Συναντάται επίσης στη πιό δόκιμη μορφή: γκωλομπάντιλο.
Παντιλίκι με πισωκούνητο αμάξι, με τη διαφορά όμως ότι ο ευρισκόμενος στο τιμόνι είναι πέραν των ορίων κάγκουρας.
Έτσι λοιπόν η προφορά είναι η ανάλογη...

Ωωω πωπωπω!! Έμπα με γκωλομπάντιλο στη πλατεία ρε Μήτσο!!

Got a better definition? Add it!

Published

Μάγκικος αποχαιρετισμός. Αντί του φλώρικου «τα λέμε».

Έλα τσάγια ρε, τα είπαμε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βλέπε λέουρας.

Έλα παλαίουρας, πάρε σκούπα, φαράσι και μόκο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατ 'αναλογία με και σε επέκταση του: ερήμην. Και ο νοών νοείτω.

(πριν την εξέταση μαθήματος)
-Έχεις διαβάσει;
-Μπάαα...
-Κατάλαβα, πάλι ερημιτζής κατέβηκες...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τοπικός ιδιωματισμός περιοχής Πατρών και περιχώρων (Αχαγιά). Αγνώστου προλεύσεως και αμφιβόλου νοήματος.

Χρησιμοποιείται σαν κρυφός-άσσος-στο-μανίκι όταν μια πρόταση περιπέσει σε τελματώδη κατάσταση και απ' την οποία δεν φαίνεται να μπορεί να βγει κάποιο σαφές νόημα.

Άγνωστο επίσης παραμένει το εάν και πώς θα μπορούσε να έλκει την καταγωγή της από το γνωστό σε όλους «δικάστηκε ερήμην», δηλαδή παρά την απουσία του.

- Ρε μηνάρια, μην είδατε τον Λάμπρο ρε;
- Ερήμην φίλε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα ποδανά (=ανάποδα): το μουνί. Αναφέρεται σε πρόσωπο, οπότε μπορεί να θεωρηθεί και αντωνυμία.

Πού είσαι ρε φίλε, τι έγινε; Κανά νιμού, παίζει;

Λέξεις για τους όρχεις και τα αντρικά γεννητικά όργανα συνολικά: αρχίδια, ζουβάχια, καλαμπαλίκια, καμπανέλια, καρύδες, κοκόβια, κοχόνια, κρεμαντζόλια, λιμπά, λυμπά, μπομπόλια, οικογένεια, παπάρια, τζοχανταραίοι. Ειδικά για συνώνυμα του πέους δες πέος.

Λέξεις για τα γυναικεία γεννητικά όργανα: γατάκι, κουτί, μουνί, μουτζό, μύδι, νιμού, πιπί, πουτί, πράμα, τρύπα, ψωλότσεπη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που το παίζει το πιο γερό ποτήρι. Σε παραλληλία με το τρελάκιας.

Πιέτε ποτά ρεεε... α ρε ποτάκηδες...

Got a better definition? Add it!

Published

Αυτός που φέρνει σε τρελό, ο ψιλο-αρπαγμένος. Περιέχει «ένα τακ» ειρωνείας.

- Είμαι τρελάκιας εγώ, θα πηδήξω από τον Ισθμό, μη με ζορίζετε!

Ο Νίκος Μάθεσης ή Τρελάκιας ήταν πρωτοπαλίκαρο του ξακουστού νταή Σκριβάνου (από HODJAS, 26/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το γνωστό αναπαυτικό έπιπλο (το λήμμα προστέθηκε ύστερα από παράκληση).

Έλα κάτσε στον καναπέ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο απρόσεκτος. Περιέχει μια ελαφρά δόση χιούμορ.

Μας τσάκισες ρε αρούκατε, πρόσεχε λίγο!

Got a better definition? Add it!

Published