Αμφιλεγόμενος επαγγελματίας πωλητής οπωροκηπευτικών που καταφέρνει να βρομοσκυλάει ψαρίλα. Πρόκειται για τον ψαροντουφεκά που πουλάει τα ψάρια που πιάνει, αντί να τα πάει στα παιδάκια του, την παρέα του, την καλή του, κάπου χωρίς οικονομικό αντίκρυσμα τεσπά.

Υπάρχει καταγεγραμμένη στο νέτι και η άποψη που λέει ότι έτσι ο μανάβης βγάζει τις διακοπές του, τα έξοδα του χόμπυ κλπ επιχειρήματα του πρωκτού που προτιμώ να αφήσω ασχολίαστα.

(Και για όσους δεν κατάλαβαν, η επαγγελματική υποβρύχια αλιεία -καλώς, κάλλιστα- απαγορεύεται).

Αλήθεια [...] τα πουλάς; Είναι πολύ απλή η απάντηση . Ένα ναι ή ένα όχι... [...] θα σε πιστέψω. Ούτε θα σε κακοχαρακτηρίσω. Απλά οι μανάβηδες με τους μανάβηδες και οι ερασιτέχνες με τους ερασιτέχνες. (πλιτς)

Κατ’ αρχάς βασική προϋπόθεση για να πουλάει κάποιος ψάρια, είναι να βγάζει ψάρια. Αυτό όμως δεν είναι τόσο απλό όσο ακούγεται και η απόφαση που οδηγεί κάποιον στην ανεύρεση επαγγελματικής αποκατάστασης μέσω της μαναβικής, πρέπει να βγει λαμβάνοντας υπόψη το πόσα ψάρια βγάζει. Αμέσως αμέσως δημιουργούνται οι εξής δύο φυλές: Οι κατ’ επάγγελμα ψαρομανάβηδες (μ@λάκες κατ’ επάγγελμα) και οι wannabe ψαρομανάβηδες (μ@λάκες απλοί ή με περικεφαλαία)… (πλατς)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τύπος του υποβρύχιου ψαρά που η κύρια τακτική του είναι να φοράει μπουκάλια για να κυνηγήσει τη Συναγρίδα και άλλους ροφούς κατά τη διάρκεια κατάδυσης.

Σχετικά λήμματα: σωραίος, ναζωραίος, ζαγωραίος, τσίφτης, μάγκας, άξιος, αρχιδάτος, γαμιστερός, ζόρικος, γαμάτος.

Κάποιος να σβερκώσει τον κοπρίτη και να τον φέρει στο πιάτο του. Του έχω σερβίρει φρίσκις, ευχαριστίες και συγγνώμη για την σκύλευση του λήμματός του.

Λ-υδωρ-ούμενος μπουκαλάκιας εν δράσει εδώ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Αρκούδως κτηνώδης μέθοδος εξημέρωσης ωδικών πτηνών, κατά προτίμηση φλώρων, και να σας λείπουν οι αναρχοκομμουνιστικοί συνειρμοί. Συνίσταται στον εγκλεισμό του δυστυχούς πετούμενου σε πολύ μικρό κλουβί και σε απόλυτο σκοτάδι. Στον ένα περίπου μήνα που διαρκεί η διαδικασία, το πουλί χάνει το πτέρωμά του, τσακίζεται ψυχολογικά και μαθαίνει να αναπαράγει τους ήχους στους οποίους εκτίθεται. Όσα πτηνά επιζήσουν από το σεντούκιασμα γίνονται λαλίστατα, προς τέρψιν του μπόγια τους.

  2. Στην χρηματιστηριακή αργκό είναι η φύλαξη συγκεκριμένων μετοχών για εν καιρώ ρευστοποίηση. Δλδ τα προσφερόμενα για σεντούκιασμα χαρτιά προβλέπεται πως θα αποφέρουν κέρδη στο μέλλον, οπότε ο σωστός επενδυτής τα κρατάει ανενεργά μέχρι να έρθει το πλήρωμα του χρόνου.

Σιχτίρ καργιόλια...Κάγκελα παντού.

  1. Ο μούτος (μούτιασμα, ή ξεμούτι, ή σεντούκιασμα, ή μπαούλιασμα) είναι μια διαδικασία που γίνεται στα πουλιά για να ημερέψουν και για να πάρουν φωνές, χωρίς βέβαια να σημαίνει ότι είναι πάντα 100% επιτυχημένη. [...] Το πουλί πρέπει να κάνει πτερόρροια στο μούτο. Το καλύτερο είναι να δούμε πότε το πουλί αρχίζει να ρίχνει τα φτερά του και τότε το μπαουλιάζουμε. [...] Πριν το μουτιάσουμε το πουλί, πρέπει να το έχουμε στο μουτόκλουβο για κάμποσο διάστημα (2 με 3 εβδομάδες) ώστε να συνηθίσει το χώρο [...] Στο ένα κύπελλο το νερό, στο άλλο η τροφή. Σε περίπτωση που δεν μπορούμε να προμηθευτούμε ένα τέτοιο μουτόκλουβο, μπορούμε κάλλιστα να χρησιμοποιήσουμε ένα απλό κραχτόκλουβο. [...] πρέπει να καλύψουμε τις τρύπες, έτσι ώστε φως να μην υπάρχει καθόλου μέσα. Ανοίγματα, καλύτερα χαραμάδες, υπάρχουν ίσα - ίσα για να ανασαίνει το πουλί. [...] Αν θέλουμε τα πουλιά μας να πάρουν φωνές, τότε τα «χτυπάμε» με φωνές που θέλουμε να πάρουν. Καθώς το πουλί είναι στο σκοτάδι, τότε η προσοχή του δεν αποσπάται πουθενά, με αποτέλεσμα να «μαθαίνει» τις φωνές που ακούει. Το μούτιασμα διαρκεί περίπου ένα μήνα [...] Στη συνέχεια το πουλί εκτίθεται στο φως σταδιακά. Μετά το μούτιασμα το πουλί θα έχει ημερέψει και θα έχει γίνει φλύαρο. Αν έχει και κάποια έφεση στο να παίρνει φωνές, τότε θα λέει «απ' έξω» αυτά που άκουσε από την κασέτα. [...]ορισμένες «παρενέργειες» [...]Το πουλί αδυνατίζει και γίνεται ευαίσθητο [...] Επίσης οι φωνές που πήρε στο μούτο είναι πολύ εύκολο να τις χάσει, σε αντίθεση με τα πουλιά που πήραν φωνές σε φως από ζωντανό δάσκαλο και οι οποίες γενικά δεν ξεχνιούνται. Με άλλα λόγια δηλαδή, το πουλί θέλει προσοχή για να μη «χαλάσει».
    Οι τεχνικές λεπτομέρειες.

  2. Πολλοί άνθρωποι «σεντουκιασμένοι» κυκλοφορούν ανάμεσά μας· χωρίς αιδώ και ενοχή, πολλές φορές μάλιστα και με υπερηφάνεια κελαηδούν αυτό που τους δίδαξαν οι δεσμοφύλακές τους. Φθάνουν ακόμη και στο σημείο να το αγαπήσουν και να ταυτιστούν απόλυτα μαζί του. Εδώ, ο έξοχος Ισίδωρος Παπαδάμου.

  3. ..κοιτα φιλε,για ολα τα πραγματα υπαρχει τροπος..εννοω οτι αυτο ειναι χαρτι για σεντουκιασμα και οχι για γρηγορα. [...] αυτο ειναι χαρτι για διακρατηση και ρευστοποιηση την καταλληλη στιγμη που αποκτα (για διαφορους λογους)εμπορευσιμοτητα. Εκεί.

  4. ψυχραιμια μαγκεσ και περισυ πηγε απο 42 26 ασπαστη
    και ειδατε τι κερδη εδωσε
    σιγανεσ αγορεσ τωρα θελει στην πτωση
    καλα θα ηταν να πουλαγαμε απο 43 και πανω και να ξαναπερναμε
    τωρα σιγα-σιγα αγορεσ για σεντουκιασμα
    που εχει στηριξη τωρα μετα το 39αρι παραπέρα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ζιλ ζουρνά γκαϊντατζής του Έβρου, στο πρώτο παράδειγμα, ξεκίναγε τη μέρα του με μάλλον ανήπαρκτο τρόπο. Δεν έχω ιδέα αν η φράση λέγεται ( ή λεγόταν ) με αυτήν ή με κάποια άλλη, παρεμφερή έννοια. Το όποιο σλανγκοζούμι, αν υπάρχει, εκεί βρίσκεται. Ας μιλήσουν οι βόρειοι, ή όποιος άλλος τεσπα. Ρωτήστε και κάνα παπού, κακό δεν κάνει.

Η ετυμό : Aραβ. αρχής οθωμ. üşür > τουρκ. öşür vergisi / aşar = φόρος της δεκάτης.

  1. Ξεκίναγε τη μέρα του μ' ένα μεγάλο νεροπότηρο ούζο, ουσούρ, δηλαδή γεμάτο ως τα πάνω, ξεχειλισμένο - έβαζε το δάχτυλό του στα χείλια του ποτηριού για να δει αν το ακουμπάει η επιφάνεια του πιοτού. Τόλεγε ουσούρ γιατί, παλιότερα, πριν τους ξεριζώσουν απ' τον Μαΐστρο της Μικρασίας, όταν έρχονταν οι Τούρκοι φοροεισπράκτορες στ' αλώνια για να πάρουν τον φόρο, γέμιζαν με το στάρι που αναλογούσε γκαζοντενεκέδες ως τα πάνω, ξεχειλισμένους, ύστερα έσερναν έναν χάρακα χείλι με χείλι στον κάθε ντενεκέ να ισιώσει ξέχειλα η επιφάνεια του σταριού - κι αυτό τόλεγαν ουσούρ.
    Γ. Σκαμπαρδώνη «Ουσούρ», από την «Ψίχα της Μεταλαβιάς», εκδ. τα τραμάκια, Θεσσαλονίκη 1990.

  2. Και διά τούτο από τον καιρόν του αοιδίμου Σουλτάν Μεχμέτη [...] όσοι είναι εις τους τόπους των, και εις τα κτήματά των (μούλκια) οπού εξουσιάζουσι και ευρίσκονται εις τα Καλάβρυτα, και Βοστίτζαν, και παλαιάν Πάτραν, και εις το Χλουμούτζιον, και τα Τρυπία, ωρίσθη να δίδωσι δι' αυτά [...] δεκαπέντε χιλιάδες άσπρα, κατ' έτος, αντί του ουσουρίου και ρεσμίου και των άλλων τεκιλιφίων [...] burada

  3. ΒΑΜΒΑΚΟΧΟΡΤΟΝ, Xylon Herbaceum, είναι [...] το γνωστόν εις ημάς Βαμβάκι [...] λαμβάνει και διάφορα ονόματα, ή από του τόπου, καθ' όν γίνεται [...] ή από του τόπου, από τον οποίον στέλλεται [...] ή από τον τρόπον της εκλογής, ως Ουσούρι (το δέκατον), ή από τον τρόπον της πρώτης κατασκευής, ως δεμένον με άχυρον ή λυτόν, ή και από το μέγεθος των σακίων [...] şurada

  4. Η Οθωμανική φορομπηχτική πολιτική εν Μολδοβλαχία και οι γλωσσολογικές της συνέπειες orada

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Συνέχεια εκ του προηγουμένου ).

Δια του παρόντος λήμματος αποδίδονται τα εύσημα του προφήτη στους βασανιστές εσατζήδες της χούντας. Ρε τους πούστηδοι, το είχανε προβλέψει. Αλλέως οι υπερατλαντικοί τσαϊτζήδες εμπνεύστηκαν από τα κατορθώματα της εθνοσωτηρίου. Διαλέγουτε και παίρνουτε, με βουτήματα ή άνευ.

  1. Θυμάμαι, έρχονταν ο στρατιωτικός, βούταγε ότι ήθελε, έκανε ότι ήθελε και σου έλεγε μετά να σταθείς προσοχή στην εξουσία! Αν διαμαρτυρόσουν για τις μαλακίες που έλεγε, ή τα όσα σούφρωνε «φάτσα φόρα», περνούσες μια βόλτα από ΕΑΤ ΕΣΑ για «τσάι» κι έτρωγες της χρονιάς σου. Σήμερα λέγεται ΓΑΔΑ. Άλλαξαν όνομα αλλά σαν το λύκο δεν άλλαξαν χούι, καθόσον «πρώτα βγαίνει η ψυχή» και μετά αυτό. Παρακαλώ περάστε

  2. Τα βασανιστήρια που επιβάλονταν στους κρατούμενους ονομάζονταν “Σχέδια” και ήταν αριθμημένα και διαβαθμισμένα ανάλογα με την αυστηρότητά τους.
    Το “Σχέδιο Ένα” ήταν ήπιο. Πέντε άντρες εισάβαλλαν στο κελί ουρλιάζοντας και κραυγάζοντας. Έσπρωχναν, έβριζαν και χτυπόυσαν τον κρατούμενο, για να τον φοβερίσουν.
    Οι βασανιστές αποκαλούσαν το σχέδιο αυτό και “τσάι πάρτι”.
    Στο “Σχέδιο Δύο”, γνωστό και ως “Τσάι πάρτι με φρυγανιές”, άδειαζαν το κελί από έπιπλα και δύο άντρες χτυπούσαν τον κρατούμενο με γροθιές, κλοτσιές και γκλομπ, ουρλιάζοντας και βρίζοντας.
    Το “Σχέδιο Τρία” ήταν η περίφημη “Δοκιμασία της ορθοστασίας“, όπου υποχρέωναν τον κρατούμενο να σταθεί μέσα σε ένα μικρό κύκλο διαμέτρου περίπου 36 εκατοστών και τον χτυπούσαν αν έβγαινε έξω από τα όριά του.
    Οκτώ φρουροί σε τρίωρες βάρδιες παρακολουθούσαν προσεκτικά τον κρατούμενο.
    Το βασανιστήριο διαρκούσε ημέρες, χωρίς να παρέχεται τροφή και νερό στον κρατούμενο.
    Τον εμπόδιζαν να πιει ακόμη και το νερό από το καζανάκι ή τα ούρα του.

Αν οι οπλίτες δεν εκτελούσαν ικανοποιητικά τα καθήκοντά τους, έμπαιναν εκείνοι στη μέση του κύκλου και ξυλοκοπούνταν αλύπητα.
και σερβιριστείτε.

Got a better definition? Add it!

Published

Διακριτικά που έφεραν στο στήθος οι στρατιώτες του λόχου των Επιλέκτων την δεκαετία του 1850. Από την πηγή του παραδείγματος μαθαίνουμε ότι το αργκοτικό σαρδέλα για το γαλόνι των υπαξιωματικών είναι τουλάχιστον της ίδιας περιόδου.
Αν συνθεωρήσουμε και την μεταγενέστερη πουλάδα, αυτή η γαστριμαργική περί τα διακριτικά εμμονή μοιάζει εκ πρώτης όψεως παράδοξη. Ωστόσο, από την ίδια πηγή μαθαίνουμε ότι το περί τα στρατιωτικά φαγοπότι είχε αρχίσει από τότενες, και πως αρκετοί ένστολοι διήγαγον βίον και όρνιθα εις υγείαν των κορόιδων. Οπότε, κάντε την πάπια και περάστε στο τραπέζι. Με βήμα χήνας.

Ο λόχος εις τον οποίον μ' εκατάταξαν ήτον ο επιλεκτικός, αποτελούμενος από τους εκλεκτοτέρους στρατιώτας, οι οποίοι μόνοι αυτοί μεταξύ των στρατιωτών των άλλων πέντε λόχων, έφερον ξίφος εις την πλευράν, και επί του στήθους ως διακριτικόν σημείον τρία σφαιρίδια από μαλίον πράσινον, τα οποία οι στρατιώται ελέγομεν τότε κρομμύδια.

Η Στρατιωτική Ζωή εν Ελλάδι, εκδ. 1870, αναφέρεται στο 1857.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μακαρία τη λήξει σλανγκιά που σημαίνει βάζω κάτι σκοπό, πείσμα, αμέτι μουχαμέτι. Η (μαύρη) αλήθεια είναι ότι την έκφραση την έχω βρεί μερικές φορές μόνο σε κείμενα του Τσιφόρου, παναπεί στα '50-'60.

Ετυμολογικώς θα ποντάριζα στην προέλευση από το αγγλ. steam = ατμός, κινητήρια δύναμη. Όπερ αν ισχύει, το λήμμα μυρίζει θάλασσα. Αλλιώς υπάρχει και το ιταλ. stimolare = διεγείρω, προτρέπω, παρακινώ. Διαλιέχτε. Συντακτικώς (και από μνήμης ) η έκφραση πάει κατά κύριο λόγο με το ρήμα τρώω, καθόσον αυτός που το βάζει στήμη σκοπεύει να φάει του θύματος το μπαγιόκο, το αντικείμενο, το γκομενάκι και ό,τι άλλο βρει στην τελική.

Τραβάγανε το πρωί, έμπαινε σε μαγαζί πατουμενάδικο ο Σπόρος μοναχός του, μοστράρηζε κανά-δυο κατοσταρικάκια, να δούνε πως τάχει κι έλεγε με μισοκακόμοιρο ύφος:
-«Θέλω ένα ζευγαράκι, αλλά μέχρι εκατόν ογδόντα, όχι παραπάνου».
Του δίνανε, διότι εκατόν ογδόντα είναι ακριβά λεφτά να πούμε, δοκίμαζε, τόφερνε στα νερά του, ζήταγε και τ' αριστερό. Τα φόραγε και τα δυο, χαμογέλαγε:

Μέγκλες παπουτσάκια», έλεγε, «να βγω και στη πόρτα να τα δω στο φως»; κι έβγαινε τώρα στη πόρτα. Πλάι του ο υπάλληλος να τον έχει το νου και να του λέει πια πως το παπούτσι είναι η μεγαλύτερη εφεύρεση της ανθρωπότητας, ότι του πάνε μια χαρά κι ότι, να πούμε, το δικό τους το μαγαζί είναι το καλύτερο σε δέρματα και τρώει όλη την οικουμένη σε κατασκευή, καθόσον τόχε βάλει στήμη να φάει τις εκατόν ογδόντα ο υπάλληλος και τόθελε να ρίξει τον ατζαμή τον πιτσιρή και να του τα πασσάρει τα παλιοσεβρά με τις τσόντες.

Εδώ Τα Σκαθαράκια, από τα Παιδιά της Πιάτσας του Ν. Τσιφόρου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ηχητικό σύστημα επικοινωνίας που είχαν επινοήσει οι κομμουνιστές κρατούμενοι στις φυλακές της Κέρκυρας στα χρόνια της μεταξικής δικτατορίας, για να συνεννοούνται από κελί σε κελί. Επρόκειτο για την κλασική μέθοδο χτυπημάτων στον τοίχο, τα οποία σήμαιναν κάποιο γράμμα του αλφαβήτου. Η αρχική μορφή του σαντουριού εσυνίστατο στην απόδοση κάθε γράμματος με αριθμό χτυπημάτων ανάλογο της σειράς του στο αλφάβητο. Πχ α= 1 ντουπ, β= 2 ντουπ, κ= 10 ντουπ, χ, ψ, ω= συναυλία κρουστών κλπ.

Σύντομα το σύστημα απλοποιήθηκε μέσω κωδικοποίησης, ενώ αργοτερότερα, με την υιοθέτηση ενός καταλλήλως τροποποιηθέντος μορσικού αλφαβήτου το πράγμα έγινε έτι απλούστερο και ασφαλέστερο.

Άλλο μέσον διαβίβασης πληροφοριών ήταν ο μυστηριώδης ντολμάς, ορολογία που μας επιτρέπει να υποθέσουμε ότι επρόκειτο για διακίνηση σημειωμάτων τυλιγμένων μέσα σε κάτι που δεν κινούσε υποψίες.

Εν παρόδω: Η αργκό των κρατουμένων περιλάμβανε επίσης υπαινικτική χρήση της τυπικής γλώσσας. Όταν πχ ήθελαν να πουν ότι μια συγκεκριμένη καβάτζα δεν έπρεπε να χρησιμοποιηθεί για το κρύψιμο σημειωμάτων επειδή είχε βάρδια κάποιος υποψιασμένος, σκατόψυχος φύλακας, έλεγαν: Τον Δεκέμβρη (= φύλακας) στη λίμνη Τσάνα (= λεκάνη του νιπτήρα) γίνεται μεγάλη αναταραχή. Έτσι, το μήνα αυτό, απαγορεύεται η ναυσιπλοΐα εκεί (= μην αφήνετε σημειώματα). Πράγμα που θυμίζει στον λημματογράφο οτι ο πατήρ του και άλλοι ανεπιθύμητοι φαντάροι στη Μακρόνησο του 1958 πληροφορήθηκαν τα αποτελέσματα των βουλευτικών εκλογών μέσω γραμμάτων συγγενών που τους ενημέρωναν ότι στο χωριό τσακώθηκαν ο Κώστας (= Καραμανλής) και ο Γιάννης (= Πασαλίδης) για τα πρόβατα, και στο τέλος πήρε ο Κώστας 41 και ο Γιάννης 24. Ή μέσω κάποιων παραπλεόντων μυημένων / μιλημένων / συμπαθούντων καραβοκυραίων οι οποίοι, με ανάλογο αριθμό σφυριγμάτων της μπουρούς, πληροφόρησαν τους παροπλισμένους αριστερούς φαντάρους ότι η ΕΔΑ έλαβε 24%.

Η κρητικιά μήτηρ του λημματογράφου συνέβαλλε στην παρούσα ανάρτηση με την αλληγορική κραυγή τα βούγια στα σπαρτά! με την οποία ενημερωνόταν το χωριό ότι οι ερχόμενοι Γερμανοί (= βόδια) εγκατέλειπαν τη δημοσιά και άρχιζαν κυκλωτική κίνηση μέσα από τα χωράφια για να εγκλωβίσουν αυτούς που φρόντιζαν να κρύβουν / τροφοδοτούν / φυγαδεύουν οι ντόπιοι.

Το νέο σύστημα μετάδοσης, με χωρισμένα σε ομάδες τα γράμματα του αλφαβήτου, το «σαντούρι», όπως το βάφτισαν οι παλαιότεροι στην απομόνωση, κάνει θαύματα.
[...]
Ο «ντολμάς» είναι μέθοδος ανταλλαγής σημειωμάτων.
[...]
Μιά βραδιά ο Ορφέας μου «απάγγειλε», με το σαντούρι, ολόκληρο λυρικό ποίημα που είχε φτιάξει για να τιμήσει την αγαπημένη του.
[...]
Πραγματικά το είχαν παρακάνει οι σύντροφοι με το σαντούρι.

Βασίλη Α. Νεφελούδη «Αχτίνα Θ.» (αναμνήσεις 1930-1940). Εκδ. Ολκός, 1974.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κρητικός ιδιωματισμός που σημαίνει μπορώ / δεν μπορώ να κάνω κάτι. Η έννοια βεβαίως είναι: το (πχ) χέρι μου υπακούει / δεν υπακούει στις εντολές μου, αναλόγως των δυνατοτήτων του.

Αναρτηθέν στο δουπού υπό Mafie (καλή της ώρα).

Εμείς σαν παιδιά γελούσαμε, όταν ακούγαμε ορισμένες κρητικές κουβέντες όπως το άλογο να το λένε «μπεγίρι» ή όταν ήθελαν να πουν «δεν μπορείς» λέγανε «δε σ' ακούει». Και γελούσαν και τα Κρητικόπουλα μαζί μας. Αλλού όμως κάποιοι επιτήδειοι «φώτιαζαν» τους ντόπιους, ότι αν δεν έρχονταν οι σκυλοπρόσφυγες, τις περιουσίες των Τούρκων που έφυγαν θα τις μοιράζονταν οι ντόπιοι, πράγμα που δεν ήταν αληθινό, γιατί δεν θα είχε γίνει η ανταλλαγή των πληθυσμών. Αυτή η αντίθεση δημιούργησε άσχημες καταστάσεις, που, φυσικά, με τον καιρό ξεπεράστηκαν.

Νίκος και Αργυρώ Κοκοβλή «Άλλος δρόμος δεν υπήρχε. Αντίσταση - Εμφύλιος - Προσφυγιά». Εκδ. Πολύτυπο, 2002.

[...] μανίζει με τα χέρια ντου, και το σπαθίν του ψέγει,
θωρώντας τσι λαβωματιές να γδικιωθή γυρεύγει΄
λέει: Θωρώ δεν έχω μπλιό ουδέ σπαθί ουδέ χέρα,
μα όλα μ' απαρνηθήκασιν ετούτην την ημέρα,
απείτις κι ένας Κρητικός τόσ' ώρα με μαλώνει,
κι η χέρα μου πιβούλεψε και δεν τόνε σκοτώνει.

Β. Κορνάρου Ερωτόκριτος, Β 1127-1132.

Καβαλλάω το ΚΑΤΑΝΑ και φεύγω...Με το ένα χέρι κρατάω αυτά που θένε να βγουν έξω...Κυττάω πίσω και βλέπω [...] τους άλλους να βγαίνουν απ' το μαγαζί...Ένας τους σταματάει και μου ρίχνει μια σφαίρα. Δεν ξέρει ότι δεν χρειάζεται... [...] Το ΚΑΤΑΝΑ μ' ακούει για λίγο...Μετά γίνεται βαρύ, του λέω να στρίψει και δεν στρίβει. [...]

Θόδωρος Σαραντόπουλος «300 τρόποι θανάτου». Εκδ. Υάκινθος, 1983.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη που, απ' όσο ξέρω, δεν χρησιμοποιείται πιά στον καθημερινό λόγο, αλλά βλέπω πως ψιλοεπιβιώνει στο ίντερνετ. Παναπεί : ισχυρό πίσω-μωρή-κουφάλες πλήγμα που καταφέρεται σε αντίπαλο. Στη λογοτεχνία μας αφορά συνήθως κάποια μάχη εκ παρατάξεως. Κανείς κερατάς δεν έχει την ετυμολογία, αν και φέρνει σε ιταλοτέτοιο, το οποίο, παρά τις διάφορες εικασίες μου, δυστυχώς δεν μπόρεσα να εντοπίσω με βεβαιότητα. Δεν ξέρω αν έχεις χέσει με τη (λατινογενή κατά Μπάμπη και Τριαντά) σφαλιάρα.

  1. Αί! νάχαμε τότε τουφέκια οπισθογεμή, τι θα γινότανε ! Αλλά και το σισανεδάκι εδούλεψε περίφημα. Πολλά γιουρούσια κάμανε, αλλά τους δίδαμε σπαλιώρα και γύριζαν πίσω.
    (Ι. Κονδυλάκης «Σκούρα», από το «Όταν ήμουν δάσκαλος», εκδ. Νεφέλη 1988.)

  2. Εδώ κανονικά θα έμπαινε κάτι από Τσιφόρο, ο οποίος έχει χρησιμοποιήσει τη λέξη αρκετές φορές. Αλλά με χωρίζουν κάτι χιλιόμετρα από τα βιβλία του και έχω κι άλλες δουλειές ξέρετε...

  3. [...] οι Ελληνες, ησαν ηδη ανεπτυγμενοι στο θεατρο και μπορουσε ο Λυμπερης να δωση μια μικρη σπαλιορα στην δυτικη Ιμια κατα το καμποϋκο αξιωμα «πυροβολα και μετα κανεις ερωτησεις».
    (εδώ)

  4. Τωρα που φαγε τη σπαλιορα απο σενα,θα βρει κανενα αλλο να του πρηζει τα....καταλαβες.
    (αντρειωμένος με ενθουσιώδες κοινό εκεί)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified