μπλαθρώνω/-ομαι

Ανήκει στη Λευκαδίτικη διάλεκτο, και σημαίνει λερώνω ή λερώνομαι.

(γυρνάει το παιδάκι απ' το σχολείο, το βλέπει η γιαγιά)
- Πώς εγίν'κες έτσι μωρέ σκατόπαιδο; Πού μπλαθρώθ'κες;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified