Αναφερόταν αρχικά σε αλλαγή ρόλων κατά τη διάρκεια της ερωτικής πράξης μεταξύ ομοφυλοφίλων, αλλά σήμερα σημαίνει περιπαικτικά ή χιουμοριστικά την όποια αμοιβαία ανταλλαγή, κυρίως μεταξύ φίλων.

- Αυτό το αμάξι που οδηγάς δεν είναι του Γιώργου;
- Ναι, αυτός πήρε το δικό μου!
- Τι; Αλλαξοκωλιές κάνατε;

Σχαμουράι (από panos1962, 22/11/09)(από Khan, 08/05/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αποκλείεται, ούτε να το σκέφτεσαι, αποτελεί έκφραση αποδοκιμασίας που χρησιμοποιούνταν στο στρατό και σήμαινε ότι αποκλείεται να πραγματοποιηθεί αυτό που ζητείται ή απαιτείται

Συνώνυμο: και μπορέλι.

Με σαφή προέλευση από τον παλιό παίκτη του ΠαναθηναΪκού Χουάν Χοσέ Μπορέλι.

-Εσύ είσαι για σκουπιδιάρα σήμερα;
-Και μπορεί να είμαι εγώ!
ή -Και μπορεί!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που αφοδεύει γρήγορα.

Απαντάται και ως γρηγοροκατρουλής.

Συνώνυμο: γρηγοροκατούρητος
Αντίθετο (με την έννοια αυτού που δεν πάει συχνά στην τουαλέτα, ή που δεν έχει πάει ακόμα, ιδίως στην Κρήτη απαντάται): ακατούρητος.

-Καλά ήρθες κιόλας από την τουαλέτα;
-Ναι, είμαι γρηγοροκατουρλής!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν σκέφτομαι προτού μιλήσω και λέω το πρώτο που μου έρχεται στο νου, η οποία αποστροφή εκτιμάται ως ανόητη ή προσβλητική ή αδιάκριτη από τον συνομιλητή.

-Άσε, ξεχάστηκα και πέταξα ένα άκυρο χθες μπροστά στην κοπέλα μου για την πρώην μου και τη στενοχώρησα!
-Αφού όταν μιλάς βουτάς τη γλώσσα στον κώλο και όχι στο μυαλό πρώτα, καλά να πάθεις!

Πρβλ. και βουτάω τη γλώσσα στο μυαλό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται μεταφορικά σε περίπτωση που κάποιος αποδεικνύεται ιδιαίτερα τυχερός -κωλόφαρδος- σε κάποιο παιχνίδι, πχ. τάβλι και χάριν αστειότητας είναι το όργανο που θα μετρήσει το βάθος της κωλοφαρδίας.

-Τρίτη φορά εξάρες!
-Δεν παίζεσαι με τίποτα, να φέρουμε το κωλοβυθόμετρο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ομοφυλόφιλος που έχει πολύ αδρά χαρακτηριστικά και γενικά είναι επιθετικός και αρρενωπός.

-Κοίτα τον τύπο με τη χάρλεϊ, όλο σφήνες μου κάνει!
- Φαίνεται αγριόπουστας, μην του κολλάς καθόλου γιατί κινδυνεύεις...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πρωκτός υποτιμητικά, ιδίως επί πρωκτικής συνουσίας.

Συνώνυμο: σκατοσακούλα.

-Θέλω να κάνω οθωμανικό με τη γκόμενά μου αλλά δεν δέχεται.
-Έλα μωρέ, από τη σκατοθήκη; Καλά κάνει και δεν θέλει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα κάπως μεγάλης ηλικίας που συμπεριφέρεται και ντύνεται σαν νεαρή κοπέλα και προσπαθεί ατυχώς να μιμηθεί τους σεξουαλικούς κώδικες του φλέρτ των νεαρών κοριτσιών.

Αρσενικό: πουρότεκνο, πουρογκόμενος.

-Η Χ στο Ψ σόου στην τηλεόραση κάνει τη μπέμπα και όλο χαριεντίζεται με τους παίκτες!
- Κλασική πουρογκόμενα, είναι τουλάχιστον 50 και το παίζει εικοσάρα!

(από Khan, 21/05/14)(από Khan, 21/05/14)

Σχετικά: γρέτζω, ξεκωλόγρια, πιπινόγρια, Γρετζώρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν κάνω κάτι ουσιαστικό ή δημιουργικό, τεμπελιάζω, είμαι αφηρημένος.

-Πού να χάθηκε ο Γιάννης, δεν τον βλέπω στη σχολή τελευταία.
-Κλασικά, ψωλαρμενίζει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υβριστικό, η τσούλα, η πρόστυχη.

- Όλο με κάτι διχτυωτά και μίνι εμφανίζεται η Χ! Πρέπει να μη χαλάει χατήρι σε κανένα!
- Ναι, είναι μεγάλη ψωλαρπάχτρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified