μεταφ.: εξαιρετικά, πολύ σπουδαία ερμηνεία -κυρίως σε εκτέλεση μουσικού. Πάρα πολύ (για πιοτό).

συνώνυμο: παίζει παπάδες!

  1. Ο τύπος που μοιάζει με τον Μάρλεϊ παίζει στην κιθάρα κωλάντερα!

  2. Χθες πάλι ήπιαμε κωλάντερα και δεν την παλεύω καθόλου σήμερα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Το αποπάτημα, το σκατό, η κουράδα.

  2. Στα κρητικά το κοπάδι προβάτων.

βλέπε και:
-ξεκουραδώνω: κλέβω από κάποιον το κουράδι του, το κοπάδι με τα πρόβατά του.
-μεγαλοκουραδάρης: ο τσέλιγκας, αυτός που έχει πολλά πρόβατα.

Πολλές παρεξηγήσεις έχουν γίνει -κατά το παρεθόν κυρίως- εξαιτίας αυτής της σύγχισης. Χαρακτηριστικό περιστατικό περιγράφεται στο θεατρικό έργο του Δ. Βυζάντιου Βαβυλωνία, όπου ένας στερεοελλαδίτης πυροβολεί έναν Κρητικό επειδή ο τελευταίος τον κατηγόρησε ότι κατά την τελευταία επανάσταση οι συντοπίτες τού πρώτου κατέβηκαν στην Κρήτη και του έφαγαν τα κουράδια του (=τα πρόβατά του).

- Στον γάμο μου θα φάμε το κουράδι μου!
- Τώρα ποιο από τα δύο, για να δω αν θα έρθω ή όχι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η σεξουαλικά ακόρεστη γυναίκα, η τσούλα, η πόρνη.

Λέξη της κρητικής ιδιολέκτου -σε μικρή χρήση σήμερα- προερχόμενη από τη λέξη καμπανός (παλαιός τύπος φορητής ζυγαριάς, αποτελούμενης από μία μακρυά μεταλική ράβδο, δύο γάντζους -έναν για να κρεμιέται από ένα σταθερό σημείο και έναν για να κρεμιέται το προς ζύγιση αντικείμενο- και ένα αντίβαρο) + ψωλή. Κατά κυριολεξία σημαίνει την γυναίκα που συνεχώς και αδιαλείπτως ασχολείται με ποικιλία ανδρικών μορίων, τα ζυγίζει, τα αγοράζει και έχει εν γένει ενδιατρίψει επαγγελματικά στο αντικείμενο.

- Καλή κοπελιά η Χ;
- Ναι, ήντα να σου πω, καλή ψωλοκαμπανίστρα είναι και του λόγου τζη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο υπνόσακος, λέγεται υπό τύπο αινίγματος (από Θεσσαλονικείς χαριτολογώντας μεταξύ τους ή από άλλους προς Θεσσαλονικείς), κατ' αναλογία της ονομασίας στη Θεσσαλονίκη της τυρόπιτας με φύλλο κρούστα ως μπουγάτσα με τυρί.

- Μπουγάτσα με τουρίστα τι είναι;
- Το σλίπινγκ μπαγκ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το προφυλακτικό, λέγεται υπό τύπο αινίγματος (από Θεσσαλονικείς χαριτολογώντας μεταξύ τους ή από άλλους προς Θεσσαλονικείς), κατ' αναλογία της ονομασίας στη Θεσσαλονίκη της τυρόπιτας με φύλλο κρούστα ως μπουγάτσα με τυρί.

- Πώς λένε οι βόρειοι το προφυλακτικό;
- Μπουγάτσα με πουλί μήπως;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

H βασιλόπιτα, λέγεται υπό τύπο αινίγματος (από Θεσσαλονικείς χαριτολογώντας μεταξύ τους ή από άλλους προς Θεσσαλονικείς), κατ' αναλογία της ονομασίας στη Θεσσαλονίκη της τυρόπιτας με φύλλο κρούστα ως μπουγάτσα με τυρί.

- Πώς λένε στη Θεσσαλονίκη τη βασιλόπιτα;
- Μπουγάτσα με φλουρί!
- Τι με λες τώρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η παταγώδης αποτυχία, ο εξευτελισμός. Ενδεχομένως σχετίζεται με τη φράση τον ήπιαμε (τον καφέ ή τον καφεδάκο) ή τον ήπιαμε σκέτο, με υπονοούμενο σεξουαλικής επαφής ακούσιας.

- Πολύ δύσκολα τα θέματα στις εξετάσεις...
- Άστα, τρελό πιώμα! Δεν περνάμε με την καμία!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αποτελεί must (για να γίνει απολύτως κατανοητός ο χαρακτηρισμός Χανιόλα) να ακουστεί ενδελεχώς αυτό το ιδιαίτερα εύστοχο τραγούδι: Χανιόλες ΟΨ, που διακρίνεται για την ενάργεια, την ακρίβεια και τη γλαφυρότητά του ως προς την περιγραφή του λήμματος!

- Άκουσες το τραγούδι των Ο.Ψ. για τις Χανιόλες;
- Έλα μωρέ υπερβάλλει! Δεν ετοιμαζόμαστε για να βγούμε στο My Cafe 10 ώρες, μόνο εννιά!

(από Galadriel, 07/03/09)θα έχουμε και ρακή! (από MXΣ, 29/05/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το στριφτό τσιγάρο που κατασκευάζεται από ένα τσιγαρόχαρτο, καπνό και χασίς.
Αντίστοιχα: το δίφυλλο, το τρίφυλλο.
Συνώνυμα: γάρο, ντουντούκα, τσιγαριλίκι, μπάφος, φούντα (πυργιώτικη ή καλαματιανή, στα ποδανά νταφού), μαύρο (στα ποδανά: βρομά) ή μαύρη, μαριχουάνα, κάνναβη, παπάς, χόρτο.
Υποκοριστικό: μονοφυλλάκι.

Με πιάσανε στο στρατό με ένα μονοφυλλάκι και είχα τραβήγματα!

(από Galadriel, 25/01/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πολύ βρώμικος και ατημέλητος.

- Πολύ μπίχλερμαν ο Χ , δεν κάνει μπάνιο ποτέ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified