Αντί του απλού ρήματος αντιδρώ, έχουμε μια φράση η οποία θα ήθελε να ακούγεται σοβαρή και λόγια αλλά είναι δυστυχώς απλά μια ελληνικούρα που συναντάται κατά κόρον σε αθλητικά σάιτς όπου θρύβουν τα ελληνικά εξέδρας,τα μεταφρασμένα αμερικάνικα κτλ. Συνήθως η αντίδραση “βγαίνει” απο μια ομάδα ή παίχτη (αν μιλαμε για ευγενή αθλήματα όπως τέννις) μετά από μια άσχημη περίοδο ασχέτως αν η αντίδραση έφερε τη νίκη ή όχι.

Έβγαλε αντίδραση ο Κεραυνός Κερατέας μετά το γκολ που δέχθηκε στο 75’, πίεσε και ισοφάρισε με σουτ στο 91’, μετά η είσοδος των φιλάθλων διέκοψε το παιχνίδι το οποίο δεν τελείωσε ποτέ.

Got a better definition? Add it!

Published

Ακούστηκε σε στρατόπεδο της Ελληνικής επικράτειας γύρω στο 1996-1997. Επιφώνημα και προσκάλεσμα για χαλαρότητα, λούφα και γενικά καλοπέραση, ίσως ρίχνοντας τα βάρη στους άλλους, μια φιλοσοφία που εστιάζει στη γείωση των όποιων μιλιτέρ προβλημάτων. Ο συνδυασμός ηρεμιστικών χαπιών τα οποία προσφέρουν την προσδοκούμενη ντάγκλα και το κλασικό σνακ των ελληνικών δυνάμεων έχει ως αποτέλεσμα μια κατάσταση ζεν η οποία αντισταθμίζει τη δύσκολη, και καλά, ζωή των στρατιωτών μας.

Και καμπάνα να φάμε δεν πειράζει μάγκες, αρντάν και κρουασάν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατηγορία ύβρεως που επικεντρώνεται στην απαξίωση της μητέρας του άλλου. Βαριές κουβέντες όπως: «Σου γαμώ τη μάνα (την πουτάνα)», «γαμώ το μουνί που σε πέταγε» κατηγοριοποιούνται ως γαμωμάνες.

- Θα αρχίσω τις γαμωμάνες με το μαλάκα που μπλέξαμε
- Έλα ρε συ ξεκόλλα!
- E κοίτα που πάρκαρε το αρχίδι!

- Σου γαμώ τη μάνα ρε!
- Την έχεις δει ρε μαλάκα τη μάνα μου πως είναι; Αν την πηδήξεις μπράβο σου (twist of the plot)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εν ολίγοις, αυτός που προσπαθεί να περάσει το μέσο όρο στο χόμπυ/πεδίο που τον ενδιαφέρει, συνήθως ερασιτέχνης και συνήθως σπασαρχίδης. 'Ενας επαγγελματίας δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως επιδοσάκιας. Ερασιτέχνης δρομέας με τα σούπερ ντούπερ ντράι φιτ φανελάκια και τα παπούτσια με γέλη, παρόλο που έχει αφιερώσει χρόνο, και θα μπορούσες να του δώσεις και ένα ρισπέκτ, σου σπάει τ’αρχίδια με τις χρονομετρήσεις κτλ κτλ. Θετικό επίσης ότι κρατιέται σε φόρμα και δεν έχει κάνει κοιλαρόνι, μπάκα στο πιο επιστημονικό, αλλά στα 45 προσέχει μην χάσει το παιχνίδι με τα γκομενάκια (συνήθως μικρότερα). Επίσης, κομπιουτεράδες που βάζουν τα ψηφιακά τούρμπο μπας και δουν τσόντα 5msec πιο γρήγορα θα μπορούσαν τα χαρακτηριστούν ώς επιδοσάκιδες-και στη μαλακία.

- Ρε τι μαλάκας αυτός ο δρομέας, πήρε φόρα και έπεσε στη λάσπη, χαχα -Επιδοσάκιας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παρόλο που υπάρχει ο όρος «της πουτάνας», εμπλουτίζω με την (καλή πρόθεση) «Θα».

Συνώνυμα, θα γίνει χαμός, θα φύγουν τα τσιμέντα.

-Καλά μιλάμε, το Μαράκι έστειλε κίνκι μήνυμα στο κινιτέισον, θα γίνει της πουτάνας το βράδυ...!

-Έφτιαξε το θερμοσίφωνο ο μπάρμπας ή λέει μαλακίες; Θα γίνει της πουτάνας, δεν μπορούμε να κάνουμε ένα μπάνιο. Περιμένει και το Μαράκι έξοδο.

-Έχω τα γενέθλιά μου σήμερα. Θα το γιορτάσουμε. Θα οργανώσουμε τη μεγαλύτερη παρτούζα.
-Θα γίνει της πουτάνας. Εδώ.

(από Metrononos, 28/03/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λωρίδα ξύλου σε σχήμα γιου (U, περίπου δηλαδής) το οποίο συγκρατεί το σκάφος έγχορδου όργανου στο κάτω μέρος.

Στη σλανγκ των δρομέων σημαἰνει απροπόνητος, με όχι τρομερές επιδὀσεις. Μιας και το δρομικό κίνημα έχει αλματώδη άνοδο, άλλο τόσο έχουν αυξηθεί και οι κολάντζες. Παραδεἰγματοσχάριν:

Ημιμαραθώνιος Ταυγέτου, 500 μέτρα σχεδόν κάθετη ανηφόρα σε αντιπυρική ζώνη. Ακούγεται φωνή μεσήλικα, ίσως πρώην τεφατζή και νυν αστειἀτορα να αναφέρεται σε συντρέχτες του: Άντε ρε κολάντζες, κουραστήκατε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το άγευστο ρόφημα, το νερωμένο, αλλιώς και ξέπλυμα. Συνώνυμο των ήδη καταγεγραμμένων νερόπλυμα, νερομπούλι. Προφανώς ηχοποιημένη λέξη που περιγράφει γλαφυρά τη (μη) πυκνότητα του υλικού και τον παφλασμό που δημιουργείται όταν το χύνουμε με αγανάκτηση…

-Μου έφτιαξε ρε μαλάκα ένα καφέ το Μαράκι χθες, σκέτο νερομπούτσι, θέλει και παντριές…

- Τι έγινε χθες Μαράκι με τον Παντελή;
- Αα! τον περιποιήθηκα, καφέ και μετά σεξ
- Ελα ρε, έβγαλε πολύ πράμα;
- Νερομπλούτσι...

- Τι λέει στο σλανγκ.τζιαρ;
- Ηρεμία γενικά, έφυγαν κάτι παλιοί, δεν τα εξηγούν καλά και οι νέοι, νερομπλούτσι φάση
- εεμμ, οι παρέες γράφουν ιστορία….

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατά λέξη, μου φεύγει η γόβα. Στο κατάλληλο κόνσεπτ βγάζει ραφινάτο χιούμορ (λέμε τώρα!) και όλιγον από υποσκάπτουσα ομοφυλοφιλία.

Δυο φίλοι περπατούν, ένας παραπατάει και τρώει σαβούρδα:
- Ρε συ Τάκη, πρόσεχε, είσαι καλά;
- Ξεγοβιάστηκα ο μαλάκας, χαχα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

'Αλλη μια έννοια της υπερκλασικής, αιώνιας και πολυχρηστικής λέξης "μαλάκας".Όταν προηγείται το άρθρο "ο" και ακολουθεί η κτητική αντωνυμία "σου" το πράγμα βαραίνει, είναι προσβόλα και είμαστε λίγο πριν από το ξύλο. Επίσης μπορεί να σημαίνει απλά το έτερον ήμισυ.

— Μαράκι πες στον μαλάκα σου να μην παρκάρει πετάει τα σκουπίδια από το μπαλκόνι, θα τον εγαμήσω.

— Σκάει η Λένα με το μαλάκα της στο πάρτυ, τι φλώρος ρε μαλάκα

Got a better definition? Add it!

Published

Aριθμός καρτοκινητού ο οποίος είναι δηλωμένο σε άλλο άτομο από τον τωρινό του χρήστη. Χρησιμοποιείται για την απόκρυψη παρανομιών όπως δεύτερη γκόμενα όπως επίσης και για ελάσσονες εγκληματικές ενέργειες (νονοί της νύχτας, απαγωγές κτλ). Επειδή όπου υπάρχει παρανομία υπάρχει και κέρδος, έχει στηθεί μια βιομηχανία παραγωγής σιμ καρτών με μη ανιχνεύσιμους δηλωμένους χρήστες συνήθως μετανάστες.

- Μαλάκα τσάκωσα πακιστανικό κινητό για να πάρω κωλ-γκερλ
- Tι κάνει ο άνθρωπος για να γαμήσει….

Got a better definition? Add it!

Published