Κάλι είναι το άλογο στα αρβανίτικα. Καλικότσια: όταν πας καβάλα στην πλάτη του ζώου (άλογο, γαϊδούρι, μουλάρι), στη Μεσσηνία. Μεταφορικά λέγεται και όταν ανεβαίνει παιδάκι στην πλάτη του πατέρα του.

  1. Πήγα μια ώρα δρόμο καλικότσια.

  2. Τον πήρε ο πατέρας του καλικότσια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αράχνη (στα αρβανίτικα).

Πρόσεχε, γιατί θα σε φάει η μαρμάγκα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κοιλιά. Μπακ είναι η κοιλιά στα αρβανίτικα.

Άμα τρως θα φτιάξεις μπάκα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο βάτραχος στα αρβανίτικα.

Άκου πώς φωνάζει ο μπακακάς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η σκόνη στα αρβανίτικα.

Πνιγήκαμε από τη μπόχα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είδος βατράχου, μεταφορικά η φουσκωτή κοιλιά.

Αυτός που έχει φτιάξει μπράσκα, λέγεται και μπρασκανίλος.

Aυτός από το καθισιό έχει φτιάξει μια μπράσκα άλλο πράγμα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το κόψιμο, η ευκοίλια.

Τον πήγε μπριόλα και δε πρόλαβε να κατεβάσει ούτε τα παντελόνια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ψηλός, αργός και άγαρμπος.

Αυτός είναι σκέτος φασιακούτας, δε μπορεί να κάνει μια δουλειά σωστά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λότζιο είναι ο χώρος όπου τρώει και κοιμάται το γουρούνι (από Μεσσηνία). Μεταφορικά ο βρώμικος χώρος.

Έχει κάνει το δωμάτιό του σκέτο λότζιο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κλαψιάρης, αυτός που κλαίγεται συνέχεια.

Άσε μας μωρέ, αυτός είναι μεγάλος κλαούνας, δε τον αντέχουμε πια.

Στο 0΄35 λέγεται. (από Khan, 26/11/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified