Η ακατάσχετη φλυαρία.

Τι λογοδιάρροια σ' έπιασε πάλι απόψε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κτηνοβάτης, με κατσίκα.

(από το ΑΜΑΝ)
- Έχτισα σπίτι μόνος μου και κανείς δεν με είπε μηχανικό, μια φορά πήγα και εγώ με την Ασπρούλα και αμέσως όλοι ο κατσικογάμης, ο κατσικογάμης!

(από Khan, 28/03/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρήμα αμετάβατο, δεν κάνω τίποτα.

- Βαριέμαι, όλη μέρα ξύνω!

- Τις τελευταίες μέρες όλο ξύνω!

- Έξυσα πολύ το Σαββατοκύριακο που δεν δούλευα!

Βλ. και το ξύνω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ο υπερθετικός βαθμός της έκφρασης τα ξύνω, δεν κάνω απολύτως τίποτα.
    και
  2. Ταλαιπωρώ, σεξουαλικά κυρίως, νεαρές κοπέλες, υπερθετικός βαθμός του τα σκίζω.

1.- Οι δημόσιοι υπάλληλοι τα ματώνουν όλη μέρα στο γραφείο!

  1. - Εγώ αυτά τα μικρούλια τα ματώνω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τυρόγαλο και τυρογαλάς, συνήθως στον πληθυντικό: τα τυρόγαλα.

Ο κάτοικος της Λάρισας και ο οπαδός της ομώνυμης ομάδας.

Καλά ούτε τα τυρόγαλα δεν καταφέρατε να κερδίσετε στο ποδόσφαιρο;

βλ. και τυρί ορισμός 5, τυρόλδος, ντιρόλο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παράφραση της φράσης τρεις κι εξήντα, δηλώνει ελάχιστο ποσό χρημάτων.

- Σ' αυτήν τη δουλειά παίρνω τρεις και ξύστα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο Κωστάκης Καραμανλής, όπως τον αποκαλούσε η αείμνηστη Μαλβίνα Κάραλη στις τηλεοπτικές εκπομπές της (Μαλβίνα Hostess κλπ), προάγγελους των σατιρικών πολιτικών εκπομπών τύπου Αλ Τσαντίρι Νιούζ, οι οποίες και της στοίχισαν δεκάδες απολύσεις, αλλά σε μας πρόσφεραν άφθονο γέλιο και προβληματισμό.

- Βγήκε πάλι ο δάμαλος και τα έχωσε στον Τάπερμαν! (= στον Σημίτη)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνουσία.
Ρήμα: φιστικώνω.
Συνώνυμο: Της ξηγήθηκα αλμυρό φιστίκι!

Ωραία κοπέλα αυτή, προβλέπω να πέσει τρελό φιστίκωμα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο φαντάρος που μπαίνει τρεις ΕΣΣΟ μετά τον φαντάρο, για τον οποίο είναι γιόκας, π.χ. αν ο ένας μπει με τη Γ' ΕΣΣΟ ο γιόκας είναι αυτός που θα μπει με την ΣΤ' ΕΣΣΟ.

Ήρθε ο γιόκας! Τώρα θα έχω ευθύνες, πρέπει να αγοράσω πάνες και μπιμπερά! Όποιος τον πειράξει θα τον φάω!

ΕΣΣΟ: Εκπαιδευτική Σειρά Στρατευσίμων Οπλιτών.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που έχει συνευρεθεί με γαϊδούρι (κυρίως θηλυκό) ή που κατά συνήθεια το πράττει. Εκφράζει απαξία.

Ο Μήτσος είναι στάνταρ γαϊδουρογάμης, κοιτάει τη γαϊδούρα του μες στα μάτια και λιώνει!

Βλ. και γιδογάμης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified