Εκ του άμα τη εμφανίσει (με την εμφάνιση, μόλις εμφανίστηκες)... Σημαίνει λόγω της «γαμάτης» εμφάνισης. Γιατί είσαι ωραίο μωρό Hot λόγω Φατσέα!
Σε ερωτεύτηκα γάμα τη εμφανίσει !
Εκ του άμα τη εμφανίσει (με την εμφάνιση, μόλις εμφανίστηκες)... Σημαίνει λόγω της «γαμάτης» εμφάνισης. Γιατί είσαι ωραίο μωρό Hot λόγω Φατσέα!
Σε ερωτεύτηκα γάμα τη εμφανίσει !
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Επείγουσα κατάσταση... Ανάγκη και κόψιμο που έλεγε και η γιαγιά μου. Χρησιμοποιείται για ζόρικα περιστατικά και μεταφορικά για κένωση!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο πρωτάρης, ο καινούργιος, ο ψαρωμένος.
1.Μην τον παρεξηγείς μωρέ ασούλης είναι και κομπλάρει...
2.Άραξε ρε ασούλη ακόμη δεν ξεκίνησες... Πήρες και τον αμανέ ψηλά...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Γίνομαι καπνός / λούης, την κάνω α λα γαλλικά όταν πιέζομαι ή ξενερώνω αποτομα από μια κατάσταση ή φοβούμενος τις επιπτώσεις εξαφανίζομαι.
Π.χ Στίχος από το τραγούδι των Ημισκουμπριων «Αν ήσουν άλλος»:
Σου 'ταζα γάμο... και την έκανα λάμο.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Με συνεπήρε (ερωτικά) μια εικόνα...
Δηλωτικότατο παράδειγμα:
Είδε μπουτάκι το πουρό κ γυαλισαν τα μπατζακλίκια του!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Θα σε σκίσω/θα σε φάω. Δηλώνει ενόχληση από γεγονός.
Γύρνα την κάμερα αλλού, είμαι άβαφη ρε θα σε καρικώσω.
(Όχι κ τόσο πετυχημένο παράδειγμα... Αυτοσχεδιάστε!)
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το χρήμα, το παραδάκι!
.
Βλ. και μαρούλι, όπου και παραδείγματα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Όπως λέμε κεριά και λιβάνια, εεε αυτό... Για όσους περνάνε κρίση ηλικίας ή δε γουστάρουν τα κυριλίκια ("κύριε/κυρία τάδε")!
- Συγγνώμη κύριε σας έπεσε απ την τσέπη αυτό το χαρτί.
- Κεριά και παλούκια ζωντόβολο.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Αυτός που χρηματίζεται, λαδώνεται, και το λαδοτύρι (αυτός που λαδώνει).
- Ααα, κοίτα τον πουλημένο τον διαιτητή, ταπαιρνίδης..
- Τον ξέρεις;
- Δεν είναι επίθετο, λαδώνεται.
- Ααα τον ξεφτίλα.
(Και παρομοίως για τον ταχωνίδη...)
Δες ακόμη: τα χώνω, σχήμα γνωστού αγνώστου και -ίδης.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified