Εμφατικό, μαλάκας και αρχίδης μαζί.

- Δεν με άφησε να μπω στα κλαμπάκι.
- Άντε ρε τον μαλακαρχίδη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τύπος τουρίστα -συνήθως από βορειοευρωπαϊκή χώρα- που φοράει κατακαλόκαιρο πέδιλα με κάλτσες, παρουσιάζοντας αντιαισθητικό θέαμα για τα δεδομένα του καλοκαιριού της Ελλάδας και ο οποίος δεν έχει ιδέα ότι συνιστά αισθητική παραφωνία.

Συνώνυμα: καλτσοπεδιλούχος.

-Πέρασαν δύο καλτσοπέδιλοι τουρισταράδες.
-Καλά, ούτε ζεσταίνονται, ούτε τους νοιάζει το θέαμα που παρουσιάζουν...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρσιμοποιείται και ως αντιδιαστολή με το αξιολάτρευτη ή αξιαγάπητη. Αν η γυναίκα κριθεί ως αξιολάτρευτη αλλά όχι αξιαγάμητη, σημαίνει ότι είναι εντελώς απορριπτέα.

- Γνώρισα τη Χ, πολύ καλή κοπέλα!
- Αξιολάτρευτη ή αξιαγάμητη;
- Δυστυχώς απλά αξιολάτρευτη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το φανταστικό φάρμακο που παίρνει κάποιος για να αντιμετωπίσει προβλήματα που του προκύπτουν, τα οποία δεν εκτιμώνται ως πολύ σοβαρά από τον ίδιο ή από αυτόν που του προτείνει να το πάρει.

- Η προϊσταμένη μου, μου έχει σπάσει τα νεύρα, με έχει στο τρέξιμο συνέχεια.
- Κοίτα, μόλις σου ξαναπεί κάτι, πάρε μια γραψαρχιδίνη! Αν σου ξαναπεί, πάρε άλλη μία γραψαρχιδίνη και θα σου περάσει σίγουρα!

Για τα μην τα τραβάτε! (από Vrastaman, 10/10/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χωρίς καταβολή αντιτίμου, τζάμπα.

Μπορούμε να πάρουμε το περιοδικό τζαμπουίτα ή θα πρέπει να το πληρώσουμε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ανεκπαίδευτος και αστοιχείωτος επαγγελματίας, ο αλμπάνης.

Λέγεται και: ξυλοσκίστης.

- Θα πας στο γιατρό Χ;
-Τρελός είμαι να πάω σ' αυτόν τον ξυλοσχίστη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ο υπερεθνικιστής Έλληνας (με αρνητική χροιά).

  2. Ο τύπος Έλληνα που δε νοιάζεται για τους άλλους, τα δικαιώματά τους, για την προτεραιότητα του άλλου σε μια ουρά, για την προστασία του περιβάλλοντος στις ακτές, γενικά ο τύπος του απολίτιστου ατομιστή και εγωιστή.

  1. Θα σηκωθούν πάλι οι Ελληνάρες να λένε ότι και οι Μογγόλοι έχουν ελληνική καταγωγή

  2. Γόπες πεταμένες, σκουπίδια παντού στη θάλασσα, α ρε Ελληνάρες, όπου πάτε βρωμίζετε!

Για το (1), βλέπε και e-λληνάρας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υβριστικό, η τσούλα, η πρόστυχη.

- Όλο με κάτι διχτυωτά και μίνι εμφανίζεται η Χ! Πρέπει να μη χαλάει χατήρι σε κανένα!
- Ναι, είναι μεγάλη ψωλαρπάχτρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν κάνω κάτι ουσιαστικό ή δημιουργικό, τεμπελιάζω, είμαι αφηρημένος.

-Πού να χάθηκε ο Γιάννης, δεν τον βλέπω στη σχολή τελευταία.
-Κλασικά, ψωλαρμενίζει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα κάπως μεγάλης ηλικίας που συμπεριφέρεται και ντύνεται σαν νεαρή κοπέλα και προσπαθεί ατυχώς να μιμηθεί τους σεξουαλικούς κώδικες του φλέρτ των νεαρών κοριτσιών.

Αρσενικό: πουρότεκνο, πουρογκόμενος.

-Η Χ στο Ψ σόου στην τηλεόραση κάνει τη μπέμπα και όλο χαριεντίζεται με τους παίκτες!
- Κλασική πουρογκόμενα, είναι τουλάχιστον 50 και το παίζει εικοσάρα!

(από Khan, 21/05/14)(από Khan, 21/05/14)

Σχετικά: γρέτζω, ξεκωλόγρια, πιπινόγρια, Γρετζώρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified