Κουραδοκατουρλιό, το - (ουσ.) συνθ.
Η συγχρόνιση κοπράνων και ούρων που βγαίνουν ταυτόχρονα και επίτηδες από την κωλοτρυπίδα του ατόμου που ενεργείται εκείνη την στιγμή. Συνήθως η απελευθέρωση και των δύο απορριμάτων, ανακουφίζει, καθώς νιώθεις το κενό που απέμεινε στο στομάχι σου απαλλάσσοντάς σε από τυχόν πονόκοιλους.
Ετυμ. συνθ. εκ του κουράδα (η) + κατουρλιό(< ουρώ + κάτω) (το).
Άαααααααααι! Όλα μαζί έφυγαν!