Κοντά κομμένα μαλλιά, στα οποία οι όρθιες και σκληρές τρίχες αγκυλώνουν! (οι Ιάπωνες έχουν τέτοια μαλλιά συνήθως.)

ή (συχνότερα στις μέρες μας): μαλλλιά διαμορφωμένα με gel, ώστε να έχουν σηκωμένες μύτες, σαν καρφιά.

Άλα της μάγκα, με το μαλλί-καρφάκια!

(από gaidouragathos, 04/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρεζίλι, ρεζιλίκι (λέγεται στην Κρήτη).

- Άμα χάσεις το στοίχημα, θα κόψεις το μουστάκι;
- Εγώ γίβεντο δεν γίνομαι!

κούρβα τα πίτσκατα (από Fotis Nitsiopoulos, 27/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άνω-κάτω, συνώνυμο του γυαλιά-καρφιά.

- Μπήκανε μέσα οι μπράβοι και τα κάνανε λαμπόγιαλο!

Ξεκαρδιστικό απόσπασμα από το επεισόδιο "Σεισμοί, λοιμοί και... Κατακουζηνοί" από την ελληνική σειρά "Κων/νου κι Ελένης" (από elias-jelay, 30/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο φανατικός και υπερσυντηρητικός θεούσος, ή ο υπερσυντηρικός παπάς.

- Ο Ιερώνυμος είναι πιο συντηρητικός απ΄ ότι ήταν ο Χριστόδουλος;
- Ουδεμία σύγκριση. Ο Χριστόδουλος σε σύγκριση μαζί του ήταν ταλιμπάν!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

γαμιστρώνας, γαμηστρώνας

Γαμιστρώνας είναι ένα σπίτι (συνήθως «γκαρσονιέρα», εκ του γαλλικού γκαρσόν (=αγόρι), που χρησιμοποιείται είτε από έναν εργένη (ο οποίος δεν μπορεί να το κάνει στο σπίτι του λόγω μάνας), είτε από παντρεμένο, για εξωσυζυγικές σχέσεις.

Αυτό το δυάρι το νοικιάζει ένας λεφτάς, αλλά δεν μένει εδώ. Θα το χρησιμοποιεί φαίνεται για γαμιστρώνα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πρωκτός. Συνώνυμο: κωλοτρυπίδα.

Από τον φόβο μου, έκανε να! η σούφρα μου! (αντανακλαστικός σπασμός του σφιγκτήρα)

Νά, κάπως έτσι ας πούμε... (από vikar, 20/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολύ χοντρός, γιγαντόσωμος. Προέρχεται από τον μεγάλο αθλητη Δ. Τόφαλο, παγκόσμιο πρωταθλητή της άρσης βαρών στις αρχές του αιώνα και μετέπειτα παλαιστή του κατς.

- Πω-πω πώς πάχυνε έτσι ο Νικολάκης, σαν τόφαλος έγινε!

(από perkins, 29/05/10)Δημήτριος Τόφαλος (από joe909, 05/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το καλαμάκι, π(ου) ρουφάν(ε) την πορτοκαλάδα ή τον φραπέ.

- Πιάσε ρε ένα άλλο προυφάν, γιατί τσάκισε αυτούνο και δεν τραβάει!

Βλέπε και πουρουφάν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πονηρός, απατεωνάκος, μπαγαπόντης, αλλά και σεξουαλικά πονηρούλης.

Μάλλον εκ της τουρκικής, γι' αυτό και το υποβρύχιο λέγεται «μπερμπάντ-παπόρ» (όχι στην αληθική τουρκική γλώσσα, εννοείται!)

- Ά, τον μπερμπάντη, τον πορνόγερο! Τι στριφογυρίζει εδώ πέρα αυτός;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το γαμήσι (μεταφορικά). Εκ του αγγλικού fist fucking.

Περάσαμε μεγάλη ταλαιπωρία στο αεροδρόμιο. Τι φυστίκωμα ήταν αυτό!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified