Λέξη της κρητικής διαλέκτου.

Ο άτυχος, ο γκαντέμης, ο κατσικοπόδαρος. Έχει «στολίσει» αρκετές μαντινάδες.

Ατσιποδιές με βρήκανε, μα κάτω δεν το βάνω
γιατί ‘μαθα τα δύσκολα, εύκολα να τα κάνω.

Ατσιποδιάρα μοίρα μου, γιάντα με πλησιάζεις
κάθε που χτίζω όνειρα, στην άμμο τα βουλιάζεις.

Γροικώ πως είσαι κοπελιά. γλωσσού κι’ ατσιποδιάρα
μα ‘γω στα κάλλη σου ομνώ, πέρδικα παιγνιδιάρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μίλα, μαρτύρα, λέγε, (επιτιμητικά).

Προστακτική του αρχαίου ρήματος λαλώ που χρησιμοποιείται χωρίς διακοπή μέχρι και τις μέρες μας. Έχει παραμείνει σχεδόν αναλλοίωτο εννοιολογικά.

  1. λέγω («αὐτοῡ ἀκούσεσθε κατὰ πάντα ὅσα ἄν λαλήσῃ πρὸς ὑμᾱς», Καινή Διαθήκη)

  2. έχω έναρθρο λόγο, ομιλώ, εκφράζομαι προφορικά («λαλεῑ οὐθὲν τῶν ἄλλων ζῴων πλὴν ἀνθρώπου», Αριστοτέλης.)

  3. (για πτηνά) κελαδώ, τερετίζω ή κράζω (α. «άκου πώς λαλεί το αηδόνι» β. «ακόμη δεν λάλησε ο πετεινός»)

  4. (για μουσικό όργανο) παράγω ήχο, ηχώ, παίζω («ὡς σάλπιγγος λαλούσης», Καινή Διαθήκη)

  5. παίζω μουσικό όργανο, βαρώ, κρούω, σημαίνω («κἤν αὐλῷ λαλέω», Θεόκριτος)

  6. αντηχώ, αντιλαλώ

Μεταφορικές έννοιες.

  1. πορεύομαι, βαδίζω, πηγαίνω («στη στράτα που ελάλει», δημοτικό τραγούδι)

  2. μαρτυρώ, προδίδω («ο Μιστόκλης τσάκισε και λάλησε στην ανάκριση»)

  3. λέγω ανοησίες, παραδοξολογίες, τρελαίνομαι (Εσύ λάλησες τελείως, ντιπ για ντιπ).

  4. συμβουλεύω

  5. επικαλούμαι τη βοήθεια κάποιου

  6. εξαγγέλλω, γνωστοποιώ, ανακοινώνω

  7. ερωτώ

  8. ονομάζω, αποκαλώ

  9. ψάλλω

Είπα καὶ ἐλάλησα και ἁμαρτία δεν ἔχω. Αυτό τον άνθρωπο δεν θέλω να τον ξαναδείς, αλλιώς θα έχουμε άσχημα ξεμπερδέματα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το όνομα Μποχώρης είναι παραφθορά του εβραϊκού ονόματος Bohor. Στην Εβραϊκή γλώσσα bohor σημαίνει ο πρωτότοκος, κατά παλαιότερη συνήθεια ονομάζετο και το κάθε νεογέννητο τέκνο μέχρι να περιτμηθεί. Με αφορμή το επεισόδιο της Βίβλου, όταν ο Ιακώβ απέσπασε τα πρωτοτόκια από τον μεγαλύτερο αδερφό του Ησαύ «αντί πινακίου φακής», ο πρωτότοκος επικράτησε να σημαίνει μεταφορικά και τον ηλίθιο, το βλάκα.

Η λέξη έχει χρησιμοποιηθεί και στο ομώνυμο παραδοσιακό σμυρναίικο τραγούδι του τέλους του 19ου αιώνα. Οι στίχοι αφορούν, κατά πάσα πιθανότητα, πραγματική ιστορία για την οποία βρήκα δύο εκδοχές, και συγκεκριμένα:

  • Ενός Εβραίου, προαγωγού, που καταδιωκόμενος κρύφθηκε σε πλοίο όπου και συνελήφθη στο λιμάνι της Καβάλας.
  • Περιστατικό με θύμα εύπιστο Εβραίο που συνέβη προς τα τέλη του 19ου αιώνα στο βαπόρι που έκανε το δρομολόγιο Σμύρνη - Μπουρνόβα.

Λόγω της μεταφορικής σημασίας της λέξης και τής προέλευσης του τραγουδιού από τα μικρασιατικά παράλια, τείνω προς την δεύτερη εκδοχή.

Σήμερα χρησιμοποιείται ως σκωπτικό παρωνύμιο της λιμανίσιας πιάτσας.

Ο Μποχώρης


Στίχοι: Παραδοσιακό, Μουσική: Παραδοσιακό, Εκτελέσεις: Γιώργος Κατσαρός || Ελευθέριος Μενεμενλής || Αντώνης Διαμαντίδης, Νταλγκάς || Γιώργος Βιδάλης || Μαρίκα Παπαγκίκα || Γλυκερία

Άιντε του καημένου του Μποχώρη
του τη σκάσαν στο βαπόρι
άιντε του τη σκάσαν στο βαπόρι
και του πήραν πεντακόσια
όλο λίρες κι όλο γρόσια

Άιντε τον καημένο το Μποχώρη
τον τυλίξανε στην πλώρη
άιντε τον τυλίξανε στην πλώρη
και του πήραν στο ζάρι
άιντε το καινούργιο του ζουνάρι

Άιντε τον Μποχώρη τον εμπλέξαν
στα στενά και του τις βρέξαν
άιντε στα στενά και του τις βρέξαν
και του κάναν τον γκιουλέκα
άιντε και του πήραν κι άλλα δέκα

Άιντε το 'να μήλο τ' άλλο ρόιδο
άιντε του τη σκάσαν σαν κορόιδο
άιντε του τη σκάσαν σαν κορόιδο
και του πήραν τα ψιλά του
άιντε και τον στείλαν στη δουλειά του

Εκτέλεση Μενεμενλή (από Khan, 28/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο υποστηρικτής της νέας τάξης πραγμάτων.
Νέα τάξη πραγμάτων θεωρείται η αναθεώρηση, η αλλαγή του status quo, των ευρέως αποδεκτών και ισχυόντων κοινωνικών, πολιτικών οικονομικών και πολιτιστικών δομών σε μια χώρα, ή σε ομάδα κρατών, ή ακόμα (και κυρίως) παγκοσμίως.
Στον προηγούμενο αιώνα χρησιμοποιήθηκε, πρώτη φορά, για την προσπάθεια επιβολής και επέκατσης του ναζισμού από την Γερμανία στην Ευρώπη και κατόπιν, στον υπόλοιπο κόσμο. Λόγω της αρχικής αυτής χρήσης, ο όρος απέκτησε αρνητικό ύφος.
Νοηματικά συνδυάζεται με περιορισμό ελευθεριών, συρρίκνωση της δημοκρατίας, αντιλαϊκές πολιτικές προς όφελος λίγων με σκοτεινά συμφέροντα.
Κατά καιρούς έχει χρησιμοποιηθεί για να περιγράψει, πραγματικές ή φανταστικές προσπάθειες επιβολής:
Αμερικανικής παγκόσμιας κυριαρχίας.
Σιωνιστικής ατζέντας.
Γερμανικής επιβολής στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Της παγκοσμιοποίησης.
Νέων θρησκευτικών δοξασιών.
Κατάργηση της εθνικής ταυτότητας

Με τρομάζει ο όρος "νέα τάξη". Και στην προπολεμική Γερμανία του Χίτλερ γινόταν λόγος για μια "νέα τάξη". Βέβαια, οι συνθήκες σήμερα είναι διαφορετικές. Φοβάμαι όμως ότι αυτή η νέα τάξη πραγμάτων προέρχεται από μια υπερδύναμη, η οποία είναι σε θέση να επιβάλει τη βία των όπλων και του χρήματος για να απωθήσει στο περιθώριο και να εξοντώσει βιολογικά όποιον αντιδρά.

Μπους τις πρεσβύτερος ήτο αυτός που επανέφερε τον όρο "Νέα Τάξη" στο προσκήνιο μετά τον Αδόλφο Χίτλερ. (από Khan, 18/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά:

Ο σφουγγοκωλάριος ήταν υψηλό αξίωμα και ταυτοχρόνως επάγγελμα στα χρόνια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Το έργο του ήταν να σκουπίζει (σφουγγίζει) τα οπίσθια των αυτοκρατόρων. Ήταν αξίωμα που πολλοί ζήλευαν και μόνο έμπιστα άτομα διορίζοντο, αφού είχαν το προνόμιο να ευρίσκονται τόσο κοντά στον αυτοκράτορα όταν αυτός ήταν γυμνός και άοπλος.

Μεταφορικά:

Άτομο του οποίου βασικό γνώρισμα της συμπεριφοράς του είναι η εξόφθαλμη ικανότητά του να επιδίδεται στην τέχνη του «σκουπίζειν» τα οπίσθια ισχυρών πολιτικών, ανεξαρτήτως ιδεολογικής ή πολιτικής θέσης, Είναι ο πολιτικός ελαφρών βαρών που θέλει να γίνει βουλευτής ή υπουργός, ο ξέμπαρκος πολιτικός που θέλει να ξαναμπεί στο παιχνίδι της εξουσίας, ο καριερίστας δημόσιος υπάλληλος που πατά επί πτωμάτων, ο ανεπαρκής δημοσιογράφος που αναζητεί τα δεκανίκια των πολιτικών για να επιβιώσει, ο φιλόδοξος νέος που εγκλώβισε τη ζωή του σε ένα lifestyle, με αυτοσκοπό την απόκτηση με κάθε τρόπο τίτλων «επαγγελματικής και πολιτικής ευγενείας», ούτως ώστε όταν βγαίνει από το σπίτι του να αυτοϊκανοποιείται με την εντύπωση ότι είναι επώνυμος, άρα σπουδαίος.
Γενικά οι σφουγγοκωλάριοι είναι άνθρωποι με έλλειμμα προσωπικότητας, που έταξαν στη ζωή τους να «ανέλθουν», άνθρωποι οι οποίοι ακόμη και με το ντύσιμό τους ή όταν συστήνονται αισθάνονται την ανάγκη να δηλώνουν το κοινωνικό και επαγγελματικό τους καθεστώς. Στην πραγματικότητα, όμως, θρασύδειλοι καιροσκόποι, αχθοφόροι της αναξιοπρέπειας και μεταπράτες της αθλιότητας.
Το φαινόμενο του σφουγγοκωλάριου ευδοκιμεί στη χώρα μας. Τους βλέπουμε να κινούνται απροκάλυπτα κάθε φορά που υπάρχουν πολιτικές εκλογές, αφού εκλαμβάνουν τις προεκλογικές εκστρατείες ως την κατ’ εξοχήν εορταστική τους περίοδο. Άλλοτε τους βλέπουμε να συνωστίζονται πίσω από τους πολιτικούς για να τους συλλάβει ο τηλεοπτικός φακός και άλλοτε να σπεύδουν σε προεκλογικές συγκεντρώσεις για να ηδονιστούν από μία χειραψία με τον πολιτικό που επέλεξαν να υπηρετήσουν.

Οι σφουγγοκωλάριοι ζουν για να αποκτήσουν «υψηλές θέσεις» και να αισθάνονται ότι κάνουν λαμπρή καριέρα. Παρά την χρονολογική τους ηλικία δεν μεγαλώνουν ποτέ. Τους βρίσκει κανείς μονίμως σε συγκεντρώσεις να χειροκροτούν παρελάσεις παραφουσκωμένων εγωισμών. Φτύνουν με την ίδια ευκολία αυτό που μέχρι χθες χειροκροτούσαν ή μεταπηδούν από το ένα κόμμα στο άλλο αν δεν πάρουν για την καριέρα τους αυτό που θέλουν. Γιατί είπαμε, «η καριέρα πάνω απ’ όλα!».

-

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified