Ο προπετής, αυτός που φυτρώνει εκεί που δεν τον σπέρνουν και μιλάει άκαιρα διακόπτοντας το συνομιλητή. Τα τηλεοπτικά πάνελ βρίθουν τέτοιων.
Καλά, γιατί πετάγεσαι συνέχεια σαν το πορδοβούλωμα;
Ο προπετής, αυτός που φυτρώνει εκεί που δεν τον σπέρνουν και μιλάει άκαιρα διακόπτοντας το συνομιλητή. Τα τηλεοπτικά πάνελ βρίθουν τέτοιων.
Καλά, γιατί πετάγεσαι συνέχεια σαν το πορδοβούλωμα;
Βλ. και σφηνόπουτσα.
Got a better definition? Add it!
Οι όρχεις των ζώων αλλά και των ανθρώπων, στην κρητική ιδιόλεκτο.
Αλλιώς και: ασβάχια.
Εντάξει φίλε αυτά τα γράφουμε στα ζουβάχια μας!
Λέξεις για τους όρχεις και τα αντρικά γεννητικά όργανα συνολικά: αρχίδια, ζουβάχια, καλαμπαλίκια, καμπανέλια, καρύδες, κοκόβια, κοχόνια, κρεμαντζόλια, λιμπά, λυμπά, μπομπόλια, οικογένεια, παπάρια, τζοχανταραίοι. Ειδικά για συνώνυμα του πέους δες πέος.
Λέξεις για τα γυναικεία γεννητικά όργανα: γατάκι, κουτί, μουνί, μουτζό, μύδι, νιμού, πιπί, πουτί, πράμα, τρύπα, ψωλότσεπη.
Got a better definition? Add it!
Η βλεννόρροια (αφροδίσιο νόσημα).
Παίρνε τις προφυλάξεις σου μην πάθεις κανένα σκουλαμέντο!
Got a better definition? Add it!
Παροιμία που ομολογεί μια κοινή φαντασίωση ότι με τις στενές συγγενείς θηλυκού γένους είναι σύνηθες και κανονικό να αναπτύσσονται σεξουαλικές σχέσεις.
- Μα τώρα την ξαδέρφη σου λιμπίστηκες, δεν γίνονται αυτά τα πράγματα!
- Τι λες; Με την ξαδέρφη και τη θεία το γαμήσι πάει ευθεία!
Βλέπε και: στην ξαδέρφη και στη θειά, ένα μέτρο πιο βαθιά.
Got a better definition? Add it!
Ειδικό χαρτί με υπογραφές ή μία υπογραφή προκειμένου ο φαντάρος να βγει από την πύλη και να κυκλοφορεί νόμιμα εκτός στρατοπέδου ως αδειούχος.
Ο μονιμάς δεν δίνει ακόμα τα αδειόχαρτα μέχρι να κάνουμε γόπινγκ σε όλο το στρατόπεδο.
Got a better definition? Add it!
Ο από πολλών ετών φανατικός και αποκλειστικός καταναλωτής μπύρας, ο οποίος φέρει με υπερηφάνεια το μπυροκοίλι του.
Ο Μήτσος και ο Γιώργος, μεγάλοι μπυροπατέρες! Ένα καφάσι μπύρες ο καθένας για το καλημέρα!
Got a better definition? Add it!
Got a better definition? Add it!