Φεύγω, απομακρύνομαι, σαλπάρω.

Αναφορά στο αγγλικό sail.

  1. Άντε σαλίζουμε;

  2. Λοιπόν, μάγκες, σαλίζω....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο γνωστός Ρώσος συνθέτης Ντμίτρι Ντμίτριεβιτς Σοστακόβιτς (ρωσικά: Дми́трий Дми́триевич Шостако́вич, Dmitrij Dmitrijevič Šostakovič) σε παρεΐστικη μετατροπή, με σκοπό την επιβράβευση, επικρότηση.

-Πέρασα σήμερα μάθημα...
-Σωστακόοοοβιτς.

- Θα κολληθεί κάνας γλάρος;
- Ναί, θα κολλήσω εγώ.
- σωστακόβιτς....

Дми́трий Дми́триевич Шостако́вич (από Khan, 05/06/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το γνωστό ζογκλεριστίκο ματζαφλάρι, αυτή την φορά υπό την έννοια της ατυχίας, ολοκληρωτικής αποτυχίας, γαμησιού.

  1. - Πώς πήγε εχθές η μπάλα;
    - Άσε ρε φίλε φάγαμε πόι...

  2. - Τηνε γάμησες χθες;
    - Ρίξαμε κάνα δυό πόι.

(από kloufo, 06/06/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γνωστή μάρκα παπουτσίων που χρησιμοποιείται (ως φράση) για να δώσει έμφαση στο επίμονο κροκοδείλιασμα.

-Τι θα γίνει, θα γυρίσει το γάρο;
-Μπα, δεν το ξέρεις ότι αυτός μικρός φόραγε κροκοντιλίνο;
-Όχι...

(από kloufo, 07/06/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραφθορά της γνωστής σκεϊτάδικης ατάκας που δηλώνει την νταφού.

- Άντε να αρχίσουν τα τσομπαρόκια.
- Κάτσε βγάζω πρώτα ένα όλι, και στρίβω.
- ΟΟΟκ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τοπικός ιδιωματισμός που χρησιμοποιείται στη Σκύρο για τη μεγάλη πέτρα, κοτρώνα

βλ. επίσης λαλάρια

Για να σ'πω, θε να σου στείλω τη λαλάρα στη κεφαλή;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

1.Αυτός/η που έχει φουσκωτά και μεγάλα χείλια, χρησιμοποείται συνήθως με εύθυμη, περιπαικτική διάθεση από κάποιον.
Συναντάται επίσης και πατσαχείλας, τσαπαχείλας.

1.-Βρε μπουτζαχείλω σου χουν πέσει όλα τα ψίχουλα στο πάτωμα... -Συγνώμη βρε μαμά.
-Μωρ' δεν φταις εσύ,έχεις πάρει απ' τον πατέρα σου τον Τσαπαχείλα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νησιώτικος ιδιωματισμός (Σκύρος) που αναφέρεται σε κάποιον με υπερμέγεθες πόδι/νούμερο παπουτσιού.

- Για μανά, κοίτα ρε το τσαπά, τι νούμερο φοράς γιόκα μου;
- Σαράντα επτά...
- Άιντα και εκατό

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Η κατάληξη -νέτο δηλώνει καθαρά σεξουαλικό περιεχόμενο όταν πρόκειται για γυναίκες, γεννητικά μόρια και μεγέθη, έχει χαρακτήρα χιουμοριστικό, κυρίως παιχνιδιάρικο.

  2. Το νέτο ως σκέτο συναντάται για καταστάσεις που έχουν ολοκληρωθεί, προέρχεται από τα λατινικά και είναι συνώνυμο του καθαρός.

  3. Δάνειο απά τα ιταλικά το οποίο δηλώνει το μέγεθος, κυρίως αν κάτι είναι σχετικά μικρό σε πρακτική χρήση.

1.- Ρε συ τι γκομενέτο μας κουβάλησε πάλι αυτός σήμερα; - Καλά δεν τα 'μαθες; Το νιμού σέρνει καράβι.

  1. Το φραουλέτο πήγε νέεετο (στη λαϊκή)

3.- Δώσ' μου μωρέ εκείνο εκεί να ανάψω...
- Ποιο;
- Αυτο εκει μωρε,το παπαρδελετο
- Το καμινέτο βρε μαλακα;

(από Khan, 13/09/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη η οποία αναφέρεται σε οποιαδήποτε κίνηση ουσίας. Αναφορά στον γνωστό σουρεαλιστή ποιητή Ανδρέα Εμπειρίκο.

  1. - Ρε συ τι καφεδάρα είναι αυτή που έφτιαξες;
    - Εμπειρίκος;
    - Σαφώς...

  2. - Πού το βρήκες το σκου με τον 4;
    - Έχω ένα κονέ τρελέα μου πολύ καλό.
    - Εμπειρίιιικος...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified