Εμφατικό, μαλάκας και αρχίδης μαζί.
- Δεν με άφησε να μπω στα κλαμπάκι.
- Άντε ρε τον μαλακαρχίδη!
Εμφατικό, μαλάκας και αρχίδης μαζί.
- Δεν με άφησε να μπω στα κλαμπάκι.
- Άντε ρε τον μαλακαρχίδη!
Got a better definition? Add it!
Ο τύπος τουρίστα -συνήθως από βορειοευρωπαϊκή χώρα- που φοράει κατακαλόκαιρο πέδιλα με κάλτσες, παρουσιάζοντας αντιαισθητικό θέαμα για τα δεδομένα του καλοκαιριού της Ελλάδας και ο οποίος δεν έχει ιδέα ότι συνιστά αισθητική παραφωνία.
Συνώνυμα: καλτσοπεδιλούχος.
-Πέρασαν δύο καλτσοπέδιλοι τουρισταράδες.
-Καλά, ούτε ζεσταίνονται, ούτε τους νοιάζει το θέαμα που παρουσιάζουν...
Got a better definition? Add it!
Χρσιμοποιείται και ως αντιδιαστολή με το αξιολάτρευτη ή αξιαγάπητη. Αν η γυναίκα κριθεί ως αξιολάτρευτη αλλά όχι αξιαγάμητη, σημαίνει ότι είναι εντελώς απορριπτέα.
- Γνώρισα τη Χ, πολύ καλή κοπέλα!
- Αξιολάτρευτη ή αξιαγάμητη;
- Δυστυχώς απλά αξιολάτρευτη!
Got a better definition? Add it!
Το φανταστικό φάρμακο που παίρνει κάποιος για να αντιμετωπίσει προβλήματα που του προκύπτουν, τα οποία δεν εκτιμώνται ως πολύ σοβαρά από τον ίδιο ή από αυτόν που του προτείνει να το πάρει.
- Η προϊσταμένη μου, μου έχει σπάσει τα νεύρα, με έχει στο τρέξιμο συνέχεια.
- Κοίτα, μόλις σου ξαναπεί κάτι, πάρε μια γραψαρχιδίνη! Αν σου ξαναπεί, πάρε άλλη μία γραψαρχιδίνη και θα σου περάσει σίγουρα!
Got a better definition? Add it!
Χωρίς καταβολή αντιτίμου, τζάμπα.
Μπορούμε να πάρουμε το περιοδικό τζαμπουίτα ή θα πρέπει να το πληρώσουμε;
Got a better definition? Add it!
Ο ανεκπαίδευτος και αστοιχείωτος επαγγελματίας, ο αλμπάνης.
Λέγεται και: ξυλοσκίστης.
- Θα πας στο γιατρό Χ;
-Τρελός είμαι να πάω σ' αυτόν τον ξυλοσχίστη!
Κακοτεχνίτες: αλμπάνης, καλαμπόρτζης, κομπογιαννίτης, μπασματζής, ξυλοσχίστης, σκιτζής.
Got a better definition? Add it!
Ο υπερεθνικιστής Έλληνας (με αρνητική χροιά).
Ο τύπος Έλληνα που δε νοιάζεται για τους άλλους, τα δικαιώματά τους, για την προτεραιότητα του άλλου σε μια ουρά, για την προστασία του περιβάλλοντος στις ακτές, γενικά ο τύπος του απολίτιστου ατομιστή και εγωιστή.
Θα σηκωθούν πάλι οι Ελληνάρες να λένε ότι και οι Μογγόλοι έχουν ελληνική καταγωγή
Γόπες πεταμένες, σκουπίδια παντού στη θάλασσα, α ρε Ελληνάρες, όπου πάτε βρωμίζετε!
Για το (1), βλέπε και e-λληνάρας.
Got a better definition? Add it!
Υβριστικό, η τσούλα, η πρόστυχη.
- Όλο με κάτι διχτυωτά και μίνι εμφανίζεται η Χ! Πρέπει να μη χαλάει χατήρι σε κανένα!
- Ναι, είναι μεγάλη ψωλαρπάχτρα!
Got a better definition? Add it!
Δεν κάνω κάτι ουσιαστικό ή δημιουργικό, τεμπελιάζω, είμαι αφηρημένος.
-Πού να χάθηκε ο Γιάννης, δεν τον βλέπω στη σχολή τελευταία.
-Κλασικά, ψωλαρμενίζει!
Got a better definition? Add it!
Η γυναίκα κάπως μεγάλης ηλικίας που συμπεριφέρεται και ντύνεται σαν νεαρή κοπέλα και προσπαθεί ατυχώς να μιμηθεί τους σεξουαλικούς κώδικες του φλέρτ των νεαρών κοριτσιών.
Αρσενικό: πουρότεκνο, πουρογκόμενος.
-Η Χ στο Ψ σόου στην τηλεόραση κάνει τη μπέμπα και όλο χαριεντίζεται με τους παίκτες!
- Κλασική πουρογκόμενα, είναι τουλάχιστον 50 και το παίζει εικοσάρα!
Σχετικά: γρέτζω, ξεκωλόγρια, πιπινόγρια, Γρετζώρα.
Got a better definition? Add it!