Κλασικός προσβλητικός χαρακτηρισμός για σκληρή, εμπαθή, εκδικητική, μαλάκω, σπασαρχίδω, ή καθ' οιονδήποτε άλλο τρόπο δυσάρεστη γυναίκα ή λούγκρα.

Ενώ συνήθως εκφέρεται απαξιωτικά...

- Απίστευτες εικόνες από Προγραμματικές: «Μπουχέσας» Καραμανλής, ύπνος Άδωνι-Λιάνας, «σκύλα» Ζωή, πηγαδάκι Βαρουφάκη-Θεοδωράκη... (εδώ)

...υπάρχουν και περιπτώσεις γυναικώνε που υιοθετούν το τίτλο καμαρωτά...

- «Μπορώ να γίνω πολύ σκύλα» Τι λέει η Σίσσυ Φειδά για το γάμο και τα επαγγελματικά της σχέδια... (εκεί)

Πέον να σημειωθεί ότι η επιστήμη επιχειρεί να αναπτύξει σχετικό ανιχνευτή, στα πρότυπα του γκέινταρ, του πεηντάρ και του αριστερόμετρου:

- Αλήθεια; Πόσο «σκύλες» είστε οι γυναίκες στην Ελλάδα; Αν και ακόμα δεν υπάρχει κάποιο επιστημονικό όργανο που να μετράει σε απόλυτους αριθμούς αυτή την ιδιότητα, μια καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο της Otttawa του Καναδά έχει βρει τη δική της μέθοδο για να μετρήσει τη συγκεκριμένη συμπεριφορά των γυναικών. (παραπέρα)

Συνειρμοί με την μυθολογική Σκύλλα.

Βλ. και αγγλικ. bitch και τα σχετικά παράγωγα (καραμπιτσαριό, μπιτσάρα, μπιτσιάζω, μπιτσόνι, κ.ά.)

Ασίστ: Χάνκων.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχουν δυο μεγάλες κατηγορίες:

- Ποινική δίωξη στην Τζ. Αλεξανδράτου μετά από έρευνα του ΣΔΟΕ (...) ο επιχειρηματίας και ιδιοκτήτης της εταιρίας κ. Σειρηνίδης, (...) προσκόμισε ιδιωτικό συμφωνητικό από το οποίο προέκυπτε ότι η Τζούλια Αλεξανδράτου έλαβε αμοιβή 150.000 ευρώ.
- 150 χιλιάρικα πήρε το χυσοσακί ?
(εδώ)

Συνώνυμα: χυσοκανάτα (σπερματοκανάτα), χυσοκουβάς (σπερματοκουβάς), χυσοθήκη, χυσοκανάτα, σπερματοδοχείο, χυσολουλού.

Αγγλικανιστί: spermbag, cum bucket.

- το γαμημενο χυσοσακι εβαλε κοπυραητ (εκεί)

Αγγλικανιστί: scumbag, ratbag, douchebag.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ανεύθυνος γυριστρούλης, ο κωλοτούμπας.

Σύμφωνα με τον Θ. Πάγκαλο, πρόκειται για ιδιωματισμό από χωριά της Αττικής:

- ο άλλος τσαχπινοκωλαράκιας είναι! Πότε από εδώ χώνεται, πότε από εκεί χώνεται… Τσαχπινοκωλαράκιας, μια έκφραση είναι. Σημαίνει αυτόν που προσπαθεί ν’ αποφύγει τις ευθύνες. Έτσι το λέμε εμείς στα χωριά της Αττικής. Και μετά βάζει τα κλάματα, επειδή τον είπε ψευτράκο ο Μεϊμαράκης. Κακώς τον είπε ψευτράκο, γιατί είναι αρχηγός κόμματος. Εγώ ορθώς τον λέω ό,τι τον λέω, γιατί εγώ δεν είμαι τίποτα (Θεόδωρος Πάγκαλος ΒΗΜΑ FM, 8/9/15)

Βλ. επίσης: κυβίστηση.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λολοπαίγνιο για την παντελώς αυθαίρετη και γου-του-πού πλην δημιουργικά ευφάνταστη ετυμολογία μιας λέξης.

- Κάνω μία απόπειρα ετυμολογίας, με κίνδυνο να πέσω σε παπαρετυμολογία... (Salina, εδώ)

- Βρε παιδιά να θεσπίσουμε ένα ετήσιο βραβείο *παπαρετυμολογίας.* (εκεί)

- Κατά σατανική σύμπτωση, αμφότερες και οι δύο ετυμολογίες, τόσο η κυρίως ετυμολογία από την γκλίτσα του τσοπάνη, που πορτοκαλικώς πως ετυμολογείται από το αρχαίο ελληνικό αγκύλος, όσο και η αγγλογερμανική παπαρετυμολογία από το glitz κατατείνουν στην ίδια πραγματικότητα: στον μηλιώκειο ήρωα... (παπαρολογισμοί Khan, παραπέρα)

Η αδιαμφισβήτητα προεξέχουσα συνομοταξία παπαρετυμολόγων είναι οι πορτοκαλιστές: αρχαιόκαυλοι που διακρίνουν τραβηγμένες-από-τις-κωλότριχες συγγένειες ξένων λέξεων με ελληνικές (πιχί sex εκ του ἕξις, βουβουζέλα εκ του γουγουτζέλα, ασιχτίρ εκ του σε οικτίρω, και ταλιμπάν).

Πορτοκαλίζουσα παπαρετυμολογία εποχήςΧμου, έχει γούστο...

Πέον να αναφερθεί και ο νατσουλισμός, που αφορά σε δημώδεις και βουκολικές ετυμολογήσεις και επεξηγήσεις εκφράσεων.

Εκ των παπαριά και παρετυμολογία.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

μπουλασιλίκι, μπουλασικλίκι, μπουλασίκης

Τουρκομερίτικη ρεμπετιά που παραπέμπει σε θυμό, αγριάδα, ή και αγύριστο κεφάλι.

♪♫ Ασ' το μπουλασιλίκι σου, αμάν αμάν,
και πάψε το σινάχι
Και δεν ανακατεύομαι σινάχη μου
σε ότι κι αν σου λάχει
♪♫
(Μ. Βαμβακάρης, «Ο σινάχης», 1934)

Η σλανγκιά χρησιμοποιείται ενίοτε κι ως φιλοφρόνηση:

Η προσφώνηση «μπουλασίκι μου» χρησιμοποιείται θετικά, όπως ντερβίση μου, μάγκα μου, κλπ. Τη συναντάμε και στη Δροσούλα του Καζαντζή. (Γεια σου, ρε Βασιλάκη μπουλασίκη μου και ψάχνοντας το Μαχαλόμαγκα μες στην ταβέρνα…) (εκεί)

Ετυμολογικά, μάλλον ενοχοποιείται το bulaşık / bulaşıcılık που (μεταξύ άλλων) σημαίνει βρωμιάρης, μιαρός, επαίσχυντος, ύποπτος, σκιερός, και παράνομος. Σκεπτόμενoς πάντως εκτός κυτίου o Sarant αναρωτιέται εάν κάποιοι παπαρετυμολογούν τον μπουλασίκη ως είδος υπερθετικού του ασίκης, προφ εκ των bol bol (πολύ) και aşιk (ερωτιάρης).

Σλανγκασίστ: Ξη και Δων.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

σινάχης, συνάχης

Παλιά ρεμπετιά για φυλή τζόρικων κακοπρέζονων του κατώτατου λουμπεναριού.

- Τους συναχηδες [Κοκαινοποτες, περιθωριοποιημενοι ακομη και απ τους ιδιους τους ρεμπετες, που συνηθως κατεληγαν στην πρεζα.] (εδώ)

Συνάχης εν δράσει

Σώζεται κυρίως μέσω του ομώνυμου τραγουδιού του Μάρκου Βαμβακάρη:

♪♫ Με ποιον τα’χεις συνάχη μου
αμάν αμάν να πας να καθαρίσεις
την ηθική σου θίξανε, συνάχη μου,
και πας να εγκληματίσεις
♪♫
«Ο συνάχης»)

Ο Συνάχης, 1934

Οι γνώμες διίστανται για την ορθογραφία και την ετυμολογία. Ορισμένοι ισχυρίζονται ότι ετυμολογείται απ το συνάχι, δεδομένου ότι τα μαστούρια και δη οι κοκάκηδες παρουσιάζουν χρόνια συμπτώματα οιονεί κρυολογήματος. Άλλοι προκρίνουν την μορφή σινάχης, ισχυριζόμενοι ότι δεν έχει σχέση με το συνάχι - χωρίς ωστόσο να αντιπροτείνουν κάποια αληθοφανή εναλλακτική ετυμολογία.

- με βάση τον Ηλία Πετρόπουλο, στο τραγούδι αυτό δεν ισχύει το γράμμα υψιλον, διότι «δεν πρόκειται για την γνωστή ενοχλητική αρρώστεια. Σινάχης ειναι ο απειλητικός μουτρωμένος. Ο ξακουστός κουτσαβάκης και νταής αμαξάς Σινάχης, που τον φοβόταν όλη η Παλιά Αθήνα, δεν είχε άδικα αυτό το παρατσούκλι. (εκεί)

- Όταν «O Σινάχης» ξεχυθεί απ' τα ηχεία, τότε ρεμπέτικο και blues ενώνονται εις σάρκα μιαν. Οι χορδές της ακουστικής κιθάρας πάλλονται ενόσω τα τάστα του μπουζουκιού δέχονται ευχάριστα πίεση. (εδώ)

Βλ. και συναχωμένος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λολοπαίγνιο της λέξης μπαρούφα και του ονόματος του Γιάνη του Βαρουφάκη (άκα Μπαρουφάκη). Εκφέρεται απαξιωτικά ωσαννά φορά στις προβλέψεις, στην επιχειρηματολογία, στη διαπραγματευτική προσέγγιση και στο εν γένει πολιτικοοικονομικό ντισκούρ του κατά λάθος οικονομολόγου.

- Το προερχόμενο από την επίσημη ιστοσελίδα του αυτοβιογραφικό σημείωμα έχει γραφεί στην αγγλική και εγώ απλώς το μεταφράζω, φροντίζοντας να αποδίδεται κατά το δυνατόν η λογοτεχνική αξία του, καθώς ανήκει στο ιδιαίτερο genre που ονομάζεται βαρούφα. (εδώ)

Ο χαρακτηρισμός είναι χρόνια τώρα γνωστός σε όσους παρακολουθούν το ακαδημαϊκό του έργο, και έχει σλανγκογραφηθεί πολύ προ της συμμετοχής του στην πρώτη φορά Αριστερά κυβέρνηση:

- Όλοι έχουμε πια εξοικειωθεί με τις αντιμνημονιακές "βαρούφες" του καθ. Βαρουφάκης (από το 2012)

- Αρα λοιπον για να μην ακουμε κουφια λογια Βαρουφες τις δεκαρας...(από το 2013)

Εικαστική βαρούφα από τα παλιά

Η υπουργοποίηση του Γιάνη απετέλεσε το breakthrough για την βάιραλ σλανγκοδιάδοση του όρου, που βάρεσε τιλτ όταν ο Βαρουφάκης ανακοίνωσε με τυμπανοκρουσίες ότι σκοπίμως καλλιεργεί δημιουργική ασάφεια στις διαπραγματεύσεις του με τους κουτόφραγκους πιστωτές.

- Αλέξη, άρχισες τις Βαρούφες !!! (σχετικά πρώιμη (27.1.15) αντίδραση ψηφοφόρου στην επιλογή του Γ.Β., εδώ)

- Ο Βαρουφάκης παραδέχεται δημόσια ότι ψάχνει μια «φρασεολογία» που να ικανοποιεί τους πάντες (...) Αυξάνουν κατι τέτοιες προτάσεις/βαρουφες την αξιοπιστια της χωρας στη διαπραγμάτευση? Η λέγονται μονο για εντυπωσιασμό? (εκεί)

Από παρουσίαση του Βαρουφάκη στους πιστωτές Θέλουμε πρωτίστως αξιοπρέπεια και δευτερευόντως χρήματα και θέσεις εργασίας

- Η "βαρούφα", εκ του ιταλικού "μπαρούφα", κατέχει κορυφαία θέση στον καθημερινό και ακόμα περισσότερο στον ηγετικό, πνευματικό και πολιτικό μας λόγο. Είμαστε η χώρα της βαρούφας, το έθνος των βαρουφιστών. (εθνοφαυλιστική δήλωση Θεόδωρου Πάγκαλου)

Η εκφορά του όρου δεν περιορίζεται σε κύκλους της δεξιάς:

- δεν είναι τυχαίο ότι τα διαπλεκόμενα "ΜΜΕ" στην Ελλάδα αβαντάρισαν και με το παραπάνω τον Βαρουφάκη από την πρώτη στιγμή που γίνηκε υπουργός, πριν ακόμα ξεστομίσει τις ..."βαρούφες" του περί των αποδεκτών ή μη "ποσοστών" του γδαρσίματος του λαού μας. Φυσικά, η ρίζα που γεννά Βαρουφάκηδες και λοιπές "βαρούφες" περί ποσοστών είναι η αποδοχή της ΕΕ, του ευρώ και φυσικά του ίδιου του καπιταλισμού από ικανή μερίδα στελεχών του (ετερόκλητου) αυτού ΣΥΡΙΖΑ. (από το ISKRA)

Πέον τέλος να σημειωθεί το Βαρούφας είναι και ένα από τα πολλά παρατσούκλια του ανδρός:

- Φωτογραφία του «Βαρούφα» από τα παλιά: Τότε που είχε μαλλί… χαίτη (εδώ)

Βαρουφοχαίτουλας στο φυσικό του habitat

- Ο Σούπερ Βαρούφας επέστρεψε με το πινέλο του (εκεί)

Κόλλα το ρε μάγκα

Βλ. επίσης: μπαρουφάκης, βαρουφάκ, βαρουφακές, βαρουφίτσες, βαρουθείτσες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αραχτός, ο ήρεμος, ο τύπος "ζεν" (ενίοτε λόγω ντάγκλας). Ρεμπετιά που μας ήφερε ο πατέρας μας ο Μπάτης από την Σμύρνjη το '22.

Αντώνυμο του τσαμπουκαλή.

♪♫ Μ’ αρέσουν οι ντερβίσηδες
Γιατί ‘ναι μερακλήδες
Είναι πολύ γιαβάσηδες
και λίγο μπελαλήδες
♪♫

"Η Ντερβίσαινα", Κώστας Ρούκουνας

- Γιαβάσης: ήρεμος, ψύχραιμος, νωθρός (εκεί)

Γιαβάσης εκ Γαλατίας μυεί σε τεχνικές υπερβατικού ταρτινάζ

Εκ του τουρκ. yavaş, σιγά (βλ. και γιαβάς-γιαβάς).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ύπουλα σταδιακό (ή το μπροστά-στα-μάτια-σου) μπατάλεμα κάποι@ από ευγάμητο υπερτούμπανο σε εύχοντρ@ φακλανιάρ@.

- Μέλος του φακλαναριού, το ακραίο φακλάνι, εκφακλανισμένο θρέμμα της Φακλανδίας. (εδώ)

- Η Σανταζίνια έχει γίνει δυστυχώς Σανταμούτρα του Active Burger, καθώς από πιστότητα στην πρώτη ετυμολογία του bap, για να το θέσω βρασταμανιστί, "διέβη τον Ρουβίκωνα του μη αναστρέψιμου εκφακλανισμού της". (σχόλιο Khan στο λήμμα λοουμπαπάς)

Εκ του βυζαντιοσλανγκικής προέλευσης ονόματος Φακλάνα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

To ξεμπουκάρισμα, δηλαδή η αιφνίδια έξοδος ή το ξεμάγκωμα από κάποια στενή (και ενίοτε δυσχερή) ατραπό. Μερικές συνήθεις σλανγκικές χρήσεις:

Α. Η δίοδος φυγής του διαρρήκτη.

- H ανεύρεση ξεμπούκας είναι το πρώτο μέλημα τού Καλού Διαρήκτη, πριν αρχίσει την κυρίως εργασία του. O Διαρήκτης μπορεί να διαλέξει για ξεμπούκα την πόρτα της κουζίνας, ένα παράθυρο πού δίνει στον κήπο, μια μπαλκονόπορτα, μια σκάλα πυρκαγιάς. H ξεμπούκα πρέπει να βλέπει στο πίσω μέρος τoύ σπιτιού. H ξεμπούκα χρησιμοποιείται μόνον όταν επίκειται ή σύλληψη του Διαρήκτη. Αποκεί θα φύγει δίχως καθυστέρηση αλλά όχι σπασμωδικά.
(Ηλία Πετρόπουλου, "Εγχειρίδιον του Καλού Κλέφτη", Εκδ. Νεφέλη, 1979, σ. 44-45.)

Έχω και άλλη δίοδο

Β. Η απόδραση, αποφυλάκιση ή απελευθέρωση κάθε είδους κρατούμενου από την ψειρού.

♪♫ Το ΄πανε πως επίκειται ξεμπούκα ξαφνική
θα μ΄ άρεσε πάρα πολύ ν΄ αδειάσει το Λακκί ♪♫

(στίχος του τραγουδιού με τίτλο «Επίκειται» που προαναγγέλλει με χιούμορ την επικείμενη... ξεμπούκα (αποφυλάκιση, απόλυση των εξορίστων)), (εδώ).

- εκδήλωση που διοργανώνει ο "Σύνδεσμος Φυλακισθέντων-Εξορισθέντων Αντιστασιακών 1967-1974", αφιερωμένη στα τραγούδια της φυλακής και της εξορίας (...) Τότε που γράφαμε "μια λέξη μοναχά: ελευθερία" και με απεργίες πείνας ή με διαμαρτυρίες στο καζάνι διεκδικούσαμε την απελευθέρωσή μας, τη "μαγική ξεμπούκα". (εκεί)

Πότε θα κά- πότε θα κά-νει ξεμπούκα

Γ. Η ηρωική (ή μη) έξοδος ή απομάκρυνση τινός.

- Οι αυτοπροβεβλημένοι και χρήστες των κομματικών μηχανισμών προβολής συνταγματολόγοι, αυτοί που έσπρωξαν στη μαλακιώδη ξεμπούκα τον Βενιζέλο για αρχηγία (για να κυβερνήσουν αυτοί), το τρισάθλιο ΚΑΡΤΕΛ καταπάτησης των στοιχειωδών συνταγματικών δικαιωμάτων, ξανακτύπησε. (παραπέρα)

- Συγχρόνως, η παραλίγο να κυρηχθεί σε πτώχευση "NOVARTIS", κάνει νέα ξεμπούκα στις διεθνείς αγορές, με ίδρυση ή εξαγορά φαρμακοβιομηχανιών σε Ινδία, Ισπανία και αλλού. (παραδίπλα)

H ξεμπούκα του Minister of Silly Talks

Δ. Η έξοδος πλεούμενου από λιμάνι.

- Το λιμάνι μας έχει πρόβλημα στην μπούκα και ξεμπουκα του φερι-μποουτ από το Ρεθεμνιωτικο λιμάνι. (εκεί)

Η ξεμπούκα του Εωσφόρου

Εκ του γαμοσλανγκοτέτοιου ξε- και τση μπούκας (< λατ. bucca, είσοδος και στόμα). Πέον να σημειωθεί ότι οι ορισμοί του ξεμπουκάρω του Τριαντάφυλλου (εδώ) αλλά και του σαητόστ (εκεί) ανακριβώς περιγράφουν αιφνίδια εμφάνιση και ουχί εξαφάνιση.

Στα Γαλατικά: débouchage.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified