Από την αείμνηστη ηθοποιό, αλλά πλέον χρησιμοποιείται υποτιμητικά και περισσότερο σαν συνώνυμο του λωξάντρα, σουβλίτσα κλπ.
Προφανώς από το πρόθεμα Λολο- που φαίνεται λίγο αστείο.
- Τι κάνεις μωρή λωξάντρα;
- Ίσα μωρή λολομπριτζίτα!
Από την αείμνηστη ηθοποιό, αλλά πλέον χρησιμοποιείται υποτιμητικά και περισσότερο σαν συνώνυμο του λωξάντρα, σουβλίτσα κλπ.
Προφανώς από το πρόθεμα Λολο- που φαίνεται λίγο αστείο.
- Τι κάνεις μωρή λωξάντρα;
- Ίσα μωρή λολομπριτζίτα!
Got a better definition? Add it!
Το αποκορύφωμα της χαζομάρας και της βλακείας καθότι ο αγαπητός Άβερελ των αδελφών Ντάλτον κατέχει τα πρωτεία.
- Τον συμπαθώ το Γιωργάκη παιδιά.
- Ρε παπάρα θα μας τρελάνεις, αυτός είναι πιο χαζός κι απ' τον Άβερελ.
Λουκυλουκικά: είμαι ένας φτωχός και μόνος καουμπόυ, λούκυ λουκ, ο/η πιο ... ανατολικά του Μισσισσιπή, Παλούκι Λουκ, πιο χαζός κι απ' τον Άβερελ, πίσσα και πούπουλα, Ραντανπλάν.
Got a better definition? Add it!
Οι τρίχες απ' τα κάκαλα, των όρχεων. Ποντιακή διάλεκτος.
Κοινώς μπούρδες, μαλακίες, παπαριές.
- Υπομονή, η ανάπτυξη θα 'ρθει το 2013.
- Κακαλί μαλλία, πούτσες, ούτε το 2023 δε θα 'ρθει!
Got a better definition? Add it!
Κύριο όνομα, διαδεδομένο κυρίως στη Ρόδο από την Παναγία την Τσαμπίκα, προσωνύμιο μιας εικόνας που έβγαζε σπίθες, φωτιές ή αλλιώς τσάμπες (και καλά... λέμε τώρα).
Από τότε όποιον και να ρωτήσεις στη Ρόδο «πως σε λένε;» ή Τσαμπίκο θα πει ή Τσαμπίκα.
Και γενικά όταν αναφερόμαστε σε Ροδίτες λέμε οι Τσαμπίκοι.
- Το ονοματάκι σας μανδάμ;
- Τσαμπίκα...
- Παρδόν;
Got a better definition? Add it!
Η τρομερή, βροντερή πορδή με την κατάληξη -κλας, όπως λέμε άντρακλας, και γίνεται υπερπολλαπλάσιο.
- Τι μυρίζει έτσι ρε μεγάλε σαν ψοφίμι, έκλασες;
- Ναι ρε, την αμόλησα.
- Αυτό ρε δεν είναι κλανιά, είναι πόρδακλας!
Got a better definition? Add it!
Got a better definition? Add it!
Βασικά έτσι ονομάζουν την μπάντα τους οι λαοφιλείς ρεντ χοτ τσιλι πεππερς.
Επεκτείνοντας, μια μπάντα που αποτελείται μόνο από άνδρες (πούτσες) και ακόμα παραπέρα μια ορχήστρα που παίζει για τον πέουλο.
- Χθες πήγα μέγαρο.
- Τι πήγες να δεις ρε, καμιά πουτσορχήστρα;
- Όχι ρε μαλιάκα, ήταν εκεί οι ρεντ χοτ τσίλι πέππερς!
Got a better definition? Add it!
Απ'το χέζω, χέσιμο, σκατό, σκατίλα, χεσίλα.
Ακούγεται λίγο πιο αηδιαστικό, ίσως και λίγο πιο υγρό. Μάλλον κοντεύει περισσότερο στο τσιρλιό.
Έριξα μια χεσίλα, άλλο πράγμα.
Μ' έπιασε μια χεσίλα... κάτσε καλά!
Got a better definition? Add it!
Η μολότοφ... του Βορρά, τι άλλο να πεις.
- Πως τη λέτε ρε τη μολότοφ στη Σαλόνικα;
- Ξέρω 'γω ρε... μπουγάτσα με στουπί μάλλον.
Got a better definition? Add it!
Σλανγκιά της φυλακής για την ηρωίνη, δόση σε μικρό σακουλάκι μπαλάκι, τουτέστιν σα βυζάκι. Όσες και όσοι είδαν το oz, θα το καταλάβουν.
- Μάγκες ήρθε η καινούργια παραλαβή..
- Πιάσε δυο βυζάκια!
Got a better definition? Add it!