Λέξη που χρησιμοποιείται υποτιμητικά και με επιθετικότητα -συνήθως για να διακόψει κάποιον την ώρα που λέει βαρύγδουπες μαλακίες.

Προέρχεται από διπλή μπλόφα εκφοράς της λέξης monsieur, που στα γαλλικά σημαίνει κύριος. Αυτός που την χρησιμοποιεί ξέρει ότι εκφέρεται μεσιέ, αλλά προτιμά την «παρωδία» μονσιέρ, προσθέτοντας και μια τάση ευτελισμού της δήθεν ξενικής αστικής παιδείας του συνομιλητή του. Χρησιμοποιείται μόνο για άνδρες.

- Μπλα, μπλα, μπλα, βαρύγδουπες μαλακίες...
- Δε μου λες ρε μονσερί... Έχει κι άλλον σαν εσένα η μάνα σου;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το παρακμιακό σκυλάδικο προηγούμενων δεκαετιών, που συνδύαζε την μέχρι πρωίας παραγωγή κακόηχων τραγουδιών του είδους με την παροχή υπηρεσιών ερωτικού περιεχομένου από γυναίκες ελευθέρων ηθών, που βγαίνανε που λέμε στο κλαρί. Χαρακτηριστικό παράδειγμα κλαριτζίδικου αποτελεί το σκυλάδικο «Βιετνάμ» στην ταινία «Όλα είναι δρόμος» του Παντελή Βούλαρη.

Το είδος των συγκεκριμένων «καταστημάτων» αρχίζει να εκπλείπει με τα χρόνια, παράλληλα με την μετάλλαξη της ελληνικής μουσικής που απομακρύνεται όλο και περισσότερο από τα παλιό λαϊκό της ύφος και επηρεάζεται με έναν εμφανώς καλτ τρόπο από την αμερικάνικη μουσική βιομηχανία σε συνδυασμό με την μαζικοποίηση του σκυλάδικου και την εδραίωση του στην ελληνική μουσική σκηνή.

Πλέον, τέτοια μαγαζιά μπορεί να βρει κανείς σε ξεχασμένες επαρχίες που διψάνε για γυναικεία σάρκα ή σε παρατημένες αστικές ζώνες όπου δεν υπάρχει οικιστική συγκέντρωση και περνάνε απαρατήρητα. Συνήθως, βρίσκονται πάρα πολύ κοντά σε κάποια Εθνική Όδο (χαρακτηρστικό παράδειγμα η Εθνική Οδός Αθηνών-Λαμίας) με σκοπό να εξυπερετούν τους διερχόμενους νταλικέρηδες, που ψοφάνε στην πλειονότητά τους για τέτοιου είδους διασκεδάσεις. Παρόλα αυτά, πρόκειται για πολυσυλλεκτικούς χώρους, όπου μπορεί να βρει κανείς από νταβάδες μέχρι δικηγόρους ή εισαγγελείς ή γενικότερα ανθρώπους που την ημέρα έχουν μια καθώς πρέπει θέση στην κοινωνία.

Σ' ένα υπόγειο της Βάθης κλαριτζίδικο
μ' ένα γαρύφαλλο στ' αυτί καρικατούρα
μισοτοιχία να βρωμάει το σουβλατζίδικο
και η πελατεία ξαπλωμένη απ' τη μαστούρα

(από το τραγούδι της Ελένης Βιτάλη «Εγώ τραγούδαγα»)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποτιμητική έκφραση που χρησιμοποιείται για να περιγράψει το σύνολο των γυναικών που υποτίθεται ότι είναι κατώτερου επιπέδου από άλλες που ανήκουν (τάχα) στην υψηλή κοινωνία. Η χρήση της λέξης γίνεται συνήθως από ανθρώπους με βαθύ μικροαστισμό, που έχουν αυταπάτες αρχοντικής καταγωγής, για να μειώσουν άλλους με χαμηλότερο γι'αυτούς κοινωνικό στάτους. Ο πραγματικός αστός άλλωστε δεν ασχολείται ποτέ μαζί τους, γιατί πολύ απλά δεν τις γνωρίζει,αφού δεν υπάρχουν στην καθημερινότητά του.

Κυριολεκτικά, η λέξη αναφέρεται στα ρούχα που φοράνε αυτές οι γυναίκες, τα λεγόμενα τσόλια, που είναι ένα στάδιο πάνω από τα κουρέλια. Μεταφορικά, η λέξη μπορεί να χρησιμοποιηθεί από μανάδες (ή και γιαγιάδες ενίοτε) που ορέγονται ένα λαμπρό μέλλον για το γιόκα τους και νύφη με παράδες και αυτός νταραβερίζεται συνέχεια με κορίτσια χαλαρότερης ηθικής και κιτσάτης εμφάνισης που μπορεί κανείς να συναντήσει αβίαστα πλειάδα τους στην πλατεία Μπουρναζίου ή ακόμα χειρότερα στην πλατεία Δέγλερη! Οι γυναίκες αυτής της συνομοταξίας διακατέχονται συνήθως από ενός είδος καλώς εννοούμενου τσαμπουκά και μιας έντονης προσωπικότητας γενικότερα και σίγουρα δεν είναι δήθεν.

- Πού θα πας σήμερα αγόρι μου;
- Μπουρνάζι.
- Πάλι με την τσολαρία θα συναναστραφείς;
- Άσε μας ρε μάνα.

(από allivegp, 23/10/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη που χρησιμοποιείται υποτιμητικά από τους πολιτικούς μηχανικούς απέναντι στους αρχιτέκτονες. Οι δεύτεροι έχουν μια τάση να πιστεύουν ότι εκτός από μηχανικοί είναι και καλλιτέχνες. Οι πολιτικοί μηχανικοί γνωρίζοντας ότι δεν είναι τίποτα από τα δύο, αμολάνε αίφνης την άνωθεν λέξη και τους γειώνουν.

H λέξη εμπεριέχει πολλά κιλά μπαρούτι και πρέπει να χρησιμοποιείται με μεγάλη προσοχή, ιδίως αν ο εν λόγω αρχιτέκτονας είναι γυναίκα. Η αλυσιδωτή αντίδραση της εκφοράς της λέξης προκαλεί συνήθως ταραχή, ρίγη και την εύκολη ανταπάντηση «...άσε μας ρε μπετατζή!», που όμως δεν πείθει κανέναν.

- Kαι πού είπαμε σπουδάζεις;
- Αρχιτεκτονική στο ΕΜΠ.
- Α, μοδιστρούλα δηλαδή;
- Άσε μας ρε μπετατζή!

(από Khan, 11/11/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά, το κρέας (κόκκινο αυστηρά, ποτέ ψάρι ή κοτόπουλο) που είναι συνήθως ψημένο στα κάρβουνα μόνο με το λίπος του. Μεταφορικά, χρησιμοποιείται για να προσδιορίσει το «κρέας» που πρέπει να προσθέσει στο σώμα του ένας ελλιποβαρής άνθρωπος για να φτάσει σε κανονικά επίπεδα.

  1. Φέρε λίγο τσιτσί να φάμε ρε μάστορα.

  2. Μάνα στο γιο της:
    -Βάλε λιγο τσιτσί πάνω σου ρε αγοράκι μου. Μισός έχεις μείνει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη η σημασία της οποίας γίνεται αντιληπτή στην Βόρεια Ελλάδα κυρίως και βασικά στη Θεσσαλονίκη. Δεν την χρησιμοποιούμε συχνά στην πρωτεύουσα λοιπόν γιατί μάλλον δεν θα μας καταλάβει κανείς. Το λάμδα εξυπακούεται ότι είναι παχύ σαν τον Βαγγέλη τον Βενιζέλο.

Πρόκειται φυσικά για την πασίγνωστη σε όλους μας ρετσίνα «Μαλαματίνα», το αλκοολούχο νέκταρ των φτωχών πλην τίμιων καφενόβιων. Συνοδεύοντας συνήθως λίγο τσιτσί δημιουργεί έναν συνδυασμό που μένει αξέχαστος. Αλλά πού να ξέρουμε εμείς οι χαμουτζήδες...

- Τι θα πιείτε παιδιά;
- Εγώ μια μπύρα.
- Κι εγώ μια μαλ(λ)άμω.
- Έγινε.

(από Παγράτσου Κολιάτι, 22/10/13)(από allivegp, 23/10/13)

Επώνυμα ξίδια: μαλάμω (Μαλαματίνα), Ιωάννης Βαδιστής, ο Γιάννης που πορπατάει, Περπατόγιαννος (Johnnie Walker), πέρδικα, φάμους γκράους (Famous Grouse), εκατό πίπες (100 Pipers), δεκατεσάρ' (Cutty Sark), θείος Τζακ (Jack Daniels).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι η γυναίκα που γυρίζει συνέχεια στους δρόμους -εξού και το σοκάκι- και παρατάει στο σπίτι τα παιδιά και τον άντρα της.

Αυτό είναι το πάθος της και το κάνει χωρίς να το θέλει, όσο κι αν της βάζει χέρι ο σύζυγος. Δεν παραπέμπει σε ερωτοδουλειές, γιατί συνήθως χρησιμοποιείται με χαριτωμένη διάθεση.

- Που ήσουνα ρε γυναίκα; - Γυρνούσα στα μαγαζιά μαναράκι μου.
- Α ρε γυναίκα, εντελώς σοκακιάρα έχεις γίνει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κομμέτης λέξης παράταση, που είναι αθλητικός όρος και σημαίνει τη συνέχεια ενός αγώνα που έχει λήξει ισόπαλος και πρέπει οπωσδήποτε κάποιος να κερδίσει.

Αντίθετα με τη σημασία του ρήματος «παρατώ», στην παράτα οι ομάδες πρέπει να δίνουν τον καλύτερό τους εαυτό.

- Ερυθρός Αστέρας 74- ΠΑΟ 74.
- Παράτα! Πάμε γερά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη τουρκοαραβικής πρεοελεύσεως [< τουρκική kitap < αραβική كتاب (kitāb, ιερό βιβλίο)], που σημαίνει το πρόχειρο βιβλίο στο οποίο κρατάμε σημειώσεις. Μεταφορικά μπορεί να χρησιμοποιηθεί με τόνο σαρκασμού από έναν υποχθόνιο και βρωμερό άνθρωπο, ο οποίος φακελώνει τους άλλους στα κιτάπια του μυαλού του.

- Πόσα χρωστάω μωρή μπακαλόγατα;
- Κάτσε μαγκάιβερ μου ν' ανοίξω τα κιτάπια μου... 47 Ευρώ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι όρος του πόκερ και υποδηλώνει την ψυχολογική κατάσταση στην οποία έχει εισαχθεί ένας παίκτης εξ' αιτίας προηγούμενου χαμένου πονταρίσματος. Η κατάσταση υποδηλώνει την προσωρινή μανία του παίκτη να ανακτήσει το χαμένο έδαφος άμεσα. Για όσο διάστημα διαρκεί το τιλτάρισμα (ή τιλτ) ο παίκτης δεν μπορεί να εκτιμήσει σωστά την αξία των φύλλων του, αλλά και των αντιπάλων του, επομένως και όλα τα πονταρίσματα που θα κάνει όσο διαρκεί το τιλτάρισμα. Συνήθως το τιλτάρισμα προέρχεται από ένα σωστό και δουλεμένο ποντάρισμα το οποίο πέταξε έξω τον παίκτη σε κάποια προηγούμενη παρτίδα (πχ ο αντίπαλος κυνηγούσε ένα φύλλο στο τελευταίο άνοιγμα και του ήρθε με αποτέλεσμα να εκμηδενιστούν οι πολλές πιθανότητες του παίκτη που χάνει και τιλτάρεται - η λέξη γίνεται ρήμα, μετοχή, απ' όλα γενικά).

Το τιλτάρισμα είναι ο κύριος λόγος για να χάσει ένας επιθετικός παίκτης ή ένας ερασιτέχνης την κάβα του. Όσο πιο έμπειρος είναι ένας παίκτης παίκτης τόσο πιο δύσκολα τιλτάρεται και τόσο πιο εύκολα τιλτάρει τους αντιπάλους του. Ο όρος δεν χρησιμοποιείται μόνο στο πόκερ, αλλά και σε κανονικές καθημερινές καταστάσεις όπου υπάρχει ένα προσωρινό χάσιμο σε ομάδες ανθρώπων.

" Ο αντίπαλος κυνηγούσε την κέντα στον άσσο με Κ και J, ενώ είχαν ανοίξει κάτω 10 και Q. O παίκτης μας είχε δύο δεκάρια στο χέρι κι ένιωθε άχαστος. Ο άσσος όμως στο τέλος τον έκανε να χάσει ένα καλό ποντάρισμα με αποτέλεσμα να τιλταριστει και να χάσει όλη του την κάβα.

Η Ίντερ με νίκη επί της Μίλαν την προσπερνούσε στη μάχη για την έξοδο στην Ευρώπη. Ενώ το σκορ είναι 2-0 στο 85, η Μίλαν με δύο γκολ (το δεύτερο στο 90+8), καταφέρνει και κλέβει το βαθμό της ισοπαλίας και διατηρεί τη θέση της. Η Ίντερ είναι τιλταρισμένη και κινδυνεύει να τιλταριστεί στους προσεχείς αγώνες.

Got a better definition? Add it!

Published