Συνηθ. στον πληθ., μαγείρια. Μεταξύ τους οι μάγειροι και όσα παιδιά δουλεύουν σε εστιατόρια, φαστφουντάδικα, πιτσαρίες, σουβλατζίδικα κλπ και τους βγαίνει η παναγία για να τρώνε ζεστό φαγητάκι οι μικρομεσαιομεγαλοαστοί.

Μαγείρια ενωμένα ποτέ νικημένα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκφέρεται με αναφορά σε πράξεις που πρέπει να γίνουν ή και σε αντικείμενα που δεν θέλουμε να κατονομάσουμε (π.χ. επειδή δεν υπάρχει μονολεκτικός όρος).

- Πήρα τηλ. τη Φρόσω και της είπα τα δέοντα.
- Τι δηλαδή;
- Ε, να ότι γουστάρω και τα τοιαύτα.

- Συγγνώμη, μήπως μπορείτε να ανάψετε τα δέοντα;
- Εννοείτε τις σόμπες;
- Ναι ρε φίλε είμεθα καπνιστές.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified