Το ιδιόρρυθμο και αξιοπερίεργο άτομο.
Επί παιδιών: δείχνει τρυφερότητα, κάτι σαν το «τρελούτσικο».

εμφατικό: εργαλειοθήκη.

  1. - Είσαι τελείως εργαλείο; Πας καθόλου καλά;

  2. (απευθυνόμενος στο παιδί του): - Ο γιος μου δεν είναι εργαλείο, είναι εργαλειοθήκη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Mια αρχή που θεωρείται σπουδαία και εντυπωσιακή.

Πρώτο μοίρασμα και απευθείας φλος ρουαγιάλ; Φίλε έκανες αρχή μ' αρχίδια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Περιπαικτικά: ο Λέσβιος, ο Μυτιληνιός.
Θηλυκό: γκασμαδοπούλα.

Λέγεται ότι το παρωνύμιο προήλθε από κάποιο αεροδρόμιο που θέλησαν κάποτε να δημιουργήσουν στη Λέσβο και οι κάτοικοι προσήλθαν αυθόρμητα να συνδράμουν στο έργο κρατώντας όλοι μόνο γκασμάδες και όχι και κάποιο άλλο εργαλείο (βλέπε παρόμοια ερμηνεία και για το παγουράς).

Οι γκασμάδες είναι πολύ δεμένοι μεταξύ τους, κάνουν κλίκες!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εμφατικό και κατά πλεονασμό του χέζω, επιπλήττω σφοδρότατα, προσβάλλω, στηλιτεύω.

Πήγα από την υπηρεσία του και τον σκατόχεσα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εγκωμιάζω, παρακαλώ ή καλοπιάνω κάποιον χυδαία και υπερβολικά για κολακεία προκειμένου να μου κάνει κάποια χάρη ή για να αποκτήσω ή να ξανακερδίσω τη φιλία ή την ευμένειά του, γλείφω, λιβανίζω.

αντικείμενο: κωλογλείψιμο

Ο Χ κωλογλείφει την προϊσταμένη για να προτείνει αυτόν για τη θέση που άδειασε!

Σε άλλες γλώσσες: to kiss ass, to suck up (αγγλικά), arschkriechen, einschleimen (γερμανικά)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που κατά σύστημα μετέρχεται κολακειών για να πετύχει τους στόχους του.

Όταν η ενέργεια προέρχεται από άλλον προς όφελος άλλου, βάζω μέσον ή βύσμα: βάζω γλείψιμο ή βάζω μεγάλο γλείψιμο (μεγάλο μέσον).

Ο Ψ είναι μεγάλος γλειψιματίας γι' αυτό και προχωράει τόσο ενώ δεν έχει καθόλου προσόντα!

Μετράει το καλό γλύψιμο, μετράει. (από Galadriel, 23/02/09)(από patsis, 30/08/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ερωτικά ακόρεστος και με μεγάλες επιδόσεις εραστής, ο ασχολούμενος πολύ και με πάθος με σεξουαλικά και ερωτικά θέματα, ο cult σταρ της greek erotica σκηνής της δεκαετίας του '70 Κώστας Γκουζγκούνης.

- Με αυτά που βλέπεις στο internet όλη μέρα θα γίνεις τελείως Γκουζγκούνης.

(από Khan, 10/03/11)(από Khan, 10/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τύπος του κάγκουρα -βλέπε λήμμα- που παρεπιδημεί στην Κρήτη. Χαρακτηριστικά:οδηγεί μηχανάκι, συνήθως παπί βελτιωμένο (κωλοφτιαγμένο) χωρίς εξάτμιση -ή με πυροσωλήνα-, χωρίς καθρέφτες και κράνος. Έχει λάστιχα πολύ μικρά στον πίσω τροχό για να τρέχει πιο γρήγορα, νικελωμένο πλαίσιο και δισκόφρενα μπρος-πίσω. Έχει προσβλητική / υποτιμητική σημασία, ιδίως στη φράση «φύγετ' από δω κωλόσβουροι!»
Ηλικία: από 12 έως 20 max

Στάση οδήγησης: σε παπί, με το δεξί μόνο, το αριστερό χέρι παράλληλα, κολλημένο στο σώμα.

Τρόπος οδήγησης: πάντα μαζί με άλλα τρία τέσσερα μηχανάκια, κάνουν σφήνες, σούζες, κόντρες μεταξύ τους και με οτιδήποτε άλλο όχημα είναι εκείνη τη στιγμή στο δρόμο, δεν σταματούν για κανέναν λόγο (πχ. πεζός, γέρος κλπ), προσπερνούν από δεξιά, «γράφουν» στην άσφαλτο με φρεναρίσματα.

Σκοπός ύπαρξης: κανένας συγκεκριμένος, να κάνουν φασαρία με γκαζιές και εξατμίσεις, κατά προτίμηση βραδινές ώρες και μέσα σε στενούς δρόμους, και να ενοχλήσουν τους μεγαλύτερους.
Είναι εύθικτοι στις παρατηρήσεις και βάζουν καυγά αν είναι σε αναλογία 5 σβούροι προς 1 και πάνω.

υποκοριστικό: σβουράκι, το, σβουράκια, τα
συνώνυμο: κωλόσβουρος
η κοπέλα τους, που κάθεται πολλές φορές πίσω στη σέλλα: σβουρογκόμενα

- Σε αυτό το μαγαζί δε λέει να κάτσει κανείς έξω γιατί περνάνε συνέχεια κωλόσβουροι και κάνουν φασαρία!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(μεταφορικά) Το πολύ μικρό σπίτι, συνήθως παλιό και σκοτεινό.

Απορώ πώς μένεις σε τέτοια κωλοτρυπίδα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δυσκόλεψαν οι συνθήκες, αντιμετωπίζουμε προβλήματα, πιεζόμαστε πολύ, εργαζάμαστε πυρετωδώς, τρομάζουμε. Βάζω στη θέση του κάποιον.

Στη φράση «Να σφίξουν λίγο οι κώλοι»: για να σοβαρευτούμε λίγο, να σταματήσει ο χαβαλές, να δουλέψουμε.

Συνώνυμο: πάθαμε κωλοσφίξιμο.

  1. Άσ' τα, σφίξαν οι κώλοι μετά που ήρθε ο νέος γενικός διευθυντής! Πάνε οι μέρες της ρέκλας!

(Μπορεί να συνοδεύεται και από μία χαρακτηριστική χειρονομία ανοιγοκλεισίματος των δακτύλων του δείκτη και του αντίχειρα)

  1. - Για να σφίξουν οι κώλοι εδώ μέσα γιατί πολύ αέρα πήραν μερικοί-μερικοί!

(από Khan, 17/05/14)Στο 1.30. (από Khan, 17/05/14)

Βλέπε και τα κεφάλια μέσα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified