Απεριόριστες Δυνατότητες.

- Με έχει ξεσκίσει ο λοχαγός στα χωσίματα!
- Αφου ρε μάπα πήγες κι εσύ και είπες οτι είσαι για όλα: βαψίματα, χτισίματα, ηλεκτρολογικά. Αυτοδηλώθηκες Α.Δ. φίλε μου, τώρα είναι αργά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η νήσος Σάμος. Χρησιμοποιείται από στρατιώτες κυρίως.

- Μου ήρθε χαρτί για μετάθεση.
- Για πού είσαι; - Ανγκόλα, σε δύο μέρες φεύγω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το σημείο όπου το δέρμα που εστιάζει και προφυλάσσει τους γενετήσιους αδένες ενώνεται.

- Τί τουρκόφατσα είναι αυτή ρε; Αν δε τρώει η κόρη σου το φαΐ δείξε της τον Μήτρογλου.

- θα δείξουμε τη δική σου, μιγάς δεν είσαι;

- Φίλα μου την αρχιδοραφή ρε πισωκώλη που θα με πεις μιγά!

λεζάντα εικόνας

Got a better definition? Add it!

Published

Άξεστος άνθρωπος που στερείται κάθε ευγένειας και τρόπων κόσμιας συμπεριφοράς.

Άμα μου ξανακάνει ματσολιά το αφεντικό θα ξυπνήσει ο γίδαρχος μέσα μου και τότε θα δει ποιος είμαι. Άντε γιατί μας καβάλησε εδώ μέσα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο φαλακρός.

- Βλέπεις αυτόν τον φαλακρό κάτω από την ομπρέλα;
- Ποιον ρε; Τον εχθρό του κουρέα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

'Άνθρωπος που βρίσκεται σε χαμηλό πολιτιστικό επίπεδο, ιδίως από άποψη οικονομική, κοινωνική ή πνευματική. Συν.: αγενής, άξεστος. Αυτός που συμπεριφέρεται με τους νόμους της ζούγκλας.

Χρησιμοποιείται επίσης στις ένοπλες δυνάμεις για χαρακτηρισμό μη προβλεπόμενου στρατεύσιμου.

Λοχίας: Λοιπόν ακούστε κωλόψαρα, μη μου ξαναπαρουσιαστείτε αγυάλιστοι σα ζουγκλαίοι. Σας πήρε και σας σήκωσε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατάσταση, συνήθως σε δημόσιο χώρο ή τηλεοπτική εκπομπή, που παραπέμπει σε τριτοκοσμικά κράτη της Ανατολίας (Aφγανιστάν, Πακιστάν, Τουρκμενιστάν...).

Είθισται οι καταστάσεις αυτές να συμπίπτουν με αφόρητη ζέστη, κοσμοσυρροή και πολύ μεγάλη συγκέντρωση οχημάτων σε οδικές αρτηρίες.

Περιστατικά συναντώνται σε δημόσιες υπηρεσίες, γήπεδα, απεργίες, διανομή δωρεάν εμπορευμάτων/τροφίμων καθώς επίσης και σε προεκλογικές περίοδους.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κοιτάω ψηλά, στα πρέκια, συνήθως σε στάση προσοχής.

Χρησιμοποιείται κυρίως στις ένοπλες δυνάμεις, όταν οι στρατεύσιμοι είναι ήδη σε στάση προσοχής.

Κωλόψαρα, προσοχή, στην τέντα όλοι. Στο ένα θα κοιτάτε μόλις με βλέπετε! Μη δω κανέναν να ρίχνει βλέμμα κάτω τη βάψατε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πέρδομαι μετα προσοχής, συνήθως σε ακατάλληλο χώρο.

- Ευτυχώς που υπήρχαν τα μαξιλάρια στον καναπέ και κούμπωσα κάτι κλανιές που με καίγανε από την ώρα που ήρθαμε σου λέω.

- Αφού σου είπα ρε φίλε, τι το ήθελες το κεμπάπ;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός ψηλής γυναίκας, συνήθως με βορειο-ευρωπαϊκά χαρακτηριστικά και επιπλέον κιλά, που τραβάει το βλέμμα λόγω της σωματοδομής της.

Σημ. τέτοιες γυναίκες τις περισσότερες φορές σχετίζονται με μεγάλο στήθος.

- Ρε συ, τί είναι αυτή ρε; Δε ξέρω αν πρέπει να ερωτευτώ ή να της ζητήσω να παλέψουμε!

- Ναι μάγκα μου, πρέπει να έχει δώσει πολύ χαρά η κρεβατογεμίστρα, όχι αστεία!

[λεζάντα εικόναςλεζάντα εικόνας]

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified