1. Ο υπερεθνικιστής Έλληνας (με αρνητική χροιά).

  2. Ο τύπος Έλληνα που δε νοιάζεται για τους άλλους, τα δικαιώματά τους, για την προτεραιότητα του άλλου σε μια ουρά, για την προστασία του περιβάλλοντος στις ακτές, γενικά ο τύπος του απολίτιστου ατομιστή και εγωιστή.

  1. Θα σηκωθούν πάλι οι Ελληνάρες να λένε ότι και οι Μογγόλοι έχουν ελληνική καταγωγή

  2. Γόπες πεταμένες, σκουπίδια παντού στη θάλασσα, α ρε Ελληνάρες, όπου πάτε βρωμίζετε!

Για το (1), βλέπε και e-λληνάρας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ανεκπαίδευτος και αστοιχείωτος επαγγελματίας, ο αλμπάνης.

Λέγεται και: ξυλοσκίστης.

- Θα πας στο γιατρό Χ;
-Τρελός είμαι να πάω σ' αυτόν τον ξυλοσχίστη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χωρίς καταβολή αντιτίμου, τζάμπα.

Μπορούμε να πάρουμε το περιοδικό τζαμπουίτα ή θα πρέπει να το πληρώσουμε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το φανταστικό φάρμακο που παίρνει κάποιος για να αντιμετωπίσει προβλήματα που του προκύπτουν, τα οποία δεν εκτιμώνται ως πολύ σοβαρά από τον ίδιο ή από αυτόν που του προτείνει να το πάρει.

- Η προϊσταμένη μου, μου έχει σπάσει τα νεύρα, με έχει στο τρέξιμο συνέχεια.
- Κοίτα, μόλις σου ξαναπεί κάτι, πάρε μια γραψαρχιδίνη! Αν σου ξαναπεί, πάρε άλλη μία γραψαρχιδίνη και θα σου περάσει σίγουρα!

Για τα μην τα τραβάτε! (από Vrastaman, 10/10/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρσιμοποιείται και ως αντιδιαστολή με το αξιολάτρευτη ή αξιαγάπητη. Αν η γυναίκα κριθεί ως αξιολάτρευτη αλλά όχι αξιαγάμητη, σημαίνει ότι είναι εντελώς απορριπτέα.

- Γνώρισα τη Χ, πολύ καλή κοπέλα!
- Αξιολάτρευτη ή αξιαγάμητη;
- Δυστυχώς απλά αξιολάτρευτη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τύπος τουρίστα -συνήθως από βορειοευρωπαϊκή χώρα- που φοράει κατακαλόκαιρο πέδιλα με κάλτσες, παρουσιάζοντας αντιαισθητικό θέαμα για τα δεδομένα του καλοκαιριού της Ελλάδας και ο οποίος δεν έχει ιδέα ότι συνιστά αισθητική παραφωνία.

Συνώνυμα: καλτσοπεδιλούχος.

-Πέρασαν δύο καλτσοπέδιλοι τουρισταράδες.
-Καλά, ούτε ζεσταίνονται, ούτε τους νοιάζει το θέαμα που παρουσιάζουν...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εμφατικό, μαλάκας και αρχίδης μαζί.

- Δεν με άφησε να μπω στα κλαμπάκι.
- Άντε ρε τον μαλακαρχίδη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνδυασμός ύβρεως με το όνομα Αντρέας, αλλά και γενικά ο μαλάκας με έμφαση.

συνώνυμο: μαλακαντώνης.

Ήρθε ο μαλακαντρέας και μου είπε ότι του χρωστάω αυτά που του έχω πληρώσει εδώ κι έναν μήνα!

Χαρακτηρισμοί με κύριο όνομα για συνθετικό: αστραπόγιαννος, βιαστικοθοδώρα, βουβαντώνης, γερολάζαρος, γυναικοθόδωρος, λωλοστεφανής, μαλακαντρέας, καθίκαντρεας, μαλακαντώνης, μουγγοθόδωρος, ντελημπάσχος, ντελήσαββας, παστρικοθοδώρα, στραβόγιαννος, τρελαντώνης, τρεμολάζαρος, τρομπογιώργης, τρυπαντωνάκης, ψευτοθόδωρος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στον στρατό ψηλός λέγεται ο ψαράς, ο νεοσύλλεκτος, και μάλιστα αποτελεί δείγμα ψαρά το ότι δεν ξέρει τι σημαίνει ο χαρακτηρισμός όταν τον αποκαλούν έτσι οι άλλοι και χαίρεται.

- Ψηλέ, πιάσε την τσουγκράνα και έλα από εδώ γιατί γίνεται αποψίλωση!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified