Τα δύο μείζονα νεοελληνικά λεξικά μας, Μπάμπης και Τριαντά, δεν το 'χουνε με την παρακάτω σημασία, οπότε το βάζω εδώ μπας και ξεστραβωθείτε. Τυφλό χαρακτηρίζεται το έγχορδο μουσικό όργανο που δεν έχει τάστα (μεταλλικά χωρίσματα) στο μάνικο. Αυτό το τελευταίο λέγεται επίσης μπράτσο ή ταστιέρα, και είναι τελοσπάντων το σημείο που πιάνουμε και με τα δύο χέρια για να προμηθεύσουμε στον ενοχλητικό που χαλάει το γλέντι ένα ευμέγεθες μελιτζανί καρούμπαλο και ένα πρωτοποριακό ξύλινο κολάρο.

Το λήμμα (όχι το κολάρο, μην παρεξηγούμεθα) είναι για τον ΔονΜήτσο.

(Τι δγιάλο ρε πστ, μουσικούς δεν έχει το σάιτ? Εγώ πρέπει να τα γράφω αυτά?)

Φαίνεται πως η ακόρεστη ανάγκη όλο και πιο δυνατών μπάσων ,ιδιαίτερα στην πρώτη περίοδο του ρεμπέτικου έστρεψε τον μουσικό άρα και τον οργανοποιό στην αναζήτηση ακόμα χαμηλότερων συχνοτήτων απ’ όσες διαθέτει η κανονική εξάχορδη κιθάρα. Έτσι σε φωτογραφίες εποχής βλέπουμε κάποια δίμπρατσα όργανα που διαθέτουν ένα επιπλέον λεπτότερο μάνικο, αυτό που ήταν όπως λέμε τυφλό (δηλαδή χωρίς τάστα) τοποθετούνταν παράλληλα του εξάχορδου μάνικου.

αβάντι

Τα τάστα αν πατήσεις μες τα τάστα θα βγει ή ημιτόνιο ή τόνος. Ενώ το ούτι είναι τυφλό, δεν έχει τάστα. [...] είναι όργανο μπάσο και πρέπει να είναι μάστορας ο άλλος που θα παίξει μαζί σου. Διότι το ούτι πρέπει να παίζει «ρεσπόρτ». «Ρεσπόρτ» δεν το κατάλαβες, δηλαδή να πάει μια τετράδα κάτω, μια τετάρτη θα παίζουμε το τραγούδι από Ντο ματζόρε και αυτός θα το παίξει από Σολ ματζόρε για να ’μαστενε μαζί.

μαέστρο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φάλια ήταν η τρύπα που είχαν στο πίσω μέρος τα παλιά εμπροσθογεμή όπλα και κανόνια, μέσω της οποίας πυροδοτούνταν η γόμωση με κάποιο φιτίλι, αναμμένο καρβουνάκι, δαυλί ή τελοσπάντων ό,τι διάολο βάσταγε ο πυροβολητής.

Στο δεύτερο παράδειγμα η φάλια φαίνεται να σημαίνει το λεπτοτριμμένο μπαρούτι που γέμιζε την τρύπα, λειτουργώντας σαν φιτίλι / καψούλι που προκαλούσε την ανάφλεξη της κύριας γόμωσης. Tα λέει εδώ χαρτί και καλαμάρι για το falya barutu.

Σε αυτό εδώ το κυπριακό σάιτ οι φάλιες (πληθ.) σημαίνουν προβλήματα / μπερδέματα, αλλά και τις τρύπες που ανοίγουν οι νταμαρτζήδες στον βράχο για να χώσουνε το -βάρδαααα!!!!- φουρνέλο.

Ετυμολογικώς βουτήξαμε τη falya απ' τους Τούρκους, που είχαν κατσικώσει απ' τους Ιταλούς τη falla (=ρήγμα σε πλοίο / διαρροή / τρύπα), πάνω στον κακό χαμό σκάσανε κάτι Προβηγκιανοί με τη falha τους και κάτι Παλαιογάλλοι με μιά faille και πήραν φωτιά τα τόπια. Τεσπα, στο τέλος πλακώσανε όλοι μαζί τους Ρωμαίους που με το ρήμα fallere (μεταξύ άλλων παναπεί ξεγλυστράω / κυλάω / διαφεύγω) προκάλεσαν το όλον νταβαντούρι. Πιό πίσω απ' τα λατινικά έχει κάτι ινδοευρωπαϊκά περίεργα, όμως αυτοί οι ινδοτέτοιοι έτσι κι αλλιώς είναι όλοι τους από καιρό εντελώς πεθαμένοι, αλλά και τότε που ζούσανε δεν είχανε κανόνια, οπότε ποιός τους γαμεί κι αυτούς...

Πάω τώρα γιατί αυτά δεν είναι σλανγκ, ντροπής πράματα.

Ήτανε μαζεμένοι καμιά δεκαριά συντρόφοι μέσα στ' αμπρί μου και λέγανε παραμύθια σαν έπεσαν οι πρώτες ασφυξιογόνες με τον ξεχωριστό κούφιον κρότο τους. Στην αρχή τις πήραμε για κοινές οβίδες που βουτούσανε στο βρεγμένο χώμα δίχως να σκάνουν. Μερικοί κιόλας φωνάζανε τη συνηθισμένη κοροϊδία: Ίσκααα! Κατέβασε φάλια μωρέε! Και συνέχιζαν το παραμύθι τους ανέμελοι.

Στρ. Μυριβήλης, Η Ζωή εν Τάφω.

Κείνος πάει και ξεκρεμάει ένα παλιοτούφεκο σκουριασμένο, γεμάτο απ' τα ορτυκοπεράσματα, βάζει φάλια κι ένα καψούλι, ανοίγει το παραθύρι και ρίχνει μιά στον αγέρα.

Επίσης μυτιληνιό, του Στρ. Αναστασέλλη, Κερατοζωή.

Ευχήθηκαν καλή αντάμωση στον άλλονε κόσμο και τράβηξαν στα πόστα. Σε κάθε κανόνι τάχθηκαν τρεις ως τέσσερις κανονιέρηδες μ' έναν αρχικανονιέρη. Βάλανε τις μίκες στις φάλιες, ανάψανε το λυχνάρι με το λάδι κ' είχαν έτοιμες τις μακριές μίτζες για να πάρουνε φωτιά απ' αυτό.

εδώ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το τούρκικο haberim yok = δεν έχω νέα / ειδήσεις. Στα καθ' ημάς πα να πει δεν καταλαβαίνω Χριστό, δε νιώθω, δε χαμπαριάζω, πέθανε ο γείτονας.

Και τώρα (ταρατατζούμ) η πληροφορία που θα σας αλλάξει τη ζωή, τη ματιά στον κόσμο, τον αδόξαστο: Η κουνιάδα μου χρησιμοποιεί την έκφραση ως χαμπαρούμ γιόκ.

μακάρι να κινηθεί η Κομισιόν για να συλλάβει τα λαμόγια γιατί εμείς εδώ …χαμπαριμ γιοκ!

και τι καταλαβες πατερ μου;νιχτς,νιετ,ναδα,ναθινγκ,σιατσου,χαμπαριμ γιοκ και κοινως τιπουτις.

Οπως θα ελεγε και η μανα μου [...] 'Χαμπαριμ γιοκ'.Αφου λοιπον ειδε οτι δεν μπορουσε να με ξυπνησει με τιποτα [...]

Όλα από το νέτι.

Got a better definition? Add it!

Published

Αυτός που έχει στόμα χάρβαλο, που βρίζει ακατασχέτως.

Πέραν του πρώτου, φρεσκότατου παραδείγματος ο γούγλης δεν δίνει τίποτα άλλο, αλλά, όπως έχουμε ξαναπεί, δε μας χέζει κι αυτός ο μαλάκας, να πα να γαμηθεί ο ξεφτίλας, πετάγεται σαν την πούτσα το κάθε μαλακισμένο να μας πει πώς θα κάνουμε τη δουλειά μας μη χέσω, ε ρε βίτσα πούτσα και στενά παπούτσα που θέλουνε κάτι καρακαργιόλια...

-Καλό παιδί ο εγγονός σου κυρά Πολυξένη.
-Ναι καλός. Μόνο που είναι λίγο χαρβαλόστομος.
Εννοούσε ότι βρίζει.
Όλα αυτά πριν καμιά εικοσαριά χρόνια.

εδώ, σχόλιο 162

Οι χαρβαλόστομοι ταγματασφαλίτες άρχισαν να γαμοσταυρίζουν και να σκατολογούν τ' αντάρτικο.

Από μνήμης, από τον Καπετάν Άρη του Κωστή Παπακόγκου, εκδ. Παπαζήση.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η έντονη επιθυμία για αφόδευση ( < πολύσημο χυδ. ελλην. ρημ. χέζω ). Προσοχή όμως, δεν μιλάμε για τη γνωστή κυριλέ, άνετη φάση στο σπιτάκι μας, στην προσφιλή μας χέστρα με τα περιοδικά, το αρωματισμένο κωλόχαρτο και τον πάλλευκο τι-έχουν-δει-τα-μάτια-του μπιντέ. Όχι αγαπητοί, το χεζουριό είναι ανελέητη τρέχα-πατριώτη-τη-χάνουμε-τη-δίκη κωλοπηλάλα, συνδεόμενη συνήθως με ισχυρό τρόμο ή και άλλες αιτίες, όπως μας λέει το γ' παράδειγμα.

Ο φίλτατος σύσσλανγκος dryhammer εδώ μας πληροφορεί ότι έχει υπ' όψιν του τη λέξη με την έννοια της τουαλέτας. Όθεν, παρακαλείται / προσκαλείται (αυτός ή οποιοσδήποτε άλλος), εφόσον έχει στοιχεία να τα καταθέσει στα σχόλια ώστε το λήμμα να γίνει τελείως κώλος. Τη σκαταθέσεως περατωθείσης ο απαραίτητος υγειονομικός χάρτης θα είναι ευγενής προσφορά του καταστήματος.

  1. φιλε μου πεσμου οτι εχεις καμια ταινια με μεταφυσικα με φαντασματα και τετοια αλλα να ειναι χεζουριο,να τα κανεις πανω σου ομως ;P καθήστε

  2. Η ειδικη με την Αθανασια εχει κοπει μερες τωρα, λογω ακαταλληλοτητας και υψηλης μεσης ωριαιας, μπαλκονιων και γενικως οπως λεει και ο πατηρ σου θα μαζευε πολυ χεζουριο αν γινοταν, ευκοιλια δηλαδη, ειδικα στις κατηφορες. χαλαρώστε

  3. Η Ντενίζ είχε χωθεί στον καμπινέ κι έχεζε με τις ώρες. Άμα αργούσε να πάρει την πρέζα του τον έπιανε χεζουριό! Η Λουτσία είχε χωθεί στην αιώρα, είχε κουλουριαστεί, έσφιγγε το στομάχι του και μούγκριζε.

Θόδωρος Σαραντόπουλος "300 τρόποι θανάτου" (εκδ. Υάκινθος, 1983).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποτιθέμενη βουτιά αυτοκτονίας που εκτελεί κρατούμενος προς αποφυγήν των βασανιστηρίων. Συνίσταται κατά τα θρυλούμενα εις την εκτίναξιν παραλλήλως του πατώματος με σκοπόν την ισχυράν πρόσκρουσιν του κρανίου επί του τοίχου του δεσμωτηρίου. Εις την απίθανη περίπτωσιν κατά την οποίαν ο προ των Υμετέρων οφθαλμών ορισμός περιέχει έστω και ελάχιστα ψήγματα αληθείας, δέον όπως θεωρείται βέβαιον ότι οι εν λόγω κρατούμενοι είναι άτομα αμόρφωτα και ανενημέρωτα, άτινα δεν ηυτύχησαν να εντρυφήσωσιν εις την επί του θέματος πλουσιωτάτη διεθνή νομολογίαν.

Ασφαλέστερον ως εκ τούτου θα ήτο να γίνει δεκτόν ότι η παρούσα ανάρτησις είναι εις αυνανισμός και ήμισυς, εφόσον είναι παγκοίνως γνωστόν ότι ουδαμού της Οικουμένης αι Διωκτικαί Αρχαί ουδεπώποτε εβασάνισαν κρατούμενον, σεβόμεναι προφανώς τας σχετικάς διεθνείς συνθήκας.

«Σήκω, Γιάννη, θα σε κουβαλήσουμε εμείς. Σήκω, αδερφέ μου, γιατί εάν μείνεις μόνος στη σκηνή και σε βρουν, θα σε σκοτώσουν σαν το σκυλί και θα πουν ότι έκανες ψαράκι και αυτοκτόνησες». Το «ψαράκι» ήταν η απονενοημένη βουτιά κάποιων κρατουμένων με το κεφάλι στους βράχους για να χάσουν τις αισθήσεις τους και να σταματήσουν τα βασανιστήρια.

εδώ

Μες στην Ασφάλεια τον Κρατούμενο [...] τον βαστάνε γ ε ρ ά. Οι Αστυνομικοί δεν φοβούνται μη τους φύγει. Φοβούνται μήπως ο Κρατούμενος κάνει ψαράκι. Στην argot της Antigua ψαράκι παναπεί κάνω ορμητική βουτιά στον τοίχο και σπάω το κεφάλι μου. Πρόκειται για μιά μισο-αυτοκτονία. Ο Κρατούμενος κάνει ψαράκι για να γλιτώσει τα μαρτύρια. Το ψαράκι δεν γίνεται μες στο κελί της Απομόνωσης (διαστάσεις 80 Χ 120 cm) γιατί θέλει κάποιαν απόσταση ώστε να πάρεις φόρα.

Ηλ. Πετρόπουλος Το Εγχειρίδιον του Καλού Κλέφτη.

Γύρισε παρακαλεστικά προς το θάλαμο. Οι δικοί του τι λέγανε?
-Εμείς δεν σε θέλουμε πιά, άκουσε τη φωνή του θαλαμάρχη από το βάθος.

-Τέλος, Σταμάτη, άκουσε μιαν άλλη φωνή.

-Το ξέρω, απάντησε λαχανιάζοντας. Το ξέρω πως δε με θέλετε πιά. Τέλος. Το ξέρω, τώρα δεν ξαναγίνεται πιά, κι έδωσε την πρώτη κουτουλιά στο σίδερο γεμίζοντας το πρόσωπο αίματα. "Δεν ξαναγίνεται πιά", πρόλαβε να πει και με τη δεύτερη ήρθε ανάσκελα πάνω στο ράντζο.

Μάριος Χάκκας Το σπάσιμο, από τη συλλογή Τυφεκιοφόρος του εχθρού.

Μ' ένα καρφί και μ' ένα καθρεφτάκι / τις φλέβες σου όταν έκοψες θαρρώ.

Εδώ, από το 25:15 και μετά.

Got a better definition? Add it!

Published

Κανονικά (δλδ στην εκκλησιαστική αργκό) το ψυχοχάρτι είναι το χαρτί στο οποίο γράφονται τα ονόματα των προς μνημόνευση σε λειτουργία, ζωντανών ή συχωρεμένων. Δεν είχα ιδέα. Νταξ, θα πάω στο δγιάλο.

Πριν πάω όμως, να σας πω ότι ο Φώτης Γιαγκούλας ονόμαζε έτσι το χαρτί που -εν είδει προκήρυξης- άφηνε στα πτώματα των θυμάτων του εξηγώντας τους λόγους του φονικού.

Ο συγγραφέας του β' παραδείγματος μεταχειρίζεται σε συνέντευξή του εδώ πληθυντικό αριθμό, καθώς τεκμηριώνει επαρκώς τη μάλλον γενικευμένη χρήση τέτοιων σημειωμάτων από διάφορους λήσταρχους. Όσον αφορά όμως τη λέξη αυτή καθαυτή, δεν μπόρεσα να βρω στοιχεία που να επιβεβαιώνουν τη χρήση της και από άλλους επαγγελματίες του είδους. Δεν μπορεί λοιπόν με βεβαιότητα να θεωρηθεί ληστρική αργκό και όχι απλώς προσωπική, Γιαγκούλεια ειρωνεία. Την καταγράφω όμως για τον μακάβριο σαρκασμό του πράγματος και γιατί φαντάζομαι ότι κάπως έτσι ξεκινάει την όποια διαδρομή της μια αργκοτική έκφραση.

Ο γούγλης αποκαλύπτει και πιο σύγχρονες έννοιες της λέξης, όπως τρελόχαρτο και κάτι άλλες που περιγράφονται μόνο περιφραστικά αλλά έλεος ρε πστ, μου βγήκε η ψυχή για να το γράψω το ρημάδι.

Να με μνημονεύσετε στην επόμενη προσευχή σας.

Τι είναι το "ψυχοχάρτι"? Μέ τήν λαϊκή αὐτή ὀνοµασία, ὀνοµάζεται συνήθως ὁ πίνακας τῶν ὀνοµάτων, ζώντων καί τεθνεώτων, τόν ὁποῖο συντάσσουν οἱ ὀρθόδοξοι πιστοί πρός µνηµόνευσιν, κατά τήν τέλεσιν τῆς Θ. Λειτουργίας. Σέ ἕνα ἁπλό φύλλο χαρτιοῦ, στό ἀριστερό µέρος γράφονται τά ὀνόµατα τῶν ζ ώ ν τ ω ν, καί στό δεξιό µέρος, τά ὀνόµατα τῶν κ ε κ ο ι µ η µ έ ν ω ν (γι’ αὐτό καί οἱ πίνακες αὐτοί ὀνοµάζονται «Δίπτυχα»).

Εξηγήσεις από τους πλέον αρμόδιους εδώ. Με την ονομασία ονομάζεται ο πίνακας των ονομάτων. Των ονομάτων των ζωντανών και των ονομάτων των πεθαμένων. Γάμησέ τα.

Ο λήσταρχος Γιαγκούλας και οι σύντροφοί του άφηναν πάνω στο θύμα τους ένα επεξηγηματικό της πράξης τους κείμενο, γραμμένο και σφραγισμένο από τους ίδιους, που το έλεγαν ψυχοχάρτι.

Στη συνέχεια πήρε ένα χαρτί κι έγραψε: "Έτσι πληρώνονται οι προδότες. Καπετάν Γκαντάρας".
[...] "Παλουκώστε το, ορέ! Παλουκώστε το κεφάλι του σ' εκείνο το δίχαλο και κρεμάστε και τούτο το χαρτί μαζί του!".

[...] ο Μπλαντέμης έβαλε μπροστά και το σχέδιο εκδίκησης [...] τον [...] έσφαξε αφήνοντας στο πτώμα του το εξής σημείωμα: "Τόσον αξίζουν οι προδόται μου. Όποιος τολμά ας πάρη τη σφαίρα να έρθη να με συναντήση! Κωνσταντίν Μπλαντέν".

Βασ. Τζανακάρης Οι λήσταρχοι. Τα παλληκάρια τα καλά σύντροφοι τα σκοτώνουν. Εκδ. Μεταίχμιο.

“Με έστειλε μια φορά στο Τρανόβαλτο για να σκοτώσω δύο, που θεωρούσε ότι τον είχαν προσβάλλει..Πήγα με το βουλωμένο ψυχοχάρτι, τους βρήκα, τους είπα γιατί με έστελνε ο Γιαγκούλας και τους είπα να φύγουν από το χωριό και να κρυφτούν για μήνες…Το έκαναν, τρομοκρατημένοι, εγώ γύρισα πίσω και του είπα, ότι τους σκότωσα.

εδώ

Γιαγκούλας και Τσαμίτας πηδούν μέσα στο σπίτι του Θύμιου. Αφού βάζουν φωτιά, το Θύμιο τον αφήνει ο Γιαγκούλας γιατί κλαίει. Ο Τσαμίτας τον κάνει κομμάτια και γράφει απάνω του:
"Όποιος πειράξει τον Γιαγκούλα αυτά παθαίνει".
Και ενώ φιλεί μάνα και Μαρία αναχωρεί.
Ο Καραγκιόζης καληνυχτεί.

Φινάλε παράστασης του Σωτήρη Σπαθάρη στις 15-7-1926. Ο Καραγκιόζης των Σπαθάρηδων, εκδ. Νεφέλη 1979.

«Πατέρα μου αντίχριστε και οβριέ πρόεδρε, σου γάμησα το μούναρο από τη θυγατέρα σου. Γαμώ τα εφτά σου κέρατα, εμείς είμασθε είκοσι άντρες ζωντανοί και εσείς καρτερείτε να γίνετε, και όπου να σας κυνηγώ τότε θέλω να είστε, αν δεν χαίρομαι να ζείτε την ημέρα του Χριστού, βαστάτε πουτσαράδες την γενναιότητά σας, σφίξετε τα στουρνάρια σας, τα ντουφέκια σας καλά, να μην ντροπιαστείτε και καρτερείτε μας...Τώρα στον πάτο της γραφής θέλομε να μας φιάσητε τρείς χιλιάδες τάλαρα... και αυτά θέλομεν ημείς, ειμή όπως θέλετε, πολλά γράμματα σφουγγίσετάτε από τον κώλον σας, σφουγγάτε και τούτο, ημείς αυτά θέλομεν, τας τρεις χιλιάδες τάλαρα».

Ψυχοβγαλτική επιστολή του λήσταρχου Καραμανώλη, 1868. Κ. Σιμόπουλος Βασανιστήρια και Εξουσία.

απαλάχθηκε από το στρατό και δεν υπηρέτησε, πέρνοντας ψυχοχάρτι (Ι5).

trelokomio!! psixoxarti.

με την «ταυτότητα», υπογραμμένη και σφραγισμένη από αυτά τα αφεντικά, με το «ψυχοχάρτι» «Πιστοποιητικό παραμονής και εργασίας», όπως προαναφέραμε.

3 febrouariou stal8ike to parousiologio stin deuterobatmia kai xreiastike na perasoun (!!!!) 23 meres mexri na stiloun to rimadi to ψυχοχαρτι ston oaed...!!!!

όσοι δεν υπέγραψαν τα ψυχοχάρτια, κόπηκαν.

Από το νέτι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified