Συνήθως απαντάται στην έκφραση "μασαρεύω τα πράματα": τακτοποιώ, περιποιούμαι (δηλαδή ποτίζω, αρμέγω, βάζω τροφή όταν χρειάζεται) τα πρόβατα και τα λοιπά ζώα (βούδια, γαδάρους, ζά κλπ). Ετυμολογία από το ιταλικό masseria: αγρόκτημα. Από το masseria προέρχεται και το τοπωνύμιο Μεσσαριά, που συναντάται σε διάφορα μέρη της νησιωτικής χώρας. Από μιά ματιά στο γούγλη βρήκα στη Θήρα, στην Κω, στην Κύθνο και τη Μεσσαρά της Κρήτης. Η εναλλακτική ετυμολογία, "εν μέσω των ορέων" => "μεσαορία" => "μεσαριά", μάλλον αποτελεί πορτοκαλισμό. Τουλάχιστον, όσον αφορά στην Μεσσαριά της Κύθνου, η προτεινόμενη ετυμολογία δίνεται από τον εγκυρότατο μελετητή του νησιού Αντώνιο Βάλληνδα, κατά τα τέλη του 19ου αιώνα, ενώ η εναλλακτική δεν "στέκει" τοπογραφικά: Η Μεσσαριά ή Χώρα της Κύθνου είναι χτισμένη σε χαμηλό οροπέδιο, χωρίς να περιβάλλεται από βουνά.

- Νικολό μωρέ! Τα μασάρεψες τα πράματα;
- Τα μασάρεψα πατέρα. Θες άλλο τίοτα, γιά να παένω;
- Όχι γιέ μου, πάενε στο καλό!

Πέρα όμως από την καθαρά αγροτική χρήση, η λέξη έχει επεκταθεί και στην οικιακή/καθημερινή ζωή με την έννοια του "τακτοποιώ", "καταφέρνω", "βολεύω", κυριολεκτικά ή μεταφορικά.

Μωρή Φρόσω, έλα να με βοηθήσεις να μασαρέψουμε το σπίτι. Θά'ρχουνε μουσαφιραίοι*.

μουσαφίρης: φιλοξενούμενος, από το τουρκικό misafir.

- Ηντά'παθε το χέρι σου και τό'χεις δεμένο;
- Μού΄φυε το σφυρί, 'κειδά που κάρφωνα μια πρόκα, και το μασάρεψα!

Επίσης το παρακάτω δίστιχο από παροδοσιακό τραγούδι της τάβλας, με αρκετή δόση αυτοσαρκασμού.

"Στην πόρτα σου ξενύχτησα με δυό σπαθιά ζωσμένος
και πήα να μασαρευτώ και σφάηκα ο καημένος"

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σλανγκιὰ παλαιᾶς κοπῆς, ἐν χρήσει στὸ ΕΜΚ* καὶ στὸ ΕΜΠ** τὴ δεκαετία τοῦ 1970. Σημαίνει βλέπω κρυφὰ

Α. τὰ φύλλα τοῦ ἀντιπάλου στὴ χαρτοπαιξία

Β. τὸ βιβλίο, τὸ γραπτὸ τοῦ συμφοιτητῆ, ἢ τὸ σκονάκι στὶς ἐξετάσεις.

Ἑτυμολογία: ἀπὸ τὸ μπανίζω καὶ τὸ μπαγιόκο. Λεξικὸς συμφυρμὸς, κατὰ τὸν Νῖκο Σαραντᾶκο.

Γιὰ τὸ μπαγιόκο δὲς ἐδῶ κι ἐδῶ

*ΕΜΚ: Τὸ καφενεῖο "Μετσόβιο", φοιτητικὸ στέκι, ἀπέναντι ἀπὸ τὴν πλαϊνὴ εἴσοδο τοῦ Πολυτεχνείου στὴ Στουρνάρα. Ὁ Τάσος, ὁ καφετζῆς τῆς δεκαετίας τοῦ 70, ἀπαντοῦσε στὸ τηλέφωνο λέγοντας:

"Ἐδῶ Ἐθνικὸ Μετσόβιο Καφενεῖο".

