Η γυναίκα που έχει βυζί μακρύ-λεπτό και μυτερό. Ο όρος προέρχεται από σχετικό χαρακτηριστικό από τις γίδες.

Εντάξει, από κορμί δε λέει και πολλά, άσε που είναι και καλαμοβύζα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ολόκληρη η έκφραση είναι «θα σου δώσω μία, θα γράψεις δέκα κάσα».

Σημαίνει ότι θα φας μια γροθιά τόσο δυνατή που θα γράψεις δέκα κάσα.

Το δέκα κάσα αναφέρεται στη βαθμολογία που γράφει κάποιος στη πρέφα. Τα δέκα κάσα τα γράφει όταν χάνει και χρεώνεται με αυτά.

Πρόσεξε πώς μου μιλάς γιατί θα σου δώσω μία και θα γράψεις δέκα κάσα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ακούστηκε κάτι πολύ δυνατά. Το λέμε συνήθως για φωνή ανθρώπου ως αποτέλεσμα ξυλοδαρμού.

Και τους πλακώνουνε στο ξύλο, και τρώνε τόσο ξύλο που βέλαξε ο τόπος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ψιψίνα, χαϊδευτικό για γυναίκα ναζιάρα-αγαπησιάρα, συχνά για το αίσθημα.

Τι κάνεις τσιτσίνα μου, πώς τα πέρασες σήμερα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λούμπα στα αρβανίτικα σημαίνει «λακούβα» στα ελληνικά.

Μεταφορικά «έπεσα σε λούμπα» σημαίνει ότι την πάτησα επειδή κάποιος με κορόιδεψε.

  1. Έπεσα σε μία λούμπα και έγινα λούτσα.

  2. Πρόσεξε μη σου τη στήσουνε και πέσεις στη λούμπα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λούτσα στα αρβανίτικα σημαίνει μούσκεμα στα ελληνικά.

  1. Σιγά ρε, με έκανες λούτσα (με έβρεξες).

  2. Με έπιασε μία βροχή στον δρόμο και έγινα λούτσα (μούσκεμα).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα που είναι εύκολη και γυρνάει με πολλούς άντρες.

  1. Ναι τη ξέρω, δεν κάνει για γάμο, είναι χωραφιάρα.

  2. Την είδα προχθές με τον νίκο και εχθές με τον παναγιώτη. Ε, μη δίνεις σημασία είναι χωραφιάρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ταμαχιάρης, ταμαχιάρα

Κάποιος που τρώει αλλά δεν παίρνει δύναμη, κάποιος που δεν αντέχει στη βαρειά δουλειά, κάποιος που δεν αποδίδει στη δουλειά, το ζώο που δεν είναι αποδοτικό σε γάλα.

Μην τον παίρνεις στη δουλειά, είναι ταμαχιάρης (δεν αποδίδει).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μεγάλη πείνα.

  1. (όταν κάποιος έχει πέσει με τα μούτρα στο φαΐ): τον έχει πιάσει μαύρη κράνι.

2.(ευχή για κακό σε κάποιον): κράνι ντε (δηλαδή να σε πιάσει πείνα και δυστυχία).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει: σημαδεύω. Στον αόριστο: εκόκιεψε.

Εκόκιεψε καλά και το πέτυχε στο φτερό!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified