Μηχανική κατασκευή που χρησιμοποιείται για ανύψωση φορτίων, συνήθως για φορτία που ξεπερνούν τις ανθρώπινες δυνατότητες.

Συναντάται σε παραλλαγές με συνδιασμό τρόχιλων όπως πολύσπαστο και κρικοπάλαγκο.

Στην ελληνική λέγεται σύσπαστο.

Άσε μάγκα μου σήμερα το πρωί είχα τον ασήκωτο, έφερε η μάνα μου το παλάγκο για να σηκωθώ από το κρεβάτι... ζημιά σου λέω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός ψηλής γυναίκας, συνήθως με βορειο-ευρωπαϊκά χαρακτηριστικά και επιπλέον κιλά, που τραβάει το βλέμμα λόγω της σωματοδομής της.

Σημ. τέτοιες γυναίκες τις περισσότερες φορές σχετίζονται με μεγάλο στήθος.

- Ρε συ, τί είναι αυτή ρε; Δε ξέρω αν πρέπει να ερωτευτώ ή να της ζητήσω να παλέψουμε!

- Ναι μάγκα μου, πρέπει να έχει δώσει πολύ χαρά η κρεβατογεμίστρα, όχι αστεία!

[λεζάντα εικόναςλεζάντα εικόνας]

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πακιστανός, Μπαγκλαντεσιανός, Ινδός και λοιποί.

Το επίθετο «πράσινος» προέρχεται από το γεγονός ότι οι παραπάνω φαίνονται φαιοπράσινοι υπό υπεριώδες φως (black light) σε νυχτερινά κέντρα.

Ο χαρακτηρισμός πιθανολογείται να προέρχεται από Έλληνες που ζουν / σπουδάζουν στο Ηνωμένο Βασίλειο.

- Κώστα, έχεις πάει στο νεό κλαμπάκι που άνοιξε στη George str; - Άσε φίλε, και μη μπεις στον κόπο, παίζει πολύ πρασινιά μέσα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άξεστος άνθρωπος που στερείται κάθε ευγένειας και τρόπων κόσμιας συμπεριφοράς.

Άμα μου ξανακάνει ματσολιά το αφεντικό θα ξυπνήσει ο γίδαρχος μέσα μου και τότε θα δει ποιος είμαι. Άντε γιατί μας καβάλησε εδώ μέσα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο σωματώδης άνθρωπος. Πιθανολογείται ότι προέρχεται από τον χαρακτήρα ελαστικών της εταιρίας Michelin (βλ. Bibendum).

Συν. φουσκωτός, μπράβος.

Μιλάμε το καινούργιο κλαμπ που άνοιξε θυμίζει παλαίστρα! Γεμάτο λαστιχένιους ήταν μέσα, νόμιζα ότι αν σκοντάψω σε κανέναν θα με κατεδάφιζαν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρήμα ενεργητικό. Εκκένωση του πρωκτού με μεγάλη δυσκολία λόγω ογκώδους περιττώματος. Συνοδεύεται συνήθως από ελαφρά μορφή αιμορραγίας.

Ρε φίλε πήγαινε στη τουαλέτα να δεις τον μπέμπη που ξέχασε ο προηγούμενος. Πρέπει να μπουρακώλιασε ο τύπος μιλάμε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

'Άνθρωπος που βρίσκεται σε χαμηλό πολιτιστικό επίπεδο, ιδίως από άποψη οικονομική, κοινωνική ή πνευματική. Συν.: αγενής, άξεστος. Αυτός που συμπεριφέρεται με τους νόμους της ζούγκλας.

Χρησιμοποιείται επίσης στις ένοπλες δυνάμεις για χαρακτηρισμό μη προβλεπόμενου στρατεύσιμου.

Λοχίας: Λοιπόν ακούστε κωλόψαρα, μη μου ξαναπαρουσιαστείτε αγυάλιστοι σα ζουγκλαίοι. Σας πήρε και σας σήκωσε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραπληγικός, σακατεμένος. Χρησιμοποιείται συνήθως για περιγραφή ατόμων μετά από ατύχημα με μηχανάκι.

- Πώς πάει έτσι αυτός ρε συ, σαn το πολύσπαστο;
- Ποιος ρε; Άσε, στούκαρε σε μια κολώνα σουρωμένος, είναι θαύμα που περπατάει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Με πιάνει ακατάπαυστη διάρροια από τροφική δηλητηρίαση.

Κατά το ήμισυ πιθανολογείται ότι προέρχεαι από το όνομα του δρομέα Σπύρου Λούη μιας και ο δηλητηριασμένος τρέχει προς την τουαλέτα.

Χθες έφαγα βρώμικο έξω από το γήπεδο και με πήγε λούι-αίμα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άτομο που οπλοφορεί, νόμιμα ή παράνομα.

- Φίλε με σταμάτησαν στην Ποσειδώνος δυο περιπολικά χθες το βράδυ και κατέβηκαν κάτω 4 σιδερωμένοι με τσαμπουκά λες και πιάσαν τον Ρωχάμη σου λέω.

- Τι λε ρε φίλε; Τελικά τι σου βρήκαν;

- Τρίχες μωρέ, έλεγχος ρουτίνας ήταν αλλά ήταν σουρεάλ η κατάσταση.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified