Η μολότοφ... του Βορρά, τι άλλο να πεις.
- Πως τη λέτε ρε τη μολότοφ στη Σαλόνικα;
- Ξέρω 'γω ρε... μπουγάτσα με στουπί μάλλον.
Η μολότοφ... του Βορρά, τι άλλο να πεις.
- Πως τη λέτε ρε τη μολότοφ στη Σαλόνικα;
- Ξέρω 'γω ρε... μπουγάτσα με στουπί μάλλον.
Got a better definition? Add it!
Το αποκορύφωμα της χαζομάρας και της βλακείας καθότι ο αγαπητός Άβερελ των αδελφών Ντάλτον κατέχει τα πρωτεία.
- Τον συμπαθώ το Γιωργάκη παιδιά.
- Ρε παπάρα θα μας τρελάνεις, αυτός είναι πιο χαζός κι απ' τον Άβερελ.
Λουκυλουκικά: είμαι ένας φτωχός και μόνος καουμπόυ, λούκυ λουκ, ο/η πιο ... ανατολικά του Μισσισσιπή, Παλούκι Λουκ, πιο χαζός κι απ' τον Άβερελ, πίσσα και πούπουλα, Ραντανπλάν.
Got a better definition? Add it!
Από το πιρούνι και την πιρουέτα, θέλοντας να δηλώσει τις κινήσεις μπαλέτου που λαμβάνουν χώρα σ' ένα τραπέζι με πειναλέους, τόσο στην ταχύτητα εκτέλεσης όσο και στην ακρίβεια των κινήσεων για να γεμίσει η μπάκα.
- Πάμε στον Τούρκο για μάσες το βράδυ.
- Ω ρε πούστη μου θα πέσουν κάτι πιρουνέτες!
Got a better definition? Add it!
Η τρομερή, βροντερή πορδή με την κατάληξη -κλας, όπως λέμε άντρακλας, και γίνεται υπερπολλαπλάσιο.
- Τι μυρίζει έτσι ρε μεγάλε σαν ψοφίμι, έκλασες;
- Ναι ρε, την αμόλησα.
- Αυτό ρε δεν είναι κλανιά, είναι πόρδακλας!
Got a better definition? Add it!
Αναγραμματισμός του ανεκδιήγητου μνημονιακού δημοσιοκάφρου.
- Άκουσες τις ειδήσεις για το μνημόνιο ρε;
- Όλο παπαριές λέει αυτός ο πορδοσάλτε!
Got a better definition? Add it!
Βασικά έτσι ονομάζουν την μπάντα τους οι λαοφιλείς ρεντ χοτ τσιλι πεππερς.
Επεκτείνοντας, μια μπάντα που αποτελείται μόνο από άνδρες (πούτσες) και ακόμα παραπέρα μια ορχήστρα που παίζει για τον πέουλο.
- Χθες πήγα μέγαρο.
- Τι πήγες να δεις ρε, καμιά πουτσορχήστρα;
- Όχι ρε μαλιάκα, ήταν εκεί οι ρεντ χοτ τσίλι πέππερς!
Got a better definition? Add it!
Κύριο όνομα, διαδεδομένο κυρίως στη Ρόδο από την Παναγία την Τσαμπίκα, προσωνύμιο μιας εικόνας που έβγαζε σπίθες, φωτιές ή αλλιώς τσάμπες (και καλά... λέμε τώρα).
Από τότε όποιον και να ρωτήσεις στη Ρόδο «πως σε λένε;» ή Τσαμπίκο θα πει ή Τσαμπίκα.
Και γενικά όταν αναφερόμαστε σε Ροδίτες λέμε οι Τσαμπίκοι.
- Το ονοματάκι σας μανδάμ;
- Τσαμπίκα...
- Παρδόν;
Got a better definition? Add it!
Το όνομα Βασίλης σε διάφορες τοπικές διαλέκτους. Το αντίστοιχο του Βασίλω μάλλον είναι Τσίλιο.
Τώρα προφανώς βγαίνει απο το Βασίλης-Βατσίλης-Τσίλης. Καλό και απλό.
Απ' όλους τους ποιητές μ' αρέσει ο Μαβίλης
κι απ' όλα τα ονόματα μ' αρέσει το Βασίλης (Τσίλης).
Got a better definition? Add it!
Βασικά είναι επώνυμο, αλλά λόγω του γελοίου στο σχολείο το χρησιμοποιούσαμε μεταξύ μας, χαρακτηρίζοντας αγοράκια που σέρναν και ήθελαν να το βυθίσουν στη μηλόπιτα.
- Κοίτα ρε ο σπόρος, θέλει και να μαμήσει.
- Πού πα ρε, τσουτσουλικλή;!
Got a better definition? Add it!
Φάε αυτά, φάε τα, φά' τα, φατά. Απάντηση στο κλασικό: - σκατά... - φατά.
Πρωτοακούστηκε ίσως σε ελληνική ταινία, δε θυμάμαι ποια.
- Σκατά....!
- Φατά...!!
Got a better definition? Add it!