Καλά είναι δυνατόν να λείπει αυτό; Κόβω λάσπη σημαίνει ότι φεύγω γρήγορα, την κάνω, σπάω, εξαφανίζομαι. Λέγεται περισσότερο όταν η κατάσταση μυρίζει μπαρούτι και θέλουμε να ξεφύγουμε. Μπορεί όμως και να πούμε απλά ότι φεύγουμε. Σαν εντολή κόψε λάσπη σημαίνει και φύγε γρήγορα (αλλιώς την πούτσισες).

Πιθανή εξήγηση, όπως με το αυτοκίνητο όταν κάνει κανείς απότομα μεταβολή αφήνει σημάδια σε χωματόδρομο, έτσι εννοούμε ότι θα φύγω τόσο γρήγορα που θα κάνω σημάδια στον δρόμο, θα κόψω λάσπη.

(Μαθητές καπνίζουν κρυφά στις τουαλέτες, ενώ έρχεται ξαφνικά ένας καθηγητής προς το μέρος τους)
- Μαλάκες κόψτε λάσπη έρχεται ο Σπασαρχιδόπουλος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολύ πικρός (συνήθως για ροφήματα). Ως γνωστόν τα περισσότερα δηλητήρια έχουν πικρή γεύση. Έτσι η Μητέρα Φύση μας προστατεύει από το να τα φάμε ή να τα πιούμε.

Τι καφές είν' αυτός! Δηλητήριο! Δεν έβαλες ζάχαρη;

(από Khan, 22/12/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για σλανγκική απόδοση της Ιλιάδας του Ομήρου και είναι ένα μικρό μέρος, μια περίληψη από την «Οδύσσεια» που είναι το πλήρες κείμενο. Το λέγαμε στο Γυμνάσιο, δεκαετία του '90, αλλά μπορεί να είναι και παλαιότερο. Αργότερα κυκλοφόρησε και σαν ηλεκτρονικό παιγνίδι, με έναν ποντικό να κάνει τον αφηγητή και να λέει αποσπάσματα από το κείμενο σε κάθε πίστα.

Πάνω στης Τροίας τα βουνά πού 'ταν σαν κωλομέρια,
καθότανε ο Όμηρος με των ψωλή στα χέρια.
Κι όπως μαλακιζότανε και έχυνε το χύσι
του ήρθε η θεία έμπνευση το έπος του ν' αρχίσει.
- Μαλάκα Αγαμέμνονα, μου κλέψαν το Λενάκι,
και τώρα άλλος χαίρεται το τρυφερό μουνάκι!
- Σώπασε 'σύ Μενέλαε, τον πούστη θα τον βρούμε!
Και θα του δείξουμε καλά πως τέτοιους τους γαμούμε...
- Έφυγε η ξεσκισμένη και πήγε με τον Πάρη,
λες κι εμείς δεν είχαμε αρχίδια και παπάρι!
(συνεχίζεται)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν πρόκειται για ένα απλό «βύσμα», αλλά για «πολύπριζο». Είναι ο φαντάρος που είναι πιο βύσμα κι απ' τα βύσματα και πάει στις καλύτερες θέσεις ή έχει την πιο ευνοϊκή μεταχείριση.

Επειδή, και καλά οι ΔιαΒιβαστές κάνουν εύκολη θητεία, τους λένε Δυνατά Βύσματα. Οι επίλεκτοι όμως της Έρευνας και Πληροφορικής που, κατά κανόνα, είναι κομπιουτεράδες του στρατού σε κάποιο γραφείο και κάνουν λιγότερες σκοπιές ή καθόλου, ανήκουν στο σώμα Ε.Π. (Έρευνας και Πληροφορικής ή Εξέχοντα Πολύπριζα).

Βλέπε ορισμούς για Γ.Ε.Π..

Βλ. και πολύμπριζο. Σχετικά: δόντι, κονέ, χαυλιόδοντας, bluetooth, ρουσφετοπωλείο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για βλάχικο εξελληνισμό του slogan «Wash 'n' Go» του γνωστού σαμπουάν «Head & Shoulders». Δηλαδή σε standard ελληνικά «πλύσου και στρίβε (φύγε)».

- Τώρα θα κάνεις μπάνιο; Που θέλουμε να βγούμε;
- Μην ανησυχείς, δεν θ' αργήσω, έχω Πλυς εν στριβ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γ.Ε.Π. = Γραφείο Έρευνας και Πληροφορικής.

Πρόκειται για το γραφείο της Ταξιαρχίας ή Μεραρχίας που είναι υπεύθυνο για την μηχανογράφηση των μονάδων και που λειτουργεί και ως service Η/Υ. Όποιος υπολογιστής πάθει κάτι, απαγορεύεται να πάει έξω σε service. Πηγαίνει στο ΓΕΠ που τον φτιάχνουν τεχνικοί του Στρατού. Το αντίστοιχο σώμα Ε.Π. (Έρευνας και Πληροφορικής) στελεχώνεται από φαντάρους συνήθως καταρτισμένους στους υπολογιστές και από αξιωματικούς οι οποίοι έδωσαν εξετάσεις και πήραν σχετικό χαρτί γνώσεων υπολογιστών ώστε να πάρουν μετάταξη στο σώμα Ε.Π.

Σλανγκικά παράγωγα:

Γ.Ε.Π. = Γραφείο Έρευνας και Πληροφορικής ή Γραφείο Εξάσκησης Πλαιυστάσιον. Γήπεδο εξάσκησης Pro (Evolution Soccer).

Σώμα Ε.Π. = Σώμα Έρευνας και Πληροφορικής ή Σώμα Ειδικών Περιπτώσεων, ή Σώμα Εξαιρετικών Προσώπων ή Σώμα Εξεχόντων Πολύπριζων (σύγκρινε Σώμα Δ.Β = Σώμα Δυνατών Βυσμάτων)

Σ.Α.Ε.Π = Σχολή Αξιωματικών Έρευνας και Πληροφορικής ή Σειρούλα Άραξε, Έχει Πλαιυστάσιον ή Σειρούλα Άραξε Είμαστε Πολύπριζα.

  1. - Ρε σειρά, πάλι κόλλησε ο υπολογιστής.
    - Πάρε τηλέφωνο στο ΓΕΠ να φέρουν τεχνικό.

  2. - Γιατί πάλι στο γραφείο αυτός κι εγώ σκοπιά;
    - Γιατί είναι στρατιώτης Ε.Π. (Εξέχον Πολύπριζο).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λέμε για τον εχθρό που εμφανίζεται ξαφνικά σε ένα ηλεκτρονικό παιγνίδι και δυσκολεύει η κατάσταση ή χάνουμε σχεδόν αμέσως. Συνήθως λέγεται για το γνωστό λευκό φαντασματάκι στο Bubble Bobble που βγαίνει και μετά πρέπει να βιαστούμε αλλιώς την την πουτσίσαμε.

Παίκτης που παίζει Bubble Bobble σε φίλο του:

- Φτου σου! Βγήκε ο μπούρμπουλης και έχασα κανονάκι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μην πάει ο νους σας στο πονηρό... Πρόκειται για το γνωστό ξενέ μήνυμα στο τέλος των ηλεκτρονικών παιγνιδιών (Game Over) διαβασμένο από teenager που τα αγγλικά του δεν είναι και τόσο καλά. Game Over > Γκάμε Όβερ > γκαμιόβερ.

Στην κυριολεξία σημαίνει ότι χάσαμε και το παιγνίδι έλαβε τέλος. Βέβαια η λάθος ανάγνωση μπορεί να γίνεται και εσκεμμένα θέλοντας να δηλώσουμε ότι δεν χάσαμε απλά, γαμηθήκαμε, μας πήραν και τα σώβρακα αλλά και εναλλακτικά του γκαμώτη.

Επίσης: έπαθα γκαμιόβερ = έχασα.

(Ένας παίζει το μπούμπλε μπούμπλε και ο φίλος του παρακολουθεί)
- Φτου! Πετάχτηκε ξαφνικά ο μπούρμπουλης και έπαθα γκαμιόβερ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται συνήθως όταν παρακολουθούμε ή μας αφηγούνται μια χαζοχαρούμενη «δακρύβρεχτη» ιστορία η οποία μας αφήνει παντελώς αδιάφορους. Δηλώνουμε λοιπόν μ' αυτόν τον τρόπο ότι μη μου τα ζαλίζεις, χέστηκα, δεν μ' ενδιαφέρει η παπαριά που μου λες και σε γράφω στ' αρχίδια μου.

(Η γκόμενα παρακολουθεί μια σειρά στην τηλεόραση)
- Αχ τι συγκινητικό! Θα παντρευτούνε!
(Ο άλλος κοντεύει να κοιμηθεί από την βαρεμάρα)
- Τελέρε! Δάκρυσαν τ' αρχίδια μου από την συγκίνηση! (δε μας χέζεις ρε Νταλάρα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στον Στρατό (και μάλλον Αεροπορία, Ναυτικό) γριά είναι ο Ανθυπασπιστής. Επειδή κατά κανόνα είναι διευθυντής κάποιου γραφείου και δεν κάνει τίποτα άλλο όλη μέρα από το να γκρινιάζει και να μετράει τα χρήματα που παίρνει και τα επιδόματα (όπως συνηθίζουν οι πραγματικές γριές), γι αυτό λέγεται «γριά». Το ότι δεν κάνει τίποτα όλη μέρα το επιβεβαιώνει και το Δ στο διακριτικό του, που μεταφράζεται ως «Δεν δουλεύω».

Πήγα στον Λοχαγό να ζητήσω άδεια διανυκτέρευσης για το Σ-Κ και μπαίνοντας άκουσα την Γριά να σχολιάζει τις νέες περικοπές στους μισθούς τους.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified