε καθόταν και έλεγε με κάθε φυσικότητα ότι έκανε επέμβαση και του κόψανε λέει τον κώλο, αυτολεξεί δε σου λέω μαλακίες, έδειχνε και με το χέρι, πούστη τον κάνανε λέει! Και να πεις ότι έχουμε και θάρρος...
-Ναι μωρέ τον ξέρω, τρυπιόστομος εντελώς, καλό παιδί, αφού γελάει όταν τα λέει. Τη μαυρίλα στο μάτι την είδες; Του λέω τις προάλλες για πλάκα «τι έγινε ρε Βάγγο σε δέρνει η γυναίκα σου;» και κάθισε και μου περιέγραφε με λεπτομέρειες πώς όντως η γυναίκα του του είχε πετάξει ένα τσόκαρο στα μούτρα αχαχαχαχ σταρχίδια του εντελώς!
-Ρε, αμαρτία, τον κοροϊδεύουμε τον άνθρωπο... ααααααχαχαχ το μαλάκα αχαχαχ

-Για τη Σούλα του 2ου άκουσες τίποτα;
-Τι να ακούσω, για λέγε...
-Ξέρω 'γω, τι να σου πω καημένη είσαι και τρυπιόστομη φοβάμαι θα με εκθέσεις...
-Α ρε Βιολέτα με προσβάλλεις, μου εμπιστεύτηκες τίποτα και το είπα; -Εμ... όχι. Να το ρισκάρω; Φίλα σταυρό.
-Ε α γαμήσου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προκαλώ ζήλια διαλαλώντας πόσο γαμάτος είμαι. Κάνω τον έξυπνο και ενοχλώ με τη διόγκωση της μεγαλειώδους υπόστασής μου (ή ό,τι εσύ θεωρείς ως τέτοια).

Τεντώνω την παρουσία μου και διατυμπανίζω τα επιτεύγματά μου τόσο ώστε να πλημμυρίσω το πεδίο ορατότητάς σου με αυτά. Δε θα σε αφήσω να βλέπεις τίποτα άλλο παρά μόνο πόσο γουάου είμαι (εγώ ή όσα κατέχω), θα ξεχάσεις την ύπαρξη των πάντων και κυρίως τη μηδαμινή δική σου. Χώνω τη μεγαλειότητά μου σαν καρφί στο μάτι σου για να το πάρεις απόφαση οδυνηρά ότι είμαι διαγαλαξιακός, ανοξείδωτος και υπερσυντέλικος και εσύ μπροστά μου είσαι σκατά.

Αν όλα αυτά, αντί να τα κάνω εγώ, τα κάνεις εσύ, είσαι μαλάκας. Και παίζει να σε βάλω στο μάτι (να σε σταμπάρω, να σε έχω υπό παρακολούθηση) κι αν έχω ή αποκτήσω στη συνέχεια το πάνω χέρι, θα σε κάνω να το πληρώσεις, θα σε πάω γαμιώντας, και θα στα δώσω να τα φας τα σκατά που λέγαμετε, νομίζω;

Σο, η κεντρική ιδέα είναι ότι, δεν είναι καλό να μπαίνουμε στο μάτι του κόσμου γιατί όποιος πηδάει πολλά παλούκια, του μπαίνει κι ένα στον κώλο.

Βαμβακάρης: Να πεθάνεις, να πεθάνεις, να πεθάνεις
μὲ τὰ νάζια καιὶ τα κόλπα που μου κάνεις.
Δεν πεθαίνω, δεν πεθαίνω, δεν πεθαίνω
και στο μάτι σου γυαλὶ - καρφὶ θα μπαίνω.

Νικολαΐδης: Κουράστηκα ν’ αγωνίζομαι, να ενημερώνω, να εξηγώ, να βρίζω, να φωνάζω, να σατιρίζω και ίσως να «μπαίνω στο μάτι» κάποιων, διακινδυνεύοντας την όποια καριέρα μου.

Ντατόλο: Ο ΝΤΑΤΟΛΟ ΘΕΛΕΙ ΝΑ ΔΙΑΚΡΙΘΕΙ ΜΕ ΑΠΩΤΕΡΟ ΣΚΟΠΟ ΤΗΝ ΕΘΝΙΚΗ ΑΡΓΕΝΤΙΝΗΣ - Θέλει να μπει στο μάτι του Μαραντόνα.

Χαρά: ...τον Περίανδρο δεν θέλει ούτε τον βλέπει μετά την ιστορία με το Ρωσιδάδικο. Για να του μπει στο μάτι, αποφασίζει να οργανώσει μια ποδοσφαιρική ομάδα στο χωριό με προπονητή τον Αστέρη.

Ο άλλος με το 600άρι: Οκ. Ο Μάρκος δε βολεύεται πλέον με το παπί στην πόλη, και ο Χρήστος θέλει να μπει στον κόσμο των ευρωπαϊκών. :agent:
Ο άλλος με το 600άρι απλά θέλει να μου μπει στο μάτι.

(από Galadriel, 22/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κρυφτούλι για ναζάκια. Πειραχτικό ζουζουνίστικο παιχνιδάκι - το γνωστό διεθνές «κούκου - τζα!».

Η παιδική - και όχι μόνο - ατάκα «σου την έσκασα», εξ ου και το σκασάκια, αντίστοιχη της «σου την έφερα» σημαίνει σε κορόιδεψα, αλλά με διάθεση να παίξω. Στόχος μου είναι να σε πειράξω γλυκά κι αγαπησιάρικα, ώστε στο τέλος να γελάσουμε και οι δύο μαζί και όχι να σε βλάψω πραγματικά (Παράδειγμα 1).

Από την άλλη μεριά, σκασάκια μπορεί να σου κάνω για να σου μπω στο μάτι, να σου σπάσω τ' αρχίδια να γουστάρω, έτσι για τη φάση - εκνευριστικόν έως εξοργιστικόν (λοιπά παραδείγματα).

Σου κάνω σκασάκια στη γλώσσα των ενηλίκων ενέχει έναν παλιμπαιδισμό που παίζει να είναι χαριτωμένος ή αντιθέτως εντελώς γελοίος, όπως κάθε αστείο με το οποίο δε γελάει κανείς.

-Ελένη; Πού είσαι καλέ; χμμμ Ελένη...;... Ελέεεενηηηη... Ελένη μη με φρικάρεις, τι σκατά, κρύφτηκες; (μαλάκα πάει το καλό, έφυγε)
-(εντός ντουλάπας - κούκουυυ)
-Ρε Ελένη κρύφτηκες μέσα στη ντουλάπα να μου κάνεις σκασάκια; Τι ξενέρα είναι αυτό; Νόμιζα ότι την έκανες!
-Βρε μωρούλι μου... είπα να σου κάνω κούκου να γελάσουμε και μετά να σε γαργαλήσω κιόλας αλλά...
-Μπράβο μπέμπα, πόσω χρονώ είσαι είπαμε; Πα να φάμε γιατί μετά απ' αυτό δεν υπάρχει να μου κάνει κούκου.
-...έεεεελα βρε μωράαααακιιιιι... Τζάμπα το αυτοκινήτου το καινούριο; -Κούκου.

Εδώ: ...άμα της σβούριζε το τέρας της συζυγικής ζήλιας, τα μυαλά- ένεκα τα σιληπορδήματα του πατρός- προκειμένου να τον εκδικηθεί- όταν δεν κάπνιζε μπροστά στα μούτρα του για να του κάνει σκασάκια- του έφτυνε με ροχάλα θυμού, την τελευταία κουβέντα – πρώτη.

Εδώ: αυτά δε ξεχνιώνται τη στιγμή που ο παρών είχε και μούτρα να κάνει σκασάκια μετά από τόσες ξεφτύλες και ν ακάνει και το δύσκολο να παραμείνει.

Εδώ: Κι΄ αν ήτανε από αυτούς, όπου πετούν γκαζάκια, πού ρίχνουνε μολότοφες, και κάνουνε σκασάκια,
πού καίνε τ΄ αυτοκίνητα, και τις επιχειρήσεις,
πού γράφουνε με χρώματα, τά σπίτια, τά γραφεία [θα του έκανε μεγάλο κακό]

Εδώ: η μαρσέιγ τον έδωσε γιατί βρήκε κορόιδο αλλιώς θα τον δάνειζε σε καμμιά ουότφορντ. ή μήπως υπήρχαν άλλες προτάσεις. απλά ήθελε ένα όνομα ο βάζελος για να κάνει σκασάκια στο κόκκαλη όπως με λέτο ή καστίγιο που διαδίδεται.

Εδώ: ...ομολογώ ότι η τεμπελιά μου με την εκκλησία, χρονολογείται ΠΑΙΔΙΟΘΕΝ..[...] Μέχρι τότε, από τον Ιούλιο του 2008 που ξεκίνησε αυτη η σελιδα, μια ανάρτηση είχα κρεμάσει όλη κι όλη, για να κάνω σκασάκια σε έναν παπά, που την είχε βρεί απαράδεκτη ...χαχα...

Σκασάκια! (από Galadriel, 22/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σκοτώνομαι, με την καλή έννοια.

  1. Σκοντάφτω και περδικλώνομαι, πέφτω κάτω με μεγαλειώδη σούπα και σπάζομαι, σαβουριάζομαι, (τρώω σαβούρα / σαβούρδα), σπάω τα κοκαλάκια μου, τρόπος του λέγειν.

  2. Σκοτώνομαι με κάποιον, πλακώνομαι στο ξύλο, τώρα και με μεταφορική έννοια τ. διαφωνώ έντονα.

Αρβανιτοκουβέντα τόσο ενταγμένη στην ελληνική καθομιλουμένη που αν δε μου το 'λεγαν (παράδειγμα 1) δεν το πίστευα ότι δεν το 'χει ο Τριαντάφυλλος!

  1. Εδώ: Άντε μην αρχίσω κι εγώ τα Αρβανίτικα και μείνετε..... :lol: Έχουμε λέξεις που εγώ θεωρώ δεδομένο ότι τις ξέρουν όλοι, αλλά δεν......π.χ: καλικούτσα, τσοπαλιάστηκα κλπ κλπ κλπ........ Όταν της πρωτοείπα στο Γιώργο με κοίταζε κάπως έτσι..... :shock:

  2. Εδώ: Δεν ξερω γιατι, αλλα σε συμπαθησα ακομα πιο πολυ τωρα που ανεφερες τη μανα σου. Ισως επειδη τσοπαλιαζομαι και γω με την δικια μου καθε τρεις και λιγο και σε νιωθω. Κατα τ’αλλα μεγιες μεγιες οι νεες οι μπλουζιες.

  3. Ε, νταξ, δεν είμαι και γαμώ τις νοικοκυρές, άμα έρθεις στο σπίτι χωρίς προειδοποίηση παίζει να τσοπαλιαστείς στο σκαλοπάτι από κανα κοντάρι σφουγγαρίστρας που έχω παρατήσει μεσ' στη μέση. Όμως ξέρω που είναι η σφουγγαρίστρα, το σωστό να λέγεται.

Και της το πα, πού πας με αυτά τα τακούνια, θα τσοπαλιαστείς πουθενά... (από Galadriel, 19/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published

Tα καταφέρνω. Έχω ένα δικό μου μυστήριο τρόπο για να αντιμετωπίζω με επιτυχία το ό,τι. Αναφορά βεβαίως σε θέματα όπου κάποιοι άλλοι δυσκολεύονται (μη εξαντλητική εκτενής λίστα στα παραδείγματα). Το 'χω.

Ο «τρόπος» είναι ασαφής, δε διευκρινίζεται. Το ερωτηματικό πλανάται στον αέρα αλλά με τη φράση αυτή ο αέρας κόβεται, πόσο επίμονος πρέπει να είναι κάποιος για να συνεχίσει να ρωτάει «ποιον τρόπο δηλαδή». Μπορεί να είναι από την κωλοφαρδία μου, το μαγικό μου αστέρι που με φυλά από ψηλά, μέχρι οι σχέσεις μου με τη μαφία, να κοιτάς τη δουλειά σου.

Κύρια σλανγκοσημασία χωρίς: Όταν παραλείπεται το με, αναφέρεται δηλαδή απλά ως «έχει τον τρόπο του» σκέτο, υπονοείται το «με τα λεφτά». Σημαίνει κυρίως ότι, πλούσιος δεν είναι ο τάδε, αλλά τα καταφέρνει να επιβιώνει και μάλιστα σε ιδιαιτέρως καλό επίπεδο, χωρίς να διευκρινίζεται πώς. Είναι ξεκάθαρο ότι ο τάδες δεν είναι εργάτης ή μισθωτός, αυτοί έχουν κόπο, αυτός έχει τρόπο. Υπαινίσσεται ότι όλο και μια περιουσιούλα υπάρχει, όλο και κάτι εισοδηματάκια έχει, ενοικιάκια από προικώα, κληρονομιές στο σεντούκι, γενικά μυστικά και ζηλευτά από τους πολλούς φράγκα, που μη λέμε τώρα λεπτομέρειες και του το γρουσουζέψουμε.

Με τις λέξεις: Έχοντας ένα παιδί Δίδυμο είναι σαν να είστε μέσα στην περιπέτεια όλη την ώρα. [...] Έχει τον τρόπο του με τις λέξεις και μπορεί εύκολα να παίξει μαζί τους.

Νομίζω πως έχω τον τρό­πο μου με τα πολύ μικρά παιδιά, αλλά μη έχοντας μεγαλώσει ένα δικό μου, ίσως δεν έχω εκείνους τους δίαυλους επικοινωνίας που θα μου επέτρεπαν να τους πω τις δικές μου ιστορίες.

Έχω τον τρόπο μου με τους ανθρώπους. Εκτός από την έμφυτη κλίση μου, το σπούδασα καλά το αντικείμενο, χρόνια ολόκληρα στο κουρμπέτι.

Μου θυμίζει εξορμήσεις σε πισίνες με παρέες, [...] μία αξέχαστη φάση που έβαλε σε ένα beach bar αυτό το τραγούδι (έχω τον τρόπο μου με τους dj) και ουρλιάζαμε σαν παιδιά...

“Θόγια, σε βρίσκω εκπληκτικό!!! [...]Τόσο πολύ με μαγεύεις!!! Έχεις τον τρόπο σου εσύ βέβαια με τις γυναίκες.. [...]Πρέπει να είσαι και καλός στο κρεββάτι!!! Μέσα δεν έπεσα;;; ”

Μετά μας σύστησε τον υπεύθυνο της εκπαίδευσής μας. [...]Ήταν τόσο αγενής που οι φοιτητές είχαμε κάνει κατάλογο με τις καλύτερες προσβολές. [...]: Χμμμ, κατάλαβα τι λες, βλέπεις έχω τον τρόπο μου με τα ζώα (σε απορία φοιτητή).

Δεν έχω παραπονο παντως....δε με εβρισαν ....με εξυπηρετησαν ταχυτατα...(και ας τους ταλαιπώρησα και λίγο...αλλά είπαμε εχω τον τροπο μου με τις δημόσιες υπηρεσίες)..

...Εγώ έχω μεγαλύτερη άνεση και γενικά έχω τον τρόπο μου με τους τραμπούκους και τις σεξουαλικές χάρες, οπότε δεν πιάνουν σε εμένα εκβιασμοί. [...] η προτίμηση που εμφανίζουν οι περισσότεροι άντρες στα αθλήματα που περιέχουν μεγάλες μπάλες είναι σχεδόν ταυτόσημη με την προτίμηση που εμφανίζουν στα μεγάλα βυζιά.

το τρενο χαλασε μας κατεβασαν και μας συνελαβαν συνοριοφυλακες.κατι ηλιθιες απο την ξανθη δεν ειχαν καν ταυτοτητα,εγω ειχα διαβατηριο,και τα κανονισα!παντα εχω τον τροπο μου με τους ενστολους αντρες!


Αλλά κυρίως:

Κοίτα, έχω μία φίλη, που έχει σοβαρή σχέση με σκωτζέζο και το πάνε για γάμο (πύργο δεν έχει, αλλά τον έχει τον τρόπο του). (σ.ς. να, αυτό που έλεγα στην τρίτη παράγραφο)

Έχει τον τρόπο της με τον Σαββιδάκη. (από Galadriel, 19/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ξεκίνησα να γράφω για το λήμμα αυτό λόγω της τρίτης έννοιας που άκουγα από τα χείλη της σλανγκογιαγιάς μου. Ψάχνοντας ωστόσο για τον ορισμό βρήκα κι άλλες έννοιες ιδιαιτέρως ενδιαφέρουσες. Σο, έχουμε και λέμε:

Ξόμπλι:
1. σχέδιο σε υφαντό, στολίδι γενικώς. Σέρρες, Κρήτη και γενικώς φαίνεται να είναι διαδεδομένο πανελληνίως και το 'χει κι ο Τριαντάφυλλος. Έχουμε ξόμπλι < μεσαιωνικό εξόμπλιον, υποκοριστικό του έξομπλον < λατινικό exemplum (= παράδειγμα, υπόδειγμα, άξιο προσοχής) [Παραδείγματα 1-2].

2: Κουτσομπολιό (κουτσομπολιό > ξομπολιό> ξόμπλι - εικασία ετύμου) [Παραδείγματα 3-5].

3: Γυναίκα (ή άτομο γενικώς) αποκρουστικά κακάσχημη, τερατώδης κι επίσης κατ' επέκταση μαλακισμένη και καρακατσουλιό κατωτάτου. Εκτιμάται ότι σε αυτή την έννοια προέρχεται από το εξάμβλωμα κι αν όχι ταιριάζει μια χαρά [Παραδείγματα 6-8].

  1. Στολίδι εδώ: – Κρήτη: «από τη δεύτερη κιόλας χρονιά της λειτουργίας µας φτιάξαµε το «Ξόµπλι», στολίδι δηλαδή, όπου οργανώνουµε εκθέσεις ζωγραφικής, χειροτεχνίας, φωτογραφίας, κεραµικής και αγγειοπλαστικής, που αφήνουν έντονο το στίγµα τους στα καλλιτεχνικά δρώµενα της Δυτικής Kρήτης».

  2. Στολίδι εδώ: Να ψωνίζουν οι χωριατοπούλες κάνα γιορτινό παπούτσι και κάνα ξόμπλι για τις μεγάλες μέρες του αρραβώνα και του γάμου-καλή του ώρα και να μην αργεί να ‘ρθει.

  3. Κουτσομπολιό: Διδώ Σωτηρίου «Οι νεκροί περιμένουν»: …ξεμύτισαν απ' την κουζίνα οι υπηρέτριες και οι βοηθοί τους, κύτταζαν με περιέργεια τους χορευτές κι έλεγαν ψιθυριστά διάφορα ξόμπλια, πνίγοντας τα γέλια τους.

  4. Κουτσομπολιό εδώ:…και πάνω που νομίσαμε πως ξεμπερδέψαμε από τα αγιακά και τα χριστουγεννιάτικα που απειλούσαν να μας βγάλουν από την λωτοφαγία μας, τις συνεστιάσεις και τα ξόμπλια (κουτσομπολιά) των πάντων και ακόμη μερικών, ήρθε και αυτός ο περίεργος και μουσάτος με το ακούρευτο μαλλί, για να μας κηρύξει, λέει, μετάνοια

  5. Κουτσομπολιό εδώ: Πιστεύω στους καπνούς και τις φωτιές
    Στα όνειρα της γης που μαραζώνει
    Στα ξόμπλια, στις κατάρες, στις ευχές
    Σ’ αυτούς που βγάζουν λόγο απ’ το μπαλκόνι...

  6. Κακάσχημη εδώ: Πολύ καλές ιδέες tsitum!Μόνο στη Kirsten Danst διαφωνώ γιατί είναι ένα ξόμπλι!

  7. Κακάσχημη εδώ: Το κακό παρατράβηξε. Και δε θα πεθαίνει εμένα η μάνα μου τις Κυριακές για κάθε ξόμπλι.

  8. Κακάσχημη κι εδώ: Οσο για το βιντεάκι απλά θεότρελλο !Η τύπισσα έχει πολύ περισσότερο μέλλον και ταλέντο από κάτι Britney και άλλα ξόμπλια..

(από Galadriel, 18/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποτιμητικά ο κουμανταδόρος του chat room, ο αντμινιστρέιτορ που έχει δυνατότητα επιλογής και αποβολής του εισερχόμενου κόσμου και της λογοκρισίας στη συμπεριφορά του κοινού.

Οι σχετικές εξουσίες κάνουν ενίοτε τον άντμιν μισητό πρόσωπο ειδικά αν είσαι αυτός που έφαγε το μπανάκι ή την επίπληξη γιατί σταδγιάλα πήρε ένα παπάκι (σ.ς. το σύμβολο που μπαίνοντας μπροστά από το νικνέιμ στη λίστα ξεχωρίζει τα αφεντικά από τους πληβείους - βλ. μήδι 1) και νομίζει ότι είναι κάποιος, ο κομπλεξικός (περαιτέρω χαρακτηρισμοί στο παράδειγμα 1).

Εννοείται ο όρος συναντάται στα βάθη των τσατικών στοών, κάτω από τον πραγματικό κόσμο, εκεί που έχουν αναπτυχθεί νέες κοινωνίες όπου επικρατεί εγκεφαλική μετάλλαξη.

Εδώ: Η εποχή του (^&%) με τα σαράντα(40) ξύλινα στρατιωτάκια. Ο αποτυχημένος ρουμάρχης σύμφωνα με το κατά (*&%) το ανάγνωσμα, με μόνιμο στόχο να γίνει ρουμάρχης, που ποτέ δεν πέτυχε.«Εσείς μπορείτε ρε μαλάκες να βάλετε τόσα nicks; Εγώ μπορώ(!) άντε γαμηθείτε ρε μουνιά»(LOL), favorite έκφραση του hacker.

Εδώ: «πως κατάντησες έτσι bro μας;» Πες κάτι άλλο, κώλυσε η βελόνα στο καθυστερημένε. Στο λεξικό έτσι ψάξουμε αποτυχημένο roomarxi και playboy παίρνουμε απάντηση (&^%&).

Ο dave για όποιον κάνει ban. (από Galadriel, 17/11/11)Κι αυτός ρουμάρχης   (από GATZMAN, 17/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κολυμπηθρόξυλο: ξύλο που απομένει από κατεστραμμένο ναυάγιο και μπορεί να αποτελέσει σανίδα σωτηρίας για τον καημένο ταλαίπωρο ναυαγό - το ξύλο που θα τον βοηθήσει να κολυμπήσει.

Δε θα μείνει κολυμπηθρόξυλο: θα διαλυθούν τα πάντα όλα, θα γίνει της πουτάνας, θα επέλθει ολική καταστροφή, δε θα ξέρουμε πούθε να κάνουμε, θα τρέχουμε γύρω γύρω (ή θα κολυμπάμε γύρω γύρω στα σκατά ως πιο συναφές) χωρίς ελπίδα να σωθούμε από την κοσμοχαλασιά γιατί δε θα 'χουμε πού να πιαστούμε, από την πρότερη κατάσταση δε θα χει μείνει ούτε κομμάτι, όλα θα έχουν διαλυθεί.

Χρήση συνήθως ως απειλή ή ως Κασσάνδρεια προφητεία.

-Μωρέ τι, θα τον φοβηθώ; Γιατί δηλαδή γκατάλαβα, επειδή είναι ντούκι; Εγώ σου λέω άμα αρχίσει πάλι τις μαλακίες δεν του την χαρίζω άλλη φορά, θα τον λιώσω, της πουτάνας θα γίνει, θα τα τσακίσω όλα, δε θα μείνει κολυμπηθρόξυλο σου λέωωωω...
-...
-Πίσω μου είναι ε;
-...καλώς τον Κώστα...
-Πάλι για μένα λες ρε σπόρε, ρε απολειφάδι γαμώ τη μάνα σου;
-Νταξ ρε Κωστάκη, λέμε και καμια μαλακία να περάσει η ώρα, όλα καλά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπέρδεγουέι / μπερδεγουέι / μπερδεγουέη: Μπερδεμένος, προβληματισμένος έως προβληματικός, πολύπλοκος ή μπερδευτικός. Χαρακτηρίζει και μπερδεψοκατάσταση. Τώρα και σε επιρρηματική χρήση τ. με τρόπο περιπεπλεγμένο.

Προφ σύνθετη λέξη γιαλαντζί αγγλιά, όπου το πρώτο συνθετικό είναι το μπέρδεμα και το δεύτερο το way που σημαίνει τρόπος.

Εναλλακτική χρήση αντί του by the way που σημαίνει επί τη ευκαιρία, ως στραβοακουσμένος στίχος (βλ. τελευταίο παράδειγμα).

Συμπληρωματική σλανγκ του μπερδεματού: μπερδεβίξ, μπερδέψαμε τα μπούτια μας, μπερδεύτηκαν τα σώβρακα με τις φανέλες, μπερδεύω την Πούτση με την Βούρτση, μπερδεύω την πούτσα με την βούρτσα, μπερδεύω τις βούρτσες με τις γκλούτσες, μπερδεύω τον τεφροδέκτη με τον σπερμοδέκτη, μπέρδεψα το πουλί σου με το πουλί του, έγινε μύλος, εντροπία, κατάσταση φραπέ, κουλουβάχατα, μπερδεψομουνιά, ρώσικη σαλάτα, σαρδάμ, παθαίνω κωλομπέρδεμα, σουμουντρούκουλου, κλπ. Παρόλη αυτή τη συμφορά με το μπέρδεμα, τα πράγματα συνήθως είναι απλά: μη μπερδεύεστε.

Δικό μας: acg: Ρε John Kar μην εισαι τοσο σκληρος. Μιλα στο κοριτσι, τι αλλο να κανει;
John Kar: Αν είναι κορίτσι. Γιατί στο Internet τα φύλα είναι λίγο μπερδεγουέϊ...

Γλωσσοδέτης: Αγγλικό μπέρδεγουεΐ: Στα Ελληνικά > 3 Ελβετίδες μάγισσες πόρνες, οι οποίες επιθυμούν εγχείριση αλλαγής φύλου, κοιτάζουν 3 κουμπιά ρολογιού Swatch. Ποια ελβετίδα μάγισσα πόρνη, η όποια επιθυμεί εγχείριση αλλαγής φύλου κοιτάζει ποιο κουμπί ρολογιού Swatch; Στα Αγγλικά (σ.ς. πέστο απέξω): > Three Swiss witch bitches, which wish το be switched, watch three Swatch watch switches. Which Swiss witch bitch which wishes to be switched, watches which Swatch watch switch;

Πολύπλοκα ρολογάκια: Ποτέ δεν συμπάθησα τους 45λεπτους χρονογράφους. Είναι μπέρδεγουεϊ. Δεν έχω καταλάβει τη σκοπιμότητά τους. Εκτός κι αν ήμουν διαιτητής ποδοσφαίρου.

Περιπεπλεγμένες κοσμοθεωρίες: Πιστεύω σ' ένα παράξενο πράγμα, που λέει πως κάποιος άνθρωπος -ή μάλλον η αύρα του- μπορεί να ζει πολλές διαφορετικές ζωές, τώρα, στο παρελθόν, αλλά και στο μέλλον, όχι απαραίτητα ταυτόχρονα, αλλά χωρίς να αποκλείεται κι αυτό. Μπερδεγουέι, ούτε κι εγώ το έχω κατανοήσει ακριβώς.

Τρελαμένος καιρός: Καιρός «Μπερδεγουέι»: Σήμερα ο καιρός είναι μπερδεμένος. Ενώ είχαμε Νοτιά, τώρα ΄χουμε Βοριά και γενικά δεν έχει αποφασίσει τι θέλει.

Ανακατεμένες σχέσεις: Κάνε sex με το...φίλο σου xωρίς αισθήματα! [...] ένε ότι τίποτα δεν είναι το ίδιο μετά από ένα βράδυ κατά το οποίο βγάζεις τα μάτια σου με τον φίλο σου. Ότι ούτε το σεξ βγαίνει καλό, κι αν βγει, η κατάσταση γίνεται μπερδεγουέι κι άλλη μια φιλία θα καταλήξει στα αζήτητα.

Νερό αντί βενζίνης; Μπερδεγουέι αυτό με το νεράκι και το υδρογόνο ακούγεται ψιλοενδιαφέρον. Πώς δουλεύει; Από το σχολείο ξέρω ότι χρειάζεται πολύ ενέργεια για να διαχωρίσεις το υδρογόνο από το οξυγόνο.

(από Galadriel, 11/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified