Ο ανεπρόκοπος, αυτός που δεν έχει χαΐρι.

— Ψήσε ρε μάνα έναν καφέ να ανοίξει το μάτι μου...
Ουναμ'χαθείς παλιορεμπεσκέ, χαράματα γύρισες πάλι εχτές;

Δες και rembesqieu.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που γαμάει (ή νομίζει ότι γαμάει) ό,τι κινείται. Από το «γαμάει σαβούρα».

- Καλή, ετσ';
- Άντε ρε σαβουρογάμη...

(από BuBis, 31/05/09)

Και σαβουρομπήχτης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλιός όρος που αντικαταστάθηκε από τους τα σπέρνω και τα σπάω - είμαι πολύ άτομο, τα πάω πολύ καλά σε κάτι, νικάω κ.τ.λ.

- Θα σας σκίσουμε την Κυριακή, γαυράκια!
- Θα μας κάνετε τα τρία δύο, κωλοχανούμια...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάνω σεξ. Λέγεται ειδικά εάν περηφανευόμαστε σε φίλο - πολύ γαμημένα σωβινιστική η ελληνική τελικά...

- Σκόραρες ρε χθες;
- Χατ-τρικ!
- (Καλά, χέσε μας ρε παίχτη...)

Σκόραρε κυριολεκτικά με την πούτσα (από Khan, 10/10/11)Ο σκόρερ του τελικού μουντιάλ 2014 Mario Gotze. (από Khan, 14/07/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το άτομο που δεν ξέρει τίποτα, το κούτσουρο.

- 124 ευρώ διά 10 άτομα;
- ...
- Πες ρε μαλάκα, αφού είμαι σκράπας στα μαθηματικά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είμαι καταπληκτικός, άπαιχτος, ανεπανάληπτος!

Καλοί οι Satan's Rejects, αλλά οι Censored Sound σπείρανε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο εντελώς-παντελώς ηλίθιος! Ο απόλυτα εγκεφαλικά νεκρός.

- Την κάνουμε;
- Καλά, είσαι ντιπ στόκος μιλάμε! Τώρα που γεμίζει το μαγαζί ρε;

Βλ. και... παράγωγα: ελ στοκαδόρ, στοκαμπίλιτι, Στόκεμον, καθώς και μπετόβεργα, γκασμάς

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ομοφυλόφιλος άνδρας. Μισο-ευγενικό / μισο-ειρωνικό, αποδεικνύει περίτρανα την γενναιοψυχία του ελληνικού λαού ο οποίος έκανε τον κόπο να δημιουργήσει μια όχι απόλυτα υποτιμητική φράση για αυτούς τους ανθρώπους (που όπως όλοι ξέρουμε είναι υπαίτιοι για... ... ... τέλος πάντων, για κάτι και άρα είναι υποχρέωσή μας να ασχολούμαστε μαζί τους).

— Τι είπες είναι ο καινούργιος της γκόμενος, χορευτής; Άχαχα, καλέ αυτοί είναι όλοι συκιές! — Εμ βέβαια, πού να γυρίσει να την κοιτάξει κάνας σωστός άντρας αυτήν, έτσι φρικιό που είναι... — Καλά, άσ' τα αυτά τώρα, Μαζωνάκη θα πάμε τελικά;

Βλ. και πούστης

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκνευρίζομαι, βγαίνω εκτός εαυτού. Παραλλαγές: τα παίρνω στο κράνος, ή απλά και μόνο... κρανίο!

- Και σηκώθηκες και έφυγες επιτόπου ρε;
- Τα πήρα στο κράνος σου λέω ρε!

Βλ. και ταπηροκρανίαση, ταπηροκρανιάζομαι, κράνα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είμαι καταπληκτικός, άπαιχτος, ανεπανάληπτος, σπέρνω!

Το καινούργιο των Parkinsons τα σπάει, ειδικά η διασκευή Bανδή.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified