Ορκ, το.

  • Το άτομο με αντικοινωνική διαταραχή προσωπικότητας. Είναι συχνή η συν-νοσηρότητα με τοξικομανία και αλκοολισμό.
  • Ο κακοποιός, ο κωλάνθρωπος, η σκατόφατσα. Κάποιος που σε τρομοκρατεί και μόνο με το παρουσιαστικό του, αλλά και που η συμπεριφορά του επιβεβαιώνει τους φόβους σου.

    Κάποιος που δεν θες να συναντήσεις την νύχτα σε έρημο δρόμο ή, αν το καλοσκεφτείς, ούτε την ημέρα, ούτε ποτέ σου τέλος πάντων.

- Το κέντρο της πόλης έχει παραδοθεί στα ορκ και δεν τολμάω να κυκλοφορήσω. - Σιγά, ρε λελέ...

Ένα κλασικό ορκ. (από Dr. Steve Brule, 16/11/12)τελικός κυπέλλου ΠΑΟ - ΠΑΟΚ 26/4/14  (από xalikoutis, 25/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τελευταίο στάδιο Pokemon του τζιβάτου, ίσως με εξειδίκευση και μετεκπαίδευση στον σιτσουασιονισμό ή λικβινταρισμό (εκ των situation και liquidation, κοινώς ο μπαχαλάκιας) ή τον αλκοολισμό ή την πρέζα. Καμία σχέση πάντως με όλους εμάς τους βολεμένους αστούς και λοιπές πόρνες του καπιταλισμού.

Πιθανόν να μιλάμε για εξέλιξη του κοινού ορκ και όχι απαραίτητα τζιβάτου.

- Δεν ξαναπάτησα σε πάρτι στο Πολυτεχνείο από τότε που κουρεύτηκα και άρχισαν να με στραβοκοιτάνε οι διάφοροι εξαρχειωμένοι τύποι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ του θέματος κόπρ(ο)- και της παραγωγικής κατάληξης -άρω (βλέπε και browsάρω, τσεκάρω, ρετάρω).

Το ρήμα που περιγράφει την περιήγηση στην ζωή δίκην άεργου κυνός.

Συνώνυμα: αράζω, τεμπελιάζω, τεμπελχανιάζω, χαζεύω, μαλακίζομαι.

- Πού 'σαι, ρε μαν; Θα κάνουμε τίποτες την Παρασκευή το βράδυ;
- Ρε Κώτσο, πότε θα στρώσεις την κωλάθρα σου να διαβάσεις; Πάλι θα κοπράρουμε;
- [...]
- Πάμε κάναν Ερυθρό Λέοντα για καμιά μπυρωίνη;
- Μέσα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τόπος που είναι κυριολεκτικά και μεταφορικά μπάτε σκύλοι αλέστε. Αναφέρεται στην χαρακτηριστική παρουσία αγελών αδέσποτων σκύλων σε πολλά ελληνικά δημόσια κτήρια, συνήθως σε Πανεπιστήμια και Νοσοκομεία.

Τους σκύλους ταΐζουν ή προστατεύουν διάφοροι ζωόφιλοι (άλλη μια παραφιλία), τζιβάτοι και άλλοι εξαρχειωμένοι τύποι.

  1. Σχεδόν κάθε ελληνική δημόσια πανεπιστημιούπολη, ο κήπος πολλών δημόσιων νοσοκομείων. Τέηκ γιορ πικ.

  2. (ένα χαϊκού)

Γαβ γαβ γαβ γαβ γαβ
Στην κυνόχρηστη Εστία χειμερινό συσσίτιο τζιβάτων ορκ
Γαβ γαβ γαβ γαβ γαβ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified