Μια έκφραση που όπως ξέρουμε όλοι σημαίνει «εύκολο».

Μας ενδιαφέρει όμως επειδή αναφέρεται συγκεκριμένα και στα θέματα εξετάσεων (βλ. Πανελληνίων). Κατά τα καλοκαίρια της δεκαετίας του '90 ειδικά, είχε γίνει σωβρακολάστιχο και από τα ΜΜΕ αλλά και από τους μαθητές που μιλούσαν στους δημοσιογράφους που περίμεναν έξω από τα εξεταστικά κέντρα.

Παίζει σε ένα δίλεπτο ρεπορτάζ, η λέξη «βατό» να ακουγόταν 20 φορές.

Το αξιοπερίεργο είναι ότι αν τελικά ΟΛΑ τα θέματα ήταν βατά, τότε γιατί αποτελούσε γεγονός άξιο αναφοράς;;;;;

Παρουσιαστής: - Περνάμε τώρα στις Πανελλήνιες. Βατά χαρακτήρισαν καθηγητές μαθητές τα σημερινά θέματα της Ιστορίας. Περισσότερα, από τον ρεπόρτερ μας Τάδε Ταδόπουλο.
Ρεπόρτερ: - Κυρίες και κύριοι, τα θέματα της Ιστορίας ήταν βατά. Ας δούμε τι μας είπαν οι μαθητές.
Μαθητής 1: - Πιστεύω τα θέματα ήταν βατά. Καλά τα πήγα μάλλον.
Μαθήτρια 2: - Τα θέματα; Ναι, βατά ήταν.
Μαθητής 3: - Ναι, βατά ήταν τα θέματα.
Μαθητής4: - Μάλλον βατά ήταν.
κοκ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μινιμαλιστική έκφραση χωρίς ρήμα, αντικείμενο ή επίθετο. Σημαίνει κάτι σαν «δεν είχα/ήμουν/νιώσει πιο καλά/πολύ» ανάλογα με τα συμφραζόμενα.

Καμιά φορα χρησιμοποιείται ειρωνικά.

- Πώς είσαι αυτό το καιρό φιλαράκι; Μήνες έχω να σε δω!
- Μια χαρά. Ποτέ δεν ήμουν καλύτερα. Δεν έχω πιο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η Πλατεία Κλαυθμώνος στα καλιαρντά.

Βγαίνει απο το κουελορόσολο (δάκρυ) που σημαίνει «σάλιο των ματιών».

Η μαντούλα έτρεχα απο Ρενόγλαστρα μέχρι Κουελορόσολα. Πουθενά αυτός.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γέννηση στα καλιαρντά... δηλαδή το χέσιμο του αιδοίου (του μουτζού)...

Ε, η περιφρόνηση είναι προφανής.

Λέγεται και μπέρθα.

θα είμαι καρμπονέ με την αδελφή μου στο μπερθομπαρότσαρδο γιατί μουτζοχέζει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα καλιαρντά ο ελέφαντας. Δηλαδή ο χοντρός που φυσάει.

Επίσης λέγεται και σωληνοκάγκουρος.

Ισάντες σα μπαλοφουσφούσης. Άβελε μωρή καμιά αχαλία.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αρκούδα. Δηλαδή χοντρή λύκαινα.

Δικέλεις την κατέ μπαρότατη; Ου μωρη μπαλογουγούλφω!

Got a better definition? Add it!

Published

Το ρύζι στα καλιαρντά. Το χέσιμο του έλους (επειδή εκεί σπέρνεται το ρύζι).

Κάηκε το κρεμοκαποκάρνι και χαλέψαμε μπαλόφρισα με ελόχεσμα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η συνοικία Περιστέρι στα καλιαρντά.

Άβελα πρεζαντέ στην Πλάζα του Πίτσουν-σίτυ τσαι παπάτζαραν την ιμάντε παντόφλα. Πουρκέ ντε σκεντέ; (=έκανα βόλτα στην πλατεία Περιστερίου και μου έκλεψαν την τσέπη)

Got a better definition? Add it!

Published

Το μέλι στα καλιαρντά. Πηκτή ζάχαρη δηλαδή. Επίσης λέγεται και ζουζουνόφλοκο.

Άβελε μου καλέ λίγο πηχτόσουκρο. Άφρισα απο τις σιτεμένες φούσκες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λιοντάρι στα καλιαρντά. Σημαίνει «ο λύκος της ζούγκλας».

Σιγά μη μας χαλέψεις μωρε ζουγκλογουγούλφη που κατελανιάζεις! Κουλάρω την ισάντες πρεζάντα! (= σιγά μη μας φας ρε λιοντάρι που αγριεύεις. Χέζω στην παρουσία σου!)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified