Η αγγλική αργκό λέξη bro, δηλαδή brother, που σημαίνει αδερφός στα ελληνικά, αλλά χρησιμοποιείται στις συζητήσεις νέων -πιο πολύ ραπάδων ή wiggaz.

  1. - Yo, whats crackin' dogg;
    - Nuthin' much, bro.U;

  2. - Έλα ρε μπρο, τί νέα;
    - Καλά ρε μαν, τα ίδια...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάποιος που είναι ειδικός σε κάτι, που είναι εξπέρ και ξέρει τα κατατόπια.

- Που λες, όταν είναι να την καληνυχτίσεις θα την φιλήσεις στο στόμα!
- Σίγουρα θα πιάσει;
- Ναι ρε, άκου με που σου λέω! Εγώ είμαι σουπρίμ σε αυτά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάτι το πολύ καθαρό, που λάμπει σαν το κέλυφος του αβγού.

  1. — Επ, λούστραρες το γραφείο;
    — Ναι, γυαλίζει!
    — Μιλάμε τελείως αβγό!

  2. Η γάτα σου είναι τελείως βρόμικη ρε... Κάν΄την κάνα μπάνιο!
    Εγώ την κάνω κάθε βδομάδα και δες την, αβγό είναι!

(από Galadriel, 15/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Διαδικτυακή γλώσσα, αντίθετο του greeklish. Τα engreek είναι αγγλικά γραμμένα με ελληνικούς χαρακτήρες. Δεν χρησιμοποιείται και πολύ, αλλά όταν γίνεται έχει πολύ γέλιο και είναι τρομερή φάση.

Παράδειγμα από chat στο Windows Live Messenger περιλαμβάνεται παρακάτω.

- Σόου, χάου ντου γιου ντού;
- Αι έμ φάιν, άι τζάστ χέντ ε μπάθ.
- Αααα, νάις, άι ντιντ του. Γουάτ πέρφιουμ ντου γιου πουτ;
- Αι ντοντ.
- ... Οοου. Οκέη. Γουίλ γιου καμ του δε πάρτυ τουνάιτ;
- Νόου, μεν, αι χεβ εν ινγκλις λέσον. Ιτ σαξ, μπατ άι χεβ του γκόου.
- Γκάτ-ντέμιτ! Γιού αρ μίσιν δε τάιμ οβ γιούρ λάιφ, μπρο!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Η κοινώς γνωστή χυλόπιτα, εννοώντας την απόρριψη πρότασης για ερωτική σχέση.
  2. Η χυλόπιτα σαν ζυμαρικό.
  1. - Πωωωώ ρε φίλε... Έφαγα χυλόπιτα χθες από το Μαράκι και είμαι χάλια σήμερα.
    - 'Ντάξει, δεν έγινε ρε και τίποτα... Θα φας πολλές στη ζωή σου. Εμένα έχει σκάσει η κοιλιά μου απ' τα πιτοπούλια που έχω φάει!

  2. - Τι να φάμε ρε συ αύριο; Έχω και δουλειά και δεν έχω χρόνο να φτιάξω τίποτα...
    - Εγώ λέω να πάμε στο εστιατόριο να φάμε τίποτα πιτοπούλια με κοτόπουλο, και για το βράδυ βλέπουμε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πολύ κοντό κούρεμα που κάνει τον έχοντα να φαίνεται σαν σκίνχεντ και τον γελοιοποιεί άγρια.

- Δες τον Χ ρε, έκανε αποψίλωση και είναι σαν Χρυσαυγίτης!
- Ε, τι περιμένεις ρε, το παιδί χάνει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άνθρωπος που κουβαλάει τα πιο άχρηστα πράγματα μαζί του, αλλά και τα χρήσιμα τα οποία σπάνια βρίσκονται γρήγορα. Αναφορά στον ήρωα-καρτούν της δεκαετίας του 70-80.

- Ρε συ, έχεις κανα στυλό;
- Ορίστε...
- Πωπω, ποιος είσαι ρε μαν, ο σπορτ μπίλλυ;

Το intro του παιδικού στην ελληνική (από mpiftex, 25/06/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ομοφυλόφιλος. Μάλλον προέρχεται από τις θηλυκοπρεπείς κινήσεις τους.

Δες, ρε, τον ντιγκιντάγκα τον Λούλη, που έρχεται με διχάλα 1-4 στο μπαρ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μυξιάρης, που ψάχνει για κοιτάσματα πετρελαίου στα ρινικά του σπήλαια.

- Καλώς το μυξοβοσκό! Βρήκες κάνα κοίτασμα ή θα παγώσουμε πάλι, τόσο ακριβό που είναι το πετρέλαιο;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάποιος που είναι χαζός ή παντελώς άσχετος με κάτι.
Συνώνυμα: γκάου μπίου, γκάου, γεια σου.

- Καλά αυτός ο Τάκης είναι τελείως νιάου! Δεν καταλαβαίνει τι του λες, στον κόσμο του είναι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified