(Αυτό είναι για τον πολυάσχολο εφημέριο του σάιτ. Και για την Άϊρον. Τα βαφτίσια τα έκανε ο Κύριος ημών).

Για την κουβέντα που κάναμε στο ΔΠ περί του σχήματος αποσιώπησης του ουσιαστικού και χρήσης μόνο του επιθέτου, δηλαδή για εκφράσεις όπως αδέσποτη σφαίρα, περιποιημένο ουζάκι, καϊμακλής καφές (του Λουντέμη αυτό), αεροπλανικό κόλπο κλπ, δυό πραγματάκια έχω να πω μόνο. Το πρώτο είναι πως βαριέμαι να λινκάρω σε όλες αυτές τις πασίγνωστες εκφράσεις. Το πεντηκοστό όγδοο είναι πως κομματάκι πασπαρτού μου φαίνεται το εργαλείο. Εξηγούμαι:

Στην περίπτωση της επαράτου νόσου ή Δεξιάς, διαλιέχτε, το αρχαιοπρεπές του επιθέτου δίνει έναν σαφώς λόγιο τόνο, είτε πρόκειται για καρκίνο είτε για πολιτική παράταξη, διαλιέχτε.

Από την άλλη, αυτό της παλιομοδίτικης καθομιλουμένης πιάσε δυό καθαρά ποτήρια μάστορα, στις μέρες μας μπορεί να σας βγει ξινό, εφόσον είναι πιθανόν ένας ζοχαδιακός μουστακαλής κάπελας να τα πάρει στο κρανίο με τον τρόπο που διαλέξατε για να του πείτε πως το ρημάδι του, ε, ψιλοζέχνει μωρέ αλλά νταξ. Εκεί ακριβώς αυξάνονται εκθετικά οι πιθανότητες αντί για έξι κουβέρ, τέσσερα τζατζίκια, έξι πατάτες, δύο γεμιστά μπιφτέκια, δύο χόρτα, τέσσερις χωριάτικες, τρεις φέτες, τρία σαγανάκια, δυό κεφτέδες με σάλτσα, δυό κιλά παϊδάκια, μιά μελιτζάνα με φέτα, τρεις φάβες, τέσσερα λουκάνικα (πω ρε πστ, αυτά με το πράσο), έξι γιαούρτι-μέλι-καρύδι, τρία κιλά ροζέ (δικό μας, κύριε), εικοσιέξι πράσινες και μιά κόκα διαίτης να σας έρθει καμιά ξανάστροφη.

Τέλος, για να τεκμηριώσουμε τη σύνδεση του σχήματος με την αργκό, αρκεί να σκεφτούμε πως αν μας συμβεί το σοβαρό, με μιά παχιά ανακτούμε την αυτοδυναμία μας.

Για τον ανένδοτο τα 'χουμε ξαναπεί.

Πάτσμαν δεν πειράζει που έκανες το δουπού χασαποταβέρνα και μου τσίκνισες τα χειμωνιάτικα. Σου τη χαρίζω (αυτή τη φορά). Και μπορείς να με λες χτήνος. Είναι το καλλιτεχνικό μου.

Όποιον πει ότι δεν του αρέσει το λήμμα ή / και ο ορισμός θα τον αρχίσω στις γρήγορες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλιομοδίτικη, απ' όσο ξέρω παροπλισμένη έκφραση που σημαίνει: απολύω / ξηλώνω κάποιον από θέση που κατέχει. Όσον αφορά την απίστευτη παραστατικότητά της δεν θα επεκταθώ. Σταματήστε να τα ξύνετε, πιάστε καμιά σπάτουλα για εξάσκηση και κυρίως βάλτε λίγο τη φαντασία σας να δουλέψει.

Ξέρω μόνο πως αν σταματήσω να βαράω θα πάθω τόσα, που κανένας από σας δεν έπαθε. Ποιά ειν' αυτά? Δεν τα ξέρω. Ξέρω πως αν με ξύσουνε θα χάσω το ψωμί μου. Το ξέρεις κι εσύ αυτό.

Μ. Λουντέμης, Το κρασί των δειλών (1965).

Εγώ πέταξα στην άκρη πέννες και χαρτιά, ζώστηκα τη ζώνη μου κι έφυγα. "Το ξέρω, τους λέω, πως η μαφία σας θα φροντίση να με διώξη από 'δω" [...] Έτσι κι έγινε. [...] Η "μαφία" συνεννοήθηκε με τον δεκανέα του λοχαγού και με έξυσε. Δέχτηκα ατάραχος την...ποινή.

Δημ. Λουκάτος, Οπλίτης στο Αλβανικό μέτωπο, Ημερολογιακές Σημειώσεις 1940-41. Εκδ. Ποταμός.

Got a better definition? Add it!

Published

Βρομόξυλο. Από το τουρκ. değnek= μαγκούρα, μπαστούνι και, κατά συνεκδοχή, μπερντάχι που ρίχνεται με το εν λόγω σύνεργο. Για βορειοελλαδίτικο το ξέρω. Εδώ στα νότια γιόκ, εκτός κι έχω χάσει επεισόδια. Ας πει κάνας Σαλονικιός.

Που τον θμυθκες και συ ορε [...]??????????? χιχιχιχιχι!!!!! Τι ντεγνεκι ειχε φαει εκει αυτος ομους

Το μοναδικό τρέχον ιντερνετικό εύρημα. Παλιότερα είχα πετύχει καναδυό φορές στο γούγλη άλλα παραδείγματα αλλά τότε βαριόμουνα να το γράψω, και μετά εξαφανίστηκαν.

[...] ήταν οι δυό καλύτεροι φίλοι του, μαζί απ' τη Μικρασία, που τα 'χαν πατήσει κι αυτοί τα ογδόντα, ογδονταπέντε χρόνια. Ήρθαν και κάθησαν σιωπηλοί στο μιντέρι. Άφησαν δίπλα τα ντεγνέκια τους και τον κοίταζαν περιμένοντας υπομονετικά, χωρίς να μιλούν.

Γ. Σκαμπαρδώνης Η ψίχα της μεταλαβιάς, εκδ. τα τραμάκια, Θεσσαλονίκη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γαλλισμός αρκετά διαδεδομένος στο διαδίκτυο, ψιλοχοντροακούγεται κιόλας. Παναπεί : έτσι δεν είναι?, από το ταυτόσημο γαλλικό n' est-ce pas?

άλλη, που ανέσπα τα μαλλιά της καμία σχέση. Μην ακούτε τρίχες).

Πάντως περισσότεροι Γάλλοι θα σου μιλήσουν αγγλικά, παρά Αγγλοι οποιαδήποτε άλλη γλώσσα. νεσπα; ici

Ωραίες οι ιστορίες που συνοδεύουν ή καλύτερα γυροφέρνουν τις λέξεις, νεσπά; aussi

Φαντασου να τρως καθε μερα πατατες γιαχνι ας πουμε. Βαρετο, νεσπα? là-bas

ο υπερκορεσμός (κοινώς το μπουρδουκλωμένο μπούγιο) της μουσικής του Βάγκνερ όλα τα επιτρέπει (όλα τα σφάζω, όλα τα μαχαιρώνω) ακόμα και μια ωραία συζήτηση περί ανέμων και υδάτων. Διότι κάπως πρέπει να περάσει και η ώρα, νεσπά; μπλα-μπλα

Got a better definition? Add it!

Published

Ορίστε, περάστε, κοπιάστε < ταυτόσημο παροξύτονο τουρκ. buyurun / buyrun (κυριολ. διατάξτε < ρημ. buyurmak = διατάζω).

Από το 1β παράδειγμα προκύπτει η -άγνωστη σε μένα- ύπαρξη κάποιου σκεύους σερβιρίσματος ποτών με το όνομα μπουγιουρούμ. Στο 1ε τοιούτον, το μπούγιουρουμ ως παλαιική χοροεσπερίδα. Όσον αφορά την ιντερνετική χρήση της λέξης, πουθενά δεν την εντόπισα με τον σωστό τονισμό, δλδ στο μεσαίο -ου-, ενώ εκείνο το καταληκτικό -μ- ήταν αρχικά -ν- (όλο μαζί: μνί).

Σε φυσική ροή καθημερινού λόγου (γκιουνλούκ κονουσμαλάρ που λένε και στο χωριό μου) δεν το έχω ακούσει. Όποιος ξέρει κάτι, μπούγιουρουμ στα σχόλια εφέντημ.

Νύφη ςτο μπαστό πόρδο τίναζε / μπουγιουρούμ γαμπρέ πορδοζούμι πιε

Με το που τους καθίζει στο τραπέζι τους τρατάρει με το μπρούτζινο μπουγιουρούμ σπιτική μαυροδάφνη , νέκταρ σκέτο, μαζί με στραγάλια και σταφίδες.

Σήμερα το βράδυ 13/4/2010 στις 8.30 Ηπείρου 6 Φλώρινα. Μπουγιουρούμ !!! Συγχαρητήρια παιδιά, πάντα τέτοια και καλύτερα.

Λοιπόν μπουγιουρουμ γιατι εχει εχει αρχίσει εδω και ωρα το φουλ μουν

Στη Σύρο γινότανε χορευτικές εκδηλώσεις τα Σαββατοκύριακα κατά συνοικίες, που τις λέγαν μπούγιουρουμ και στις οποίες ήταν ευπρόσδεκτος ο καθένας

Φίλοι μου αγαπημένοι, αγαπημένοι μου φίλοι! Για μπουγιουρούμ να τα βάλουμε σε μια σειρά!

Αυτή είναι η επίσημη ανακοίνωση, η οποία βγήκε το απόγευμα και μπορούν να την δουν ΟΛΟΙ. [...] εχεις δικιο [...] εγω εκανα λαθος οποτε μπουγιουρουμ σε ολους

Είχα πει και τα εξής σχετικά σε άλλο post.. Για μπουγιουρούμ για γνώμες....

Όλα από το νέτι.

Σαν αποφάγανε, ο γύφτος έκανε τα χέρια του κούπα. Τα γέμισε απ’ τον ποταμό νερό και ποτίστηκε. Ύστερα ξέπλυνε τα χέρια του, ξαναγέμισε τη χούφτα του… και… Μπούγιουρουμ… λέει στο παιδί. Πχε.. πχε… Μπερκέτι.

Μ. Λουντέμης, Ένα Παιδί Μετράει τ' Άστρα.

[...] Έφερα την πίτα κάτω από το δέντρο και την ξετύλιξα. Οι τύποι που βρίσκονταν εκεί αργοσηκώθηκαν σαν λεχώνες που ξεφάσκιωνα μπροστά τους το ίδιο τους το μωρό.

- Μπούγιουρουμ, ρε σεις...

- Η μάνα σου την έφτιαξε, φίλε? [...]

Αντ. Σουρούνης, Τα τύμπανα της κοιλιάς και του πολέμου. Εκδ. Καστανιώτη.

Got a better definition? Add it!

Published

Υβριστικός χαρακτηρισμός απευθυνόμενος βασικά σε γυναίκες (σπανιότερα σε άντρες) και συντασσόμενος κατά κύριο λόγο με μωρή. Η απροσδιορίστων χαρισμάτων και ιδιοτήτων μπορδόχα είναι πιθανόν να συγγενεύει με άλλες εξ ίσου γοητευτικές κυρίες όπως η φακλάνα, η σακαφιόρα, η τσουράπω και η μπαζόλα.

Ετυμολογικώς η εν λόγω δεσποσύνη κινείται σε αδιαφανείς περιοχές, αν όχι σε μαύρο σκοτάδι. Εν τούτοις, εκείνο το -πορδο- που εμπεριέχεται στην αγνώστου προελεύσεως λέξη μας αφήνει περιθώρια για ελεύθερους ηχομιμητικούς συνειρμούς.

Επειδή μεγάλωσα με 2 ντόμπερμαν, το κατούρημα άμα μείνει και είναι επαναλαμβανόμενο ναι δημιουργεί πρόβλημα. Ο μπορδόχας ο δικός μου κατούραγε σε ενα σημείο για χρόνια που δεν το είχα πάρει χαμπάρι, έξω στην αυλή, είχε ραγίσει το τσιμέντο φαντάσου.

Τι ντιεμ να στειλεις μωρη μπορδοχα που ουτε για ανταλλακτικα δε σε επαιρνα

Τι λες μωρη μαλακω που θα βαλω τοσο σιροπι στα μελομακαρονα. Αι στο διαολο μωρη μπορδοχα σκασε θα μου πεις εμενα

Να αφήσεις το μωρο ήσυχο μωρη μπορδοχα!

μαζεψου μωρη μπουρδοχα

Salta ke gamisou mwri mpordoxa!

Όλα από το νέτι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αστυνομία. Από εδώ ορμώμενος γράφω, αν και τη λέξη ούτε την ήξερα, ούτε την έχω ακούσει δια ζώσης. Πολύ περισσότερο δεν την έχω χρησιμοποιήσει, εφόσον ποτέ δεν εκφράζομαι απαξιωτικά για τα ένδοξα Σώματα Ασφαλείας, σα δε ντρεπόσαστε λίγο, αναρχοκουμμουνιστικά γομάρια.

Ευτυχώς είχε λάβει αυστηρές εντολές από την εκσυγχρονίστρια υπουργό Δημοσίας Τάξης, που το είχε βάλει αμέτι μουχαμέτι να δημιουργήσει μια αστυνομία με ανθρώπινο πρόσωπο. Εξευρωπαϊσμός και μπατσία όμως συνδυάζονται? Αυτές εδώ μέσα πίστευαν ότι σέβονταν τα ανθρώπινα δικαιώματα όταν δε βαρούσαν μπουνιές αλλά κλοτσιές...Τέλος πάντων.

εδώ

[...]διαμαρτύρεται με αυτό τον τρόπο για το άθλιο κατηγορητήριο που κατασκεύασε η μπατσία και χρησιμοποιήθηκε ως πρόσχημα για να του κόψουν τις άδειες εξόδου που έπαιρνε κανονικά[...]

εκεί

Μπήκε μέσα στα πόδια κάποιων άλλων που κάνουν την ίδια δουλειά και μάλλον, τα έδινε σε πιο χαμηλή τιμή και τον κάρφωσαν στην μπατσία.

παραπέρα

Got a better definition? Add it!

Published

Εργαλείο τσαγκάρη που χρησιμεύει στην κατασκευή και επεξεργασία υποδημάτων. Για δε ρε τι μανθάνει τινάς περιδιαβάζοντας τα ιντερνέτια...

Φωτό βρήκα στο νέτι αλλά δεν τη βάζω για πεντακόσιους ογδόντα έξι λόγους, εκ των οποίων ο εκατοστός δεύτερος είναι ότι δεν ξέρω πώς. Τέλος πάντων, αποτελείται από ένα κάθετο στέλεχος με μιά βάση στήριξης, στου οποίου την κορυφή προσαρμόζονται μεταλλικές φόρμες / σόλες / καλαπόδια όπου τοποθετείται ανάποδα το πατούμενο για επεξεργασία.

Σχετικά με την ετυμό δεν θα επιχειρήσω τίποτα για θα με πάρετε με τις κλωτσές.

-Έλληνες είμαστε, του εξηγεί η ιταλομαθής της παρέας μας. Και δείχνοντας εμένα του εξηγεί ότι είμαι γιος τσαγκάρη από την Αθήνα, της ίδιας περίπου ηλικίας με εκείνον, που διατηρούσε ένα σχεδόν όμοιο μαγαζί. Με τον πάγκο του, τα εργαλεία, τον μπαρμπαλιά, τη μηχανή για τα φόντια, τα καλαπόδια στα ράφια και το μαστέλο κάτω ακριβώς από τον πάγκο του τεχνίτη.

εδώ

Μάθαμε πώς φτιάχνονται τα χειροποίητα παπούτσια με το καλαπόδι και τον μπαρμπαλιά.

Από διαφημιστικό ρεπορτάζ αλλού στο νέτι.

Got a better definition? Add it!

Published

Επίτηδες, σκοπίμως. Από το ταυτόσημο (και πολύσημο) τουρκ. mahsus.

Το βρίσκω στη ντοπιολαλιά της Λέσβου, και μάλλον παίζει / έπαιζε και Βόρεια Ελλάδα, αν κρίνουμε από την καταγωγή του συγγραφέα του β' παραδείγματος. Ενστικτωδώς μου κάνει κάτι αποχρώσεις παλιομοδίτικης, κλασικής αστικής αργκό. Σαν το ταραφιντάν που είχα γράψει παλιότερα. Ας πει όποιος ξέρει.

«Βρε…το ʹκανα…επίτηδες… (…)»
«Βρε, τι επίτηδες και μάξους ! Δε σε βλέπαμε που ξεφύσαγες ίδιο παπόρι της στεριάς ;» «Μαξούς» σημαίνει «επίτηδες», όπως λέει κι εδώ.

Από διαδικτυακή συζήτηση.

Σήκωσα το σάκο με το 'να χέρι, τον πέταξα στην προκυμαία κι ύστερα μ' ένα λεβέντικο σάλτο βρέθηκα κι εγώ πάνω στο τσιμέντο. 'Ημουν πιά στη φυλακή! Σήκωσα τα μανίκια μου, έτσι μαξούζ, για να φαίνεται το τατουάζ που είχα στον αριστερό μου βραχίονα κι ύστερα με μιά κίνηση χαμάλη ή μπετατζή ή φορτοεκφορτωτή, ανθρώπου σκληρού δηλαδή και μαθημένου, άρπαξα το σάκο, το φόρτωσα στον ώμο μου και προχώρησα προς την έξοδο του λιμανιού όπου ήταν και η πρώτη σκοπιά.

Γιώργος Κάτος «Τα καλά παιδιά» (εκδ. Καστανιώτης 1992, α' έκδοση 1980).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει: Ωμά στους σκύλους.

Και δεν είναι σλανγκ. Δεν υπάρχει καν. Δεν ξέρω καν γιατί το ανεβάζω εδώ. Μιά υπόθεση είναι. Μιά εικασία για το πώς θα ήταν μια ασήκωτη, θανάσιμη ομηρική βρισιά. Ένα φονικό μπουκέτο μίσους και άγριας καταφρόνιας. Κάτι που να κοντράρει στα ίσα τα πιό καυτερά καριολίκια μας.

Κάτι που να λέει: "Δεν αξίζεις να τα έχεις. Θα σου τα κόψω και θα τα ρίξω στα σκυλιά".

πέμψω σ᾽ ἤπειρόνδε, βαλὼν ἐν νηῒ μελαίνῃ,

εἰς Ἔχετον βασιλῆα, βροτῶν δηλήμονα πάντων,

ὅς κ᾽ ἀπὸ ῥῖνα τάμῃσι καὶ οὔατα νηλέϊ χαλκῷ,

μήδεά τ᾽ ἐξερύσας δώῃ κυσὶν ὠμὰ δάσασθαι.

Οδύσσεια σ 84-87

Got a better definition? Add it!

Published