Γαλλικής έμπνευσης παραλλαγή της λέξης «φραπές». Χρησιμοποιείται σε στιγμές χαλάρωσης, ανεμελιάς, τεμπελιάς και σπαρίλας.

Προφέρεται και φγγγαπού (γαλλική προφορά).

  1. - Τι κάνεις μαν, διαβάζεις για αύριο;
    - Μπα, έχουμε φτιάξει φραπού και το κωλοβαράμε.
    - Κατάλαβα πάλι θα μείνουμε...

  2. Λίωνω, όπως ο Λένον για τη Γιόκο Όνο,
    σαν τα παγάκια στη φραπού που τώρα στρώνω...
    (στίχος των Χατζηφραγκέτα)

(από Khan, 10/04/13)Και η σάμερ βερζιόν (από Khan, 10/04/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η χαρακτηριστική, σήμα κατατεθέν, κίνηση του Γκόκου (ή στην ελληνική τηλεόραση Σονγκόκου ή Σογκόκου), του ήρωα της θρυλικής σειράς Ντράγκονμπολ. Ήτανε συστατικό στοιχείο του παιδικού-εφηβικού παροξυσμού που μας έπιανε και μας έκανε να περιμένουμε να έρθει το σαββατοκύριακο για να δούμε πού κατέληξε το κύμα που εξαπέλυσε στο προηγούμενο επεισόδιο ο ήρωάς μας.

Η σειρά αυτή, μεγάλωσε γενιές και γενιές (δυστυχώς σήμερα τα παιδιά βλέπουν κάτι αηδίες).

Η κίνηση αυτή, που την έμαθε στον μικρούλη Γκόκου ο πρώτος του δάσκαλος Μαστερ Ρόσι, ακολούθησε το μαχητή καθ' όλη τη διάρκεια της ζωής του και εξολόθρευσε με αυτήν δεκάδες κακούς που ήθελαν να καταστρέψουν το σύμπαν.

Είναι ένα κύμα ενέργειας, άσπρου-μπλε χρώματος, που εκτοξεύεται από τον μαχητή μέσα από τις παλάμες και των δύο χεριών, τα οποία διαγράφουν μία κίνηση από πίσω προς τα μπρος. Συνοδεύεται από μία στριγκλιά του τύπου «Καααααμέ, Χαααααααμέ, Κύμαααααα!».

Χρησιμοποιήθηκε και από άλλους θρυλικούς μαχητές όπως ο Κρίλιν, ο Σελ, και ο Γκόχαν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην παιδική επαρχιακή ποδοσφαιρική αργκό, η επανάληψη. Χρησιμοποιείται συνήθως για φάουλ, κόρνερ, πέναλτυ, τα οποία δεν έχουμε εκτελέσει καλά, και με κάποια τσατσιά προσπαθούμε να βρούμε τρόπο να τα ξαναεκτελέσουμε. Η «επαναλαβή» ...επαναλαμβάνεται πολλές φορές και από πολλά στόματα σε έντονο ύφος σε μία προσπάθεια σπασίματος νεύρων του αντιπάλου, ώστε να τσατιστεί και να μας δώσει αυτό που θέλουμε.

Η λέξη, επίτηδες εξόφθαλμα λανθασμένη, έχει σχεδιαστεί για να δίνει έμφαση και να εκνευρίζει περισσότερο τον αντίπαλο. Κλασική περίπτωση ψυχολογικού πολέμου της αλάνας.

- Ε, το τείχος ήτανε κοντά, δε στρέει, επαναλαβή, επαναλαβή!
- Άντε ρε κλαψομούνηδες παίξτε μπάλα!
- Άντε δώστους το μην κλαίνε πάλι...
- Δεν καταλαβαίνω πώς μας καταφέρνουν κάθε φορά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο του «μούφα».

Αυτός/αυτό δηλαδή, που δεν έχει την ποιότητα που θα περιμέναμε, και είναι είτε ψεύτικο, είτε χαλασμένο.

Μπορεί φυσικά να χρησιμοποιηθεί για οποιαδήποτε δυσάρεστη κατάσταση.

- Τη δοκίμασες τη νέα «φάντα» με γεύση καρπούζι;
- Άσε ρε φίλε, μην πάρεις, είναι πατσαρδέ. Δεν πίνεται με τίποτα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ή και «σιάρα».

Γλίστρα, πέσιμο.

Σάρα είναι κανονικά το λεπτό χαλίκι που βάζουν σε έναν χωματόδρομο για να περνούν τα αμάξια πριν (και αν) τον περάσουν με άσφαλτο. Παραδόξως, είναι αρκετά σταθερή και αξιόπιστη.

Σαν έκφραση, λέμε ότι «τρώω σάρα», «σαρίζομαι», κτλ, όταν πέσω ή γλιστρήσω. Επίσης μπορούμε να πούμε ότι «έφαγα σαρίδι».

- Τι έπαθες στο χέρι σ';
- Εκεί που βγαίνω το πρωί από το σπίτι, δεν είδα κάτω, και είχε πιάσει πάγος και τρώω μία σάρα (ή θα μπορούσε να πει: ένα σαρίδ')...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρίζει πορνίδια ανωτάτου βαθμού, που είναι ικανά πράξεις απύθμενης πουτανιάς. Χρησιμοποιείται σε ειδικές περιπτώσεις.

Είναι κάτι όπως η έκφραση το ιδιαζόντως ειδεχθές για τα εγκλήματα, μόνο που αναφέρεται σε τσούλες.

- Μα αν είναι δυνατόν, να τριφτεί στον πατέρα μου και μετά να έρθει να μου πει από πάνω, ότι της την έπεσε κιόλας! Και εγώ πήγα και την πίστεψα ο μαλάκας!
- Εγώ σου έλεγα ότι είναι πόρνη του ελέους και του σκότους, αλλά εσύ δε με πίστεψες...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το κουμπί στο Playstation που πατάμε με το δείκτη και τον μέσο. Είναι μακρόστενο και πάνω από το χειριστήριο και γι' αυτό λέγεται έτσι.

- Όχι ρε, μου απέκρουσε το τετ-α-τετ!
- Έπρεπε να τον κρεμάσεις.
- Πώς;
- Μα τι νιουμπάς είσαι, δεν ξες; Πατάς ταυτόχρονα το σουτ με το αριστερό φτερό...

L1, L2, R1, R2 φτερά (από Galadriel, 09/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ή και «αφήνω μύθι». Καρδιτσιώτικος ιδιωματισμός, αφορά σε άτομα που με τις πράξεις και τη στάση τους μένουν στην ανάμνηση μίας παρέας ή ενός συνόλου ανθρώπων, σαν παραμύθι.

Χρησιμοποιείται επίσης και για να δηλώσει ότι κάποιος με τη συμπεριφορά του κάνει τέτοια εντύπωση, ώστε να αφήσει μύθια στο μέλλον.

- Αυτός ο Κώστας που λένε συνέχεια ποιος είναι;
- Ένα πολύ ξηγημένο παιδί, δεν τον πρόλαβες, έχει αφήσει μύθια στη σχολή.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο παλιός, αυτός ο οποίος έχει εμπειρία, ο πιο μεγάλος και σεβάσμιος μίας παρέας. Χρησιμοποιείται κυρίως για να προσδώσει κύρος σε κάποιον. Χρησιμοποιείται κυρίως σε περιοχές της Θεσσαλίας.

- Ποιος είναι αυτός;
- Ο Πέτρος; Αυτός είναι παλιακός, να τον ακούς πάντα, ξέρει τι λέει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified