Φεύγω, απομακρύνομαι, σαλπάρω.
Αναφορά στο αγγλικό sail.
Άντε σαλίζουμε;
Λοιπόν, μάγκες, σαλίζω....
Got a better definition? Add it!
Ο γνωστός Ρώσος συνθέτης Ντμίτρι Ντμίτριεβιτς Σοστακόβιτς (ρωσικά: Дми́трий Дми́триевич Шостако́вич, Dmitrij Dmitrijevič Šostakovič) σε παρεΐστικη μετατροπή, με σκοπό την επιβράβευση, επικρότηση.
-Πέρασα σήμερα μάθημα...
-Σωστακόοοοβιτς.
- Θα κολληθεί κάνας γλάρος;
- Ναί, θα κολλήσω εγώ.
- σωστακόβιτς....
Got a better definition? Add it!
Το γνωστό ζογκλεριστίκο ματζαφλάρι, αυτή την φορά υπό την έννοια της ατυχίας, ολοκληρωτικής αποτυχίας, γαμησιού.
Got a better definition? Add it!
Γνωστή μάρκα παπουτσίων που χρησιμοποιείται (ως φράση) για να δώσει έμφαση στο επίμονο κροκοδείλιασμα.
-Τι θα γίνει, θα γυρίσει το γάρο;
-Μπα, δεν το ξέρεις ότι αυτός μικρός φόραγε κροκοντιλίνο;
-Όχι...
Got a better definition? Add it!
Παραφθορά της γνωστής σκεϊτάδικης ατάκας που δηλώνει την νταφού.
- Άντε να αρχίσουν τα τσομπαρόκια.
- Κάτσε βγάζω πρώτα ένα όλι, και στρίβω.
- ΟΟΟκ.
Got a better definition? Add it!
Τοπικός ιδιωματισμός που χρησιμοποιείται στη Σκύρο για τη μεγάλη πέτρα, κοτρώνα
βλ. επίσης λαλάρια
Για να σ'πω, θε να σου στείλω τη λαλάρα στη κεφαλή;
Got a better definition? Add it!
1.Αυτός/η που έχει φουσκωτά και μεγάλα χείλια, χρησιμοποείται συνήθως με εύθυμη, περιπαικτική διάθεση από κάποιον.
Συναντάται επίσης και πατσαχείλας, τσαπαχείλας.
1.-Βρε μπουτζαχείλω σου χουν πέσει όλα τα ψίχουλα στο πάτωμα...
-Συγνώμη βρε μαμά.
-Μωρ' δεν φταις εσύ,έχεις πάρει απ' τον πατέρα σου τον Τσαπαχείλα!
Got a better definition? Add it!
Νησιώτικος ιδιωματισμός (Σκύρος) που αναφέρεται σε κάποιον με υπερμέγεθες πόδι/νούμερο παπουτσιού.
- Για μανά, κοίτα ρε το τσαπά, τι νούμερο φοράς γιόκα μου;
- Σαράντα επτά...
- Άιντα και εκατό
Got a better definition? Add it!
Η κατάληξη -νέτο δηλώνει καθαρά σεξουαλικό περιεχόμενο όταν πρόκειται για γυναίκες, γεννητικά μόρια και μεγέθη, έχει χαρακτήρα χιουμοριστικό, κυρίως παιχνιδιάρικο.
Το νέτο ως σκέτο συναντάται για καταστάσεις που έχουν ολοκληρωθεί, προέρχεται από τα λατινικά και είναι συνώνυμο του καθαρός.
Δάνειο απά τα ιταλικά το οποίο δηλώνει το μέγεθος, κυρίως αν κάτι είναι σχετικά μικρό σε πρακτική χρήση.
1.- Ρε συ τι γκομενέτο μας κουβάλησε πάλι αυτός σήμερα; - Καλά δεν τα 'μαθες; Το νιμού σέρνει καράβι.
3.- Δώσ' μου μωρέ εκείνο εκεί να ανάψω...
- Ποιο;
- Αυτο εκει μωρε,το παπαρδελετο
- Το καμινέτο βρε μαλακα;
Got a better definition? Add it!
Λέξη η οποία αναφέρεται σε οποιαδήποτε κίνηση ουσίας. Αναφορά στον γνωστό σουρεαλιστή ποιητή Ανδρέα Εμπειρίκο.
- Ρε συ τι καφεδάρα είναι αυτή που έφτιαξες;
- Εμπειρίκος;
- Σαφώς...
- Πού το βρήκες το σκου με τον 4;
- Έχω ένα κονέ τρελέα μου πολύ καλό.
- Εμπειρίιιικος...
Got a better definition? Add it!