**ΕΜΠ: Τὸ Ἐθνικὸ Μετσόβιο Πολυτεχνεῖο, φυσικά.

Α. Μαλάκα, ἔτσι καὶ ξανακάνεις μπανιόκο στὰ φύλλα μου, κομμένη ἡ παρτίδα.

Β. -Πῶς τὰ κατάφερες καὶ πέρασες τὸ μάθημα χωρὶς διάβασμα.

-Νά ᾿ναι καλὰ ὁ Κυριᾶκος ποὺ μ᾿ ἄφησε κι ἔκανα μπανιόκο στὸ γραπτό του

Got a better definition? Add it!

Published

Ραφτάδικη σλανγκιὰ παλαιᾶς κοπῆς, ἀναφερόμενη στὴν τοποθέτηση τῆς "οἰκογένειας" στὸ ἀριστερὸ ἤ τὸ δεξὶ μπατζάκι τοῦ παντελονιοῦ.

Οἱ παλιοὶ ραφτᾶδες, ὅταν μετροῦσαν τὸν καβάλο τοῦ παντελονιοῦ, ρωτοῦσαν τὸν πελάτη ποῦ ἤθελε τὴν "κατάσταση", ἀριστερὰ ἢ δεξιά. Γιατὶ σύμφωνα μὲ παλιὸ ἀνέκδοτο, ἄν δὲν τοποθετηθεῖ σωστὰ ἡ "οἰκογένεια", σὲ πιάνουν ἀφόρητοι πόνοι στὴν πλάτη. Αὐτὸ ἔπαθε ὁ ἥρωας τοῦ ἀνεκδότου ὅταν, σὲ σχετικὴ ἐρώτηση τοῦ ράφτη του, ἀπάντησε ἀναιδῶς:

"Γιατί ρωτᾶς; Πιστοποιητικὸ κοινωνικῶν φρονημάτων στ᾿ ἀρχίδια μου θὰ βγάλεις;"

Ἔχω ἀκόμα τὴν εἰκόνα τοῦ ράφτη, σκυμμένου μπροστά στὸν πελάτη, νὰ μετρᾶ μὲ τὴ μεζούρα τὸν καβάλο καὶ νὰ σημειώνει, μετὰ τὴν σχετικὴ ἐρώτηση:

καβάλος: 91

κατάσταση:ἀριστερά.

(ἀπὸ ᾿δῶ)

Got a better definition? Add it!

Published

Ψαρὰς ποὺ ψαρεύει μὲ ἐκρηκτικὰ, συνήθως δυναμίτη.

Ἰδιαίτερα καταστρεπτικὸς, ἀλλὰ καὶ ἐπικίνδυνος τρὸπος ψαρέματος. Τἰς παλιότερες ἐποχές ἔβλεπε κανεὶς στὰ νησιὰ πολλοὺς ψαράδες μὲ κομμένα χέρια, τοὺς πιὸ "τυχεροὺς". Οἱ ἄτυχοι "ἁναπαύονταν" στὸ κοιμητῆρι τοῦ νησιοῦ, ἐνῶ ἀπὸ κάποιους δὲ βρίσκανε οὔτε κομμάτι γιὰ νὰ θάψουν.

Ξακουστοὶ φουσεκάδες ἦταν οὶ Σπετσιῶτες, ποὺ κρατοῦσαν (κατὰ τὰ λεγόμενά τους) τὴν παράδοση τῶν παλιῶν μπουρλοτιέρηδων! Σχετικὸ τὸ πρῶτο παράδειγμα ποὺ "ψάρεψα" στὸ γούγλη.

Τὰ φουσέκια τὰ φτιάχνανε ἀπὸ δυναμὶτη, ποὺ ἔβρισκαν ἀπὸ τὰ λατομεῖα. Ἀπαραίτητα ἐπίσης ἦταν τὸ καψοῦλι καὶ τὸ βραδύκαυστο φυτίλι, ποὺ τὰ ἔβρισκαν ἀπὸ τὴν ἴδια πηγὴ. Ἀργὸτερα "ἐκσυγχρονίστηκαν" κι ἔριχναν μπουκάλες ὑγραερίου, πραγματικὲς βόμβες βυθοῦ, ποὺ "σήκωναν καὶ τὶς πέτρες ἀπὸ τὸν πάτο τῆς θάλασσας".

Ἑτυμολογία: Από το φισέκι > Τουρκ. fişek (αντιδάνειο εκ του φυσίγγιο). Ἀπὸ 'δῶ

Ο Περικλής ο Μπούμπουλης έκανε πολλά καλά στους φουσεκάδες. Τους πιάνανε, τους πηγαίναν στ’Ανάπλι και πήγαινε ο Περικλής και τους έβγαζε. Με τον πατέρα δούλευε ένα παιδί, λιγάκι χαζό που έβγαινε και πουλούσε στα σπίτια. Πάει και στου αστυνόμου, πόσο κάνουν, τόσα. «Γιατί είναι πιο φτηνά;», ρωτά ο αστυνόμος. «Γιατί είναι από φουσέκια» του λέει το παιδί. Κι έπιασε τον πατέρα. ἐδῶ

Τὸ δεύτερο παράδειγμα μοῦ τό 'χουν διηγηθεῖ γιὰ πραγματικὸ. Μπορεῖ ὅμως νά 'ναι καὶ ἀνέκδοτο. Δὲν περιέχει τὴ λέξη ἀλλὰ εἶναι σχετικὸ.

Στὴν Κατοχὴ ἕνας ρακένδυτος πιτσιρικὰς μάζευε γόπες ἀπὸ τσιγάρα στὸ πεζοδρόμιο. Ὅπως εἶχε σκύψει τοῦ 'φυγε μιὰ πορδὴ. Τότε ὁ καλαμπουρτζῆς τῆς παρέας, ποὺ ἦταν ἀραχτὸς μπροστὰ στὸ καφενεῖο, φώναξε σὲ ἄπταιστη καθαρεύουσα:

"Χωροφύλαξ συλλάβατε τὸν μικρὸν. Ἁλιεύει γόπας διὰ δυναμὶτιδος!"

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο υπό του αιδοίου ελαυνόμενος, κοινώς μουνάκιας. Όπως λέμε ιππήλατος άμαξα, κωπήλατος λέμβος, ατμήλατον πλοίον.

Ως γνωστόν η ελκτική δύναμις του αιδοίου είναι άπειρος, κοινώς «σέρνει καράβι».

Ο Γιάννης είναι δια βίου μουνήλατος: Σ' όλη του τη ζωή κυνηγάει το μουνί.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι το ψάρι, που είναι πιό γνωστό με τ'όνομα πεσκαντρίτσα. Αλλες ονομασίες της σκλεμπού, βατραχόψαρο, φανάρι, φλάσκα, σπερκελέτσο.Η επιστημονική ονομασία της είναι Lophius piscatorius, που σημαίνει, σε ελεύθερη μετάφραση, (αυτός που) "ψαρεύει με το λοφίο". Η ονομασία οφείλεται στο ότι, ζεί μισοχωμένη στη λάσπη του βυθού και προσελκύει τα θηράματά της κουνώντας ένα μικρό λοφίο,σαν σκουλήκι, που υπάρχει πάνω από το τεράστιο στόμα της. Μόλις κάποιο από τα πλάσματα του βυθού πλησιάσει για το δελεαστικό μεζέ, γίνεται μεζές το ίδιο! Περισσότερες πληροφορίες εδώ

χλεμπού ή πεσκαντρίτσαχλεμπού ή πεσκαντρίτσα

Στην Κύθνο, από πλευράς ονομασίας, η πεσκαντρίτσα είχε την ίδια αντιμετώπιση με το σαλούβαρδο. Αυτός, εξ αιτίας της ασκήμιας του έγινε σαχλιαμπάκος. Για τον ίδιο λόγο η πεσκαντρίτσα έγινε χλεμπού. Παλιότερα οι ψαράδες τις πετούσαν, επειδή δεν τις αγόραζε κανείς. Σήμερα πουλιούνται, αλλά πρέπει πρώτα να γδαρθούν. Πάντως κάνουν εξαιρετική σούπα.

Αγόρασα μιά χλεμπού σήμερα. Μου την έγδαρε ο ψαράς και την κάναμε βραστή. Λουκούμι!

Όπως και ο σαχλιαμπάκος, χρησιμοποιείται γιά να υποδηλώσει εξαιρετική ασκήμια.

Την είδες τη γυναίκα που πήρε ο Γιώργης; Σκέτη χλεμπού!

Στο σάη υπάρχει το λήμμα πεσκανδρίτσα για γυναίκα που, "παρά την αποκρουστική της ασχήμια έχει κρυφά και γοητευτικά χαρίσματα"

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λογοπαίγνιο με τον «μαρξιστικολενινιστικό» όρο «δικτατορία του προλεταριάτου» για τον οποίο, ξοδέψαμε ώρες ατέλειωτες σε αμφιθέατρα, πηγαδάκια και «ζυμώσεις», με ύφος μεγάλων θεωρητικών, έχοντας φυλλομετρήσει κάποιες κομματικές φυλλάδες, απ' όπου είχαμε αποστηθήσει τα sos: κάποια τσιτάτα των κλασσικών, στα οποία είχε γίνει η σχετική κοπτοραπτική για να βολεύουν στη περίσταση. Εκεί κάπου στο τέλος της δεκαετίας του '80 ή στις αρχές της επόμενης δεκαετίας διάβασα τον όρο αυτό, αλλά δε θυμάμαι πού και από ποιόν.

Πιστεύω όμως ότι περιγράφει ακριβώς αυτά που βιώσαμε τις τελευταίες δεκαετίες: Την κυριαρχία της μικρότητας, της κακογουστιάς, της κακοήθειας σε συνδυασμό με το νεοπλουτισμό, το κιτς και τη γκλαμουριά. Χαρακτηριστικό δείγμα η «δημαρχέσα».

- Είδατε τις φωτογραφίες της «δημαρχέσας»;
- Η δικτατορία του κατιναριάτου σ' όλο της το μεγαλείο.

Φαιοκόκκινο κατυν-αριάτο. (από Khan, 26/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δέσιμο του μπροστινού ποδιού ενός βοοειδούς (συνήθως ταύρου) μ' ένα κοντό σκοινί, του οποίου η άλλη άκρη δένεται στα κέρατά του ζώου. Με το δέσιμο αυτό, το ζώο μπορεί μεν να περπατήσει αργά, αλλά δεν μπορεί να τρέξει και το κυριότερο να "κουτουλήσει". Χρησιμοποιείται σε άγρια και επιθετικά ζώα. Η λέξη υπάρχει στη ντοπιολαλιά της Κύθνου. Με μια ματιά, δεν την βρήκα στο γούγλη. Αν χρησιμοποιείται κι αλλού, κάθε συνεισφορά ευπρόσδεκτη. Ετυμολογία προφανής : πους (πόδι) + κέρας (κέρατο).

Ρήμα: Ποδοκερίζω

Άτιμο ζωντανό αυτός ο ταύρος! Ποδοκερισμένο τον είχα κι είδα κι έπαθα να τονε βγάλω απο το ντάμι!*

*ντάμι: σταύλος (από το τουρκικό dam: δώμα, σταύλος (εδώ). [δώμα-dam, σαν αντιδάνειο μου "μυρίζει". Τι λένε οι πιό ειδικοί;]

Για τα αιγοπρόβατα χρησιμοποιούν την παστούρα: ένα σκοινί μικρού μήκους, που δένουν τα δυό πόδια του ζώου μαζί (μπροστινό-πισινό), έτσι που το ζώο να μπορεί να περπατήσει, αλλά να μήν μπορεί να τρέξει και κυρίως να πηδήξει πάνω από τους μαντρότοιχους.

Συνώνυμα: πέδικλο, πεδούκλι, πεδούκλα

Ετυμολογία από το λατινικό pastor: ποιμήν, βοσκός.

Αυτός ο τράος, ο μουσκούρης, διάολος σκέτος. Ούτε παστούρα λοαριάζει, ούτε τίοτα! Σάρταρε το τοίχο, ίσαμ'ένα μπόι, μπήκε στο χωράφι του γείτονα και τού'λασε τσι ζίκες.

μουσκούρης: ξανθοκόκκινος στη ντοπιολαλιά της Κύθνου.

ζίκα: η κατσίκα στη ντοπιολαλιά της Κύθνου.

Χαρακτηριστική είναι η "εξαφάνιση" κάποιων συμφώνων ανάμεσα σε φωνήεντα, όπως διάολος (λέγεται και σε πολλά άλλα μέρη), αλλά και λοαριάζει (λογαριάζει), τίοτα (τίποτα)

Ρήμα: παστουρώνω (μτχ. παστουρωμένος, αντιθ. ξεπαστούρωτος)

Το ξεπαστούρωτος χρησιμοποιείται μεταφορικά και για ανθρώπους που δεν ανέχονται δεσμεύσεις, που έχουν "ξεφύγει".

Ο Γιώργης; Δε βρίσκεις άκρια με δαύτονε! Ξεπαστούρωτος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνουσιάζομαι, γαμώ, βατεύω, στη ντοπιολαλιά της Κύθνου. Συνώνυμο με το χρησιμοποιούμενο σε άλλες περιοχές μαρκαλίζω ή μαρκαλάω.

Χρησιμοποιείται (συνήθως κάποια παράγωγα του) για ζώα, αλλά και για ανθρώπους. Πιθανή ετυμολογία από το μεσαιωνικό "λάμνω" (κωπηλατώ), προερχόμενο από το αρχαίο "ελαύνω".

Μου το 'χει διηγηθεί ο πατέρας μου, για κάποιον γέρο που μάλωνε τις κόρες του, επειδή φόρεσαν κοντομάνικα (εποχή μεσοπολέμου):

"Βγάζετε τα μπρατσίδια σας σα τη ψωλή του γαδάρου. Νά 'χατε μπάρεμου* και κανα** γάδαρο να σας λάσει!"

*μπάρεμου (μπάρεμ'): μαθές, συμπληρωματικό μόριο

**κανα: κανένα

Παράγωγα

Εμφανίζεται στην παθητική φωνή στο τρίτο πρόσωπο με τη μορφή "λάμεται" και αναφέρεται σε θηλυκά ζώα που βρίσκονται σε οίστρο.

"-Πατέρα, μου φαίνεται πως λάμεται η γαδάρα!"
"-Άντε να τηνε βάλεις στ' άλογο τ'Ανεστάση!"

(Συνηθισμένος διάλογος πριν από καμμιά πενηνταριά χρόνια. Ο Ανεστάσης είχε έναν από τους ελάχιστους επιβήτορες του νησιού, που ήταν ο πατέρας των περισσότερων μουλαριών).

"Ας ειν' η ώρα η καλή και λάστηκε μια ζίκα!"

Σκωπτική παροιμία για γεγονός που μεγαλοποιείται.

Χαρακτηριστική επίσης είναι και η χρήση του ρήματος "βάζω" ή "βάνω" που σημαίνει ότι πάω το θυλικό ζώο στον επιβήτορα και κατά συνεπεια γίνεται όλη η αναπαταγωγική διαδικασία.

Την έβαλες τη ζίκα; (εννοείται στον τράγο ή τράο κατά την ντοπιολαλιά).

Την έβαλα στο χοίρο.(εννοείται τη γουρούνα ή σκρόφα κατα την ντοπιολαλιά).

Ως ουσιαστικό εμφανίζεται με τις μορφές: λάσιμο που σημαίνει συνουσία, βάτεμα

"Μακριά από δαύτηνε. Αυτή είναι λάσιμο και πρόστιμο!" ή σε άλλη ανάγνωση: "Θέλει λάσιμο και πρόστιμο" ( κατά το "γαμήσι και ξύλο")

λασιά που σημαίνει συνουσία, βάτεμα, αλλά και "σπορά" κάποιου.

"Καλή λασιά τον Αύγουστο και γέννα το Γενάρη" (παροιμία για τα αιγοπρόβατα)

"Ίδιος ο Α.. είναι! Λες νά'ναι λασιά του;"

λατάρι που σημαίνει επιβήτορας

Δε την ξαναβάνω την αηλάδα στο ταύρο του Γιώργη, είναι μπούνης*. Θά τηνε πάω στου Βαγγέλη που 'χει, όπως έμαθα, καλό λατάρι.

*μπούνης: στείρος, ανίκανος.

Υπάρχει επίσης η επιθετική μορφή (αλλά που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό) λαστικά που σημαίνει γαμησιάτικα.

Την έβαλα και στο ταύρο του Βαγγέλη και πάλι ξεγκάστρωτη είναι. Τσάμπα τα λαστικά!

Τέλος υπάρχει το επίθετο λαμάτος (προφανώς από την ίδια ρίζα) που σημαίνει σωματώδης ρωμαλέος.

Ο γέρος ήτανε λαμάτος. Τώρα πως έβγαλε γιό μιά σταλιά, δε μπορώ να το καταλάβω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συλλογική ονομασία για διάφορα είδη κυρίως έντομα, πουλιά, τρωκτικά κ.τ.τ., που καταστρέφουν την αγροτική παραγωγή, στη ντοπιολαλιά της Κύθνου. Μεταφορικά χρησιμοποιείται και για ανθρώπους που επιφέρουν το ίδιο αποτέλεσμα. Ετυμολογία άγνωστη σ' εμένα (πάσα συνεισφορά ευπρόσδεκτη). Μπορεί να προέρχεται από το λατινικό praedator: θηρευτής, αρπακτικό.

Πρώιμα κληματαριά ήτανε φορτωμένη. Πλάκωσε ύστερα η πρέδα, σπουργίτες, σφήκες, πεντικοί και τηνε ρημάξανε.

Την περασμένη βδομάδα ήτανε γεμάτη η βερυκοκιά. Μόλις 'ριβάρανε η φαμίλια του γείτονα, πρέδα σωστή, δεν αφήσανε τίοτα. Μονάχα τα φύλλα δεν κόψανε!

Όσοι αγνούν τη ντοπιολαλιά τη συγχέουν με την πρέζα, με αποτέλεσμα σοβαρές παρεξηγήσεις.

Κατά τη διάρκεια της Κατοχής, όταν πολλοί ξενητεμένοι με τις οικογένειές τους γύρισαν στο νησί για να γλυτώσουν την πείνα που μάστιζε την Αθήνα, ένας από τους ντόπιους παραπονέθηκε:

-Πλάκωσε η πρέδα.

-Ποιόν είπες πρέζα βρε;

αρπάχτηκε ο "αθηναίος" και αν δεν ήταν κι άλλοι να μπούν στη μέση και να δώσουν τις απαραίτητες εξηγήσεις θα είχαν άσκημα ξεμπερδέματα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified