μπέος (ο)

Εναλλακτική ονομασία για το «πέος». Χρησιμοποιείται ενίοτε λόγω αγνοίας, αλλά, κυρίως, προκειμένου να προσδώσει κύρος και αντριλίκι, αλλάζοντας το γένος του ουδέτερου και άχρωμου: «το πέος». Επιπλέον η χρήση του «μπ» αντί του «π» επιτείνει την ένταση των ανωτέρω (όπως λέμε ΜΠΑΟΚ).

Επίσης είναι πιθανό να προέρχεται από την (ευφωνική) μετατροπή του «ν» σε «μ» προ του «π» (στον πέο μου->στο μπέο μου). Τέλος, η (υφέρπουσα) αναφορά στον ομώνυμο πρόεδρο, του προσδίδει ένα επί πλέον βάρος.

Ό,τι και να του πω τα γράφει στο μπέο του!

Τα 'χω ρίξει όλα ένα μπέο.

(από Khan, 26/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προτεινόμενος τίτλος περιοδικού «αφόσον» γίνει νομιμοποίηση των ουσιώνε από την κυβέρνηση. (Κατ' αντιστοιχίαν προς τα «Μαστορέματα»).

Επίσης έτσι ονομάζονται οι ρεματιές κοντά στα «Μαστουροχώρια».

«Μόνο στα Μαστουρέματα: - Φτιάξτε μόνοι σας τους καλύτερους home made αργιλέδες !
- Όταν καπνίζει ο λουλάς... Τι προσέχουμε.
- Πάτα τόνε κι άναφ' τόνε. Πέντε Tips για... ένα αργιλέ αφράτο. »

«Κάτω στα μαστουρέματα εγώ θα σ' ανημένω τσαι θά'χω τσ' ένα τρίφυλλο ζια χάρη σου αναμμένο»
Μαντινάδα Ζωνιανών

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συλλογική ονομασία αναφερομένη στο γνωστό αθλητικογραφικό δίδυμο Καρπετόπουλος-Πανούτσος.

Έχει σαφή πλεονεκτήματα έναντι άλλων, επίσης συλλογικών ονομασιών του ιδίου αθλητικοδημοσιογραφικού ζεύγους, του τύπου Καρπετοπανούτσοι, Πανουτσοκαρπετόπουλοι και τα συναφή, διότι:
- είναι συντομώτερον
- είναι καρποφόρον και (ανα)παραγωγικόν
και τέλος
- είναι πλέον διεισδυτικόν

Διότι ως γνωστόν «τα εις -ουτσος ουσιαστικά είναι ανδρείας σημαντικά π.χ. Ανδρούτσος, Πανούτσος πλην των Γιούτσος και Πούτσος, άτινα σημαίνουν: "έμπαινε!"»
[εκ της γραμματικής Τζαρτζάνου].

- Θυμάσαι πού έπαιζε ο Βουνοτρυπίδης;
- Νομίζω στα Τρίκαλα. Πάρε καλού-κακού το Καρπούτσο να το σιγουρέψεις.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ναυτικός όρος (αφορά σε ιστιοφόρα, κυρίως, σκάφη): Όταν το σκάφος παίρνει μεγάλη κλίση, έτσι ώστε η μία πλευρά του (η υπήνεμη) να μπαίνει σχεδόν καθ' ολοκληρίαν (μέχρι τις κουπαστές) στο νερό.

Επίσης ο όρος μπορεί να χρησιμοποιηθεί προς αντικατάστασιν του βαρβαρικού: copy/paste.

Μας ήρθε ξαφνικά μια σπηλιάδα* και το σκαφος κουπαστάρησε άσκημα. Είχαμε ανοιχτό κι ένα φινιστρίνι και γίναν όλα μουσκίδι στη καμπίνα.

Τι θα πει παραπομπές κατ' ευθείαν στο λήμμα και τα τέτοια;
Δε σκαμπάζω απο δαύτα. Αυτά είναι πράματα του οξαποδώ, μεγάλες σολομωνικές!
Εγώ τα κουπαστάρω και τα μπουμπουνάω μιά κι όξω!

*σπηλιάδα: ανεμορριπή

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λογοπαίγνιο σχετικό με το «άνθρωποι των γραμμάτων και των τεχνών». Υπαινίσσεται την πνευματική ένδεια του λεγόμενου «καλού κόσμου».

- Θα πας στη δεξίωση της κυρίας Φιλοπούτση; Όπως λέει η πρόσκληση θα παρευρεθούν άνθρωποι των γραμμάτων και των τεχνών.
- Α πα πα! Δεν την ξαναπατάω! Πήγα πέρυσι και βρέθηκα μεταξύ αγραμμάτων και τεκνών! Ήτανε όλες οι «φίλες» της (νεόπλουτες ή λούγκρες) με τα τεκνά τους!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ναυτικός όρος που σημαίνει ελευθεροκοινωνώ.

Όταν ένα βαπόρι πιάνει σε ξένο λιμάνι, απαιτούνται ορισμένες διαδικασίες, προκειμένου να επιτραπεί στο πλήρωμα και τους τυχόν επιβάτες η πρόσβαση στη στεριά. Τις διαδικασίες αυτές εκτελεί συνήθως κάποιος τοπικός εκπρόσωπος της ναυτιλιακής εταιρείας, ο επονομαζόμενος «πράτιγος».

Υπάρχει και άλλη έννοια του «πρατιγάρω», που σημαίνει συνουσιάζομαι.
(Την άκουσα από το «Στεφάκια» [βλ. κώλο-μουνί], αλλά δεν ξέρω αν ήταν προϊόν δικής του λεξιπλασίας [πολύ πιθανόν] ή όρος της ναυτικής διαλέκτου χρησιμοποιούμενος ευρύτερα και με αυτήν την έννοια. Πάντως το δεύτερο παράδειγμα το έχω ακούσει να το διηγείται ο ίδιος και αναφέρεται, με μια δόση υπερβολής βέβαια, σε πραγματικά γεγονότα. Ο ίδιος υπηρέτησε στη Μέση Ανατολή στη διάρκεια του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου.)

-«Σαρανταδυό μέρες ταξίδι, ουρανό και θάλασσα. Μόλις το βαπόρι έπιασε λιμάνι, ίσα-ίσα που πρατιγάραμε δηλαδή,την κοπάνισε όλο το τσούρμο για τα καλά τα σπίτια. Με το ζόρι τους μάζεψε ο λοστρόμος την άλλη μέρα. Όλοι τύφλα!»

-«Εκεί στην Αλεξάντρεια να δείς ντουνιά! Άσπροι, μαύροι, κίτρινοι, όλες οι λατσιόνες* ! Τους είχανε κουβαλήσει οι Εγγλέζοι από την άκρη της γης. Κάργα σκουλαμέντο** . Άμα πήγαινα στις σαρμούτες *** για να πρατιγάρω, δυο-δυο τις έβαζα τις καπότες! Γινόταν η λουλού μου σαν το μπαλόνι*** του καϊκιού!«

  • εθνικότητες
    ** βλεννόρροια (βλ. λήμμα)
    *** πόρνες (στα Αραβικά, βλ. λήμμα)
    ****φουσκωτός κύλινδρος από ελαστικό για προστασία του σκάφους (όταν είναι αραγμένο) από επαφή με διπλανά σκάφη ή την αποβάθρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο στεγάς, αυτός που κατασκευάζει ή επισκευάζει στέγες, στα Ελληνοαμερικάνικα.
Απο το «roof» (στέγη) και το «φκιάνω».

-Μετά τα τελευταία μπηλοζήρια στάζει το ταβάνι.
-Οκέυ. Θα φωνάξω το ρουφιάνο να το φκιάσει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ναυτική έκφραση που σημαίνει πως δυό τόποι είναι πολύ κοντά. Κυρίως αναφέρεται σε στενά περάσματα, μπουγάζια στη ναυτική ορολογία, αλλά όχι μόνο.

Την άκουσα, πριν από κάμποσες δεκαετίες, από έναν ψαρά της Κύθνου, το Στέφανο Ψαρά, τον περίφημο «Στεφάκια», που έχει «σαλπάρει» από κοντά μας εδώ και κάμποσα χρόνια. Ένα χαρακτηριστικό δείγμα πως «χυδαία γλώσσα δεν υπάρχει».

Στο παράδειγμα, θα προσπαθήσω να μεταφέρω, όσο πιό πιστά μπορώ, την ιστορία του θαυμάσιου λαϊκού παραμυθά. (Σε παρένθεση οι επεξηγήσεις ναυτικών όρων, που κάποιοι μπορεί να αγνοούν.)

Ένας καπετάνιος ταξίδευε με το βαπόρι του κι είχε μαζί και τη θυγατέρα του. Λίγο πριν φτάσουν στο λιμάνι, τους έπιασε μεγάλη φουρτούνα κι αναγκαστηκαν να φουντάρουν (αγκυροβολήσουν) πίσω απο ένα ερημονήσι για να φυλαχτούν απ' το καιρό.

Το μπουγάζι (στενό πέρασμα) ήταν μια σταλιά. Βλέπανε το λιμάνι απέναντι, μα το βαπόρι βαρυφορτωμένο κι η θάλασσα έβγαζε φίδια.
Ο καπετάνιος, μπουρινιασμένος, κοιτούσε, μια τη θάλασσα, μιά τη στεριά απέναντι και μονολογούσε:

«Για δες μωρέ ξεφτίλα! Κώλο-μουνί, πόσο νά 'ναι και δε μπορούμε να περάσουμε!»

Σαν τ' άκουσε η κόρη του, πήρε το κουμπάσο (ναυτικός διαβήτης, διαστημόμετρο, με το οποίο μετρούν τις αποστάσεις στο χάρτη και μετά τις μετατρέπουν σε μίλια με τη βοήθεια της κλίμακας του γωγραφικού πλάτους, που υπάρχει στο κατακόρυφο περιθώριό του) και πήγε στη καμπίνα της. Εκεί γδύθηκε, μέτρησε την απόσταση κώλο-μουνί με το κουμπάσο, ξαναντύθηκε, γύρισε στη γέφυρα, λογάριασε την απόσταση στο χάρτη κι είπε όλο χαρά στο πατέρα της: «Πατέρα, αυτό που ρωτούσες το μέτρησα. Είναι εβδομηνταδύο μίλια!»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά:
Αυτός που έχει κάγκελα στο πρόσωπο, όπως: - οι σιδηρόφρακτοι ιππότες του μεσαίωνα,
- οι παίκτες του αμερικανικού (οθεοςνατοκάνει) ποδοσφαίρου, - οι άνδρες των «ειδικών δυνάμεων αποκαταστάσεως τάξεως».

Μεταφορικά:
Διάφοροι «μερακλήδες» δήμαρχοι (π.χ. Αβραμόπουλος), που εξάντλησαν τη δημιουργική τους δραστηριότητα σε καγκελάκια, ζαρντινιέρες, φοινικοφυτεύσεις και σε άλλα συναφή έργα βασικών υποδομών. Τα έργα αυτά απέβησαν άκρως επωφελή για το περιβάλλον (τους). Ο όρος αυτός έχει συνάφεια με τον όρο «αλογομούρης»: όπως ο αλογομούρης «τάιζε τ' αλόγατα», έτσι και ο «καγκελομούρης» έτρεφε (αλλά και «ταϊζόταν» από) τους «πέριξ» εργολάβους. Θα ήταν παράλειψη να μην αναφερθεί εδώ η «αλογομούρικη» κραυγή-προτροπή: «έμπαινε δυνατά απ' το κάγκελοοο!» που φώναζαν προτρέποντας τον αναβάτη του αλόγου, στο οποίο είχαν ποντάρει, να προσπεράσει από την εσωτερική.

Τέλος ο όρος «καγκελομούρης/α» αναφέρεται και στους/στις οπαδούς της α(οι/η)δού καψουρονεοδημοτικών ασ(θ)μάτων Γωγούς Τσαμπά, τους εκσταζιαζομένους με το άσ(θ)μα «τα καγκέλια», όπου, άμα τω ακούσματι της επωδού: «πωπωπωπω....(ν φορές, όπου ν τείνει εις το άπειρον) ...πωπω» φθάνουν εις πολλαπλούς οργασμούς.

Μόλις φτάσαμε στο Σύνταγμα πλακώσαν οι καγκελομούρηδες και μας σαπίσανε στο ξύλο.

Σιγά τα έργα πού 'κανε ο καγκελομούρης! Καγκελάκια και ζαρντινιέρες! Όσο για τους φοίνικες, τους φάγανε τα μαμούνια! Δε λέω φάγανε κι οι εργολάβοι με τους σκατατζήδες. Ακόμη με τους βόθρους είμαστε!

Προχτές είδα το Μαράκι στ' «Αγρίμια». Καλά, αυτή ήτανε μεταλλού και έτσι. Πότε έγινε καγκελομούρα;

(από soulto, 22/03/15)The world\'s first Po counter by Calypso Larah  (από Khan, 22/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κάβουρας που γαμάει σαύρες. Εκ του σαύρα+γαμώ+καβρός («κάβουρας» στην κρητική ντοπιολαλιά). [Προτίμησα το«καβρός» για λόγους ευφωνίας]

Μετά την αποκαθήλωση του καβουρογαμόσαυρου (βλ. σχόλιό μου στο σχετικό λήμμα), «ήγγικεν η ώρα της αποκαταστάσεως της βαναύσως τρωθείσης τιμής του συμπαθούς καρκινοειδούς, δόξει και τιμή (πλην άνευ ταλαιπωρίας της ημετέρας γλώσσης)».

-Εκεί που περπατούσα στην ανερούσα* τι είδαν τα μάτια μου: Ένας κάβουρας, φτου θεέ μου σχώρα με, γαμούσε μια σαύρα! -Βρε τι μου λες; Θα 'ταν ο σαυρογαμόκαβρος, με τ' όνομα, που μού 'λεγε ο μακαρίτης ο παπούλης μου!

*ανερούσα: η ακρογιαλιά, στη ντοπιολαλιά της Κύθνου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified