Ο,τι και το χουντάλας, αλλά είναι πιο λυρικό και είναι και σελέμπριτι ο Χιου Νταλας.

Απαγόρεψε στην ΟΛΜΕ να κάνει απεργία ο Σαμαράς πριν καν την αποφασίσει. Μεγάλος Χιουντάλας!

Ο ναζί χαιρετισμός του Hugh Hefner (από σφυρίζων, 15/05/13)(από bright, 16/05/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι τρίχες απ' τα κάκαλα, των όρχεων. Ποντιακή διάλεκτος.
Κοινώς μπούρδες, μαλακίες, παπαριές.

- Υπομονή, η ανάπτυξη θα 'ρθει το 2013.
- Κακαλί μαλλία, πούτσες, ούτε το 2023 δε θα 'ρθει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κύριο όνομα, διαδεδομένο κυρίως στη Ρόδο από την Παναγία την Τσαμπίκα, προσωνύμιο μιας εικόνας που έβγαζε σπίθες, φωτιές ή αλλιώς τσάμπες (και καλά... λέμε τώρα).

Από τότε όποιον και να ρωτήσεις στη Ρόδο «πως σε λένε;» ή Τσαμπίκο θα πει ή Τσαμπίκα.

Και γενικά όταν αναφερόμαστε σε Ροδίτες λέμε οι Τσαμπίκοι.

- Το ονοματάκι σας μανδάμ;
- Τσαμπίκα...
- Παρδόν;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η τρομερή, βροντερή πορδή με την κατάληξη -κλας, όπως λέμε άντρακλας, και γίνεται υπερπολλαπλάσιο.

- Τι μυρίζει έτσι ρε μεγάλε σαν ψοφίμι, έκλασες;
- Ναι ρε, την αμόλησα.
- Αυτό ρε δεν είναι κλανιά, είναι πόρδακλας!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κρέπα, αλμυρή ή γλυκιά.

- Πείνασα ρε μεγάλε...
- Τι λες, χτυπάμε κανα κρεπίδι;

(από bright, 16/05/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βασικά έτσι ονομάζουν την μπάντα τους οι λαοφιλείς ρεντ χοτ τσιλι πεππερς.

Επεκτείνοντας, μια μπάντα που αποτελείται μόνο από άνδρες (πούτσες) και ακόμα παραπέρα μια ορχήστρα που παίζει για τον πέουλο.

- Χθες πήγα μέγαρο.
- Τι πήγες να δεις ρε, καμιά πουτσορχήστρα;
- Όχι ρε μαλιάκα, ήταν εκεί οι ρεντ χοτ τσίλι πέππερς!

(από bright, 16/05/13)(από bright, 16/05/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το όνομα Βασίλης σε διάφορες τοπικές διαλέκτους. Το αντίστοιχο του Βασίλω μάλλον είναι Τσίλιο.

Τώρα προφανώς βγαίνει απο το Βασίλης-Βατσίλης-Τσίλης. Καλό και απλό.

Απ' όλους τους ποιητές μ' αρέσει ο Μαβίλης
κι απ' όλα τα ονόματα μ' αρέσει το Βασίλης (Τσίλης).

(από bright, 17/05/13)Βασιλική (Τσίλα) (από GATZMAN, 17/05/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από την αείμνηστη ηθοποιό, αλλά πλέον χρησιμοποιείται υποτιμητικά και περισσότερο σαν συνώνυμο του λωξάντρα, σουβλίτσα κλπ.
Προφανώς από το πρόθεμα Λολο- που φαίνεται λίγο αστείο.

- Τι κάνεις μωρή λωξάντρα;
- Ίσα μωρή λολομπριτζίτα!

(από bright, 17/05/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απ'το χέζω, χέσιμο, σκατό, σκατίλα, χεσίλα.
Ακούγεται λίγο πιο αηδιαστικό, ίσως και λίγο πιο υγρό. Μάλλον κοντεύει περισσότερο στο τσιρλιό.

  1. Έριξα μια χεσίλα, άλλο πράγμα.

  2. Μ' έπιασε μια χεσίλα... κάτσε καλά!

(από bright, 21/05/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραλλαγή του γέροντα Παϊσίου. Ο γνωστός και μη εξαιρετέος από το φατσοβιβλίο, για τα κακώς κείμενα του χριστιανισμού και όχι μόνο, τον οποίο παραλίγο να τον κλείσουν και φυλάκα και να του βουλώσουν το στόμα, στη μητέρα της Δημοκρατίας στην οποία έχουμε εμείς όλοι την τύχη να ζούμε.

Από τότε συναντάμε διάφορες μορφές του όπως Γέρων Μαϊπρίσιους, Γέρων... Κολοκύθιους κλπ κλπ.

Τα 'μαθες ρε... Ο γέροντας Παστίτσιος έκλεισε τη σελίδα του στο φάψεμπουκ... γιατί πήγαινε κατευθείαν για τη μπουζού!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified