Παράξενο τυπάκι με ιδιόμορφο στυλ και άποψη. Συνήθως ολίγον άνιωθος και παράλληλα αστείος. Σε παραλλαγή: μπαουτσάκι.

- ...και εκεί που περίμενα έξω από το γραφείο του καθηγητή, σκάει ένα μπαουτσάκι και ρωτάει: «Γεια! Άκουσα ότι δίνουμε ΣΑΕ την Κυριακή στις 7 το πρωί. Αληθεύει;»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οτιδήποτε το φοβερά κακόγουστο και παρατραβηγμένο, όσον αφορά στην υλοποίηση κάποιου «project».

- Είδες τι έχει φτιάξει αυτός;
- Τι ρε;
- Έχει κοτσάρει μια χέστρα στην καρότσα του φορτηγού ρε φίλε!
- Αμερικανιές...

(από Khan, 05/07/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται πως η έκφραση αυτή ειπώθηκε απο τον Αλή Πασά, ο οποίος καθισμένος στο Παλαμίδι και έχοντας εμπρός το Μπούρτζι, δεξιά το Άργος, ενώ ταυτόχρονα έπινε ναργιλέ, είπε: «Άρτζι, Μπούρτζι και λουλάς» (Άρτζι = Άργος, λουλάς = ναργιλές). Δηλώνει χαλαρότητα και ξεγνοιασιά.

Άααα ρε... Άρτζι, μπούρζτι και λουλάς είστε όλοι εδώ μέσα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από τη λέξη αρουραίος, δηλ. ποντικός. Υποδηλώνει αναφορά σε τυπάκι - αλάνι - κάτοικο Ζαρουχλέικων Πατρών.

- Κοίτα, κοίτα το αρούρι ρε! Α ρε μινάρες ποντικοί...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αρκαδικής και δη τριπολιτσιώτικης προέλευσης. Ο χαζός.

Τι μας λες ρε μπανταβέ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη-μπαλαντέρ. Χρησιμοποιείται:
1. Σαν ουσιαστικό για αν δηλώσει άτομο-αφασία.
2. Σαν επιρρηματικός κατηγορηματικός προσδιορισμός για να δηλώσει θαυμασμό ως προς κάποια κατάσταση.

  1. - Ρε συ, αφού τον ξέρεις τον Dick τι μπούγκιου τύπος είναι.

  2. - Τον έριξε κάτω, τον κλωτσούσε και ο άλλος γούσταρε! Πολύ μπούγκιου καταστάσεις λέμε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο απρόσεκτος. Περιέχει μια ελαφρά δόση χιούμορ.

- Μας τσάκισες ρε αρβάλα, πρόσεχε λίγο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο απρόσεκτος. Περιέχει μια ελαφρά δόση χιούμορ.

Μας τσάκισες ρε αρούκατε, πρόσεχε λίγο!

Got a better definition? Add it!

Published

Το γνωστό αναπαυτικό έπιπλο (το λήμμα προστέθηκε ύστερα από παράκληση).

Έλα κάτσε στον καναπέ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που φέρνει σε τρελό, ο ψιλο-αρπαγμένος. Περιέχει «ένα τακ» ειρωνείας.

- Είμαι τρελάκιας εγώ, θα πηδήξω από τον Ισθμό, μη με ζορίζετε!

Ο Νίκος Μάθεσης ή Τρελάκιας ήταν πρωτοπαλίκαρο του ξακουστού νταή Σκριβάνου (από HODJAS, 26/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